«Κεντούσε λέξεις χιλιοειπωμένες / που όμως ποτέ δεν είχαν ειπωθεί»[1]
Η σημαντική ποιήτρια και δοκιμιογράφος Ζωή Σαμαρά στο τελευταίο της βιβλίο με τίτλο «πεζοπορία στα δάση του ποιητικού λόγου», μέσα από 55 ποιητικά πεζά της στοχεύει στον συγκερασμό τρόπον τινά ή το αντάμωμα της ποιητικής γραφής με την πρόζα. Άλλωστε πολλοί είναι αυτοί που υποστηρίζουν ότι η γραφή είναι μία. Παράλληλα, καθώς υπάρχει έντονο το αυβιογραφικό και αυταναφορικό στοιχείο, καταθέτει μια πανοραμική θέα της διαδρομής της από τον γενέθλιο τόπο, την Κάρπαθο, τη Γαλλία, την Αμερική και την Θεσσαλονίκη, όπου διέπρεψε ολοκληρώνοντας την ακαδημαϊκή της καριέρα στο ΑΠΘ, και όπου διαμένει. Έτσι στο «Ωδή στο Καρπάθιο πέλαγος, Α΄», προσδοκά ν’ ανοίξει τα φτερά για να πετάξει ν’ ανταμώσει άλλες θάλασσες, για να διαπιστώσει τελικά ότι «όλοι οι δρόμοι οδηγούν στη θάλασσα/ όλα τα κρυφά περάσματα μας οδηγούν στην πατρίδα» (σ. 21), ως τόπο αλλά και ως λέξη, ενώ «Στο μυστικό του τετραδίου» από μικρό παιδί διαισθανόταν την ταύτιση της ζωής της με τη γραφή και τη συγγραφική πορεία της που της προετοίμαζαν τα όνειρα και οι επιθυμίες της, γράφει λες και της μιλά το χαρτί: «Μα γράφω σημαίνει ζω, δηλαδή είμαι όρθια.» (σ. 22).
Στα ποιητικά πεζά είναι διάχυτος ο λυρισμός, η ποίηση αλλά και ο στοχασμός. «Τί ήταν τελικά ο χρόνος; Πόσα χρόνια χωρούσε η στιγμή;» (σ. 30) διερωτάται αναλογιζόμενη πώς πέρασε μετά την ιταλική κατοχή στη γλώσσα της παγκοσμιοποίησης.
Η ποιήτρια ανοίγει τα μικρά πεζά της με έναν σύντομο πρόλογο «χωρίς πρότερο λόγο», με τον οποίο δίνει το στίγμα του βιβλίου, όπου μεταξύ άλλων γράφει: «Ποίηση, πεζό. Πεζό ποίημα, ποιητική πρόζα. Κι ενώ το πεζό περπατά και χορεύει, η ποίηση ποιεί, ζει σε εβδομάδα χωρίς Σάββατο ή Κυριακή. Και τα δύο μαζί; Τι κάνουν τα δύο μαζί, όταν συναντιούνται στη σελίδα του ουρανού; Η ποίηση επιτέλους πετά, με τα δικά της φτερά, φτάνει πολύ ψηλά, κολυμπά με τα σύννεφα αγκαλιά, ταξιδεύει. Το πεζό την κοιτά από μακριά, τη ζηλεύει, θέλει να τη μιμηθεί, αλλά χωρίς να χάσει τη γήινη ταυτότητά του, την κοινωνική του υπόσταση, την αφηγηματική του γοητεία.» (σ. 15).
Η Ζωή Σαμρά γράφει τα πεζοποιήματα θα μπορούσαμε να πούμε με λόγο κρυπτικό, υπαινικτικό αλλά και διαυγή, λιτό και στοχαστικό, αφηγηματικό αλλά και αφαιρετικό συνάμα, λόγο πυκνό πλούσιο σε εικόνες και μεταφορές, αλληγορίες και παραβολές, στοχασμό και ποιητική αύρα. Το πλούσιο διακείμενο από την αρχαία ελληνική γραμματεία και τις ευαγγελικές γραφές εντείνει την αισθητική και πλουτίζει τον στοχασμό της. Μέσα από τα μικρά πεζά καταδεικνύεται πέρα από την αρχαιομάθεια της Σαμαρά και η βαθιά γνώση της στα ευαγγελικά κείμενα.
Λόγω της παραβολικής γραφής της Σαμαρά, διαβάζοντας οι συνειρμοί μου με πήγαν σε δυο αναφορές του Αμερικανού κριτικού λογοτεχνίας Edmund Wilson. Στην πρώτη, αναφερόμενος στην παράδοση που άφησε ο Πούσκιν, γράφει μεταξύ άλλων: «Κάθε θεατρικό έργο, κάθε ποίημα, κάθε διήγημα, έπρεπε να είναι μια παραβολή· το δίδαγμα έπρεπε να υπονοείται»[2] (Wilson, 1992). Η δεύτερη αφορά στον συγκερασμό και το αντάμωμα της πρόζας και της ποίησης που ενέχει η γραφή της. Γι’ αυτό γράφει ο Edmund Wilson: «Έτσι σήμερα φαίνεται ότι η τεχνική της πρόζας απορροφά την τεχνική του στίχου· όμως αποδεικνύεται απολύτως ισάξια μ’ εκείνο το προϊόν της φαντασίας που έκανε τους ανθρώπους ν’ αποκαλέσουν τον Όμηρο «θείο»: μ’ εκείνη την αναδημιουργία, στην αρμονία και στη λογική των λέξεων, της σκληρής σύγχυσης της ζωής.»[3] (Wilson, 1992).
Στο βιβλίο πεζοπορία στα δάση του ποιητικού λόγου η εξαίρετη ποιήτρια και δοκιμιογράφος Ζωή Σαμαρά μέσα από στιγμιότυπα και βιωματικές ιστορίες μας σκιαγραφεί το πανόραμα της γεωγραφικής και διαπολιτισμικής, διαδρομής της Καρπάθιας παιδίσκης που λάτρευε τις λέξεις και τη γραφή πριν ακόμη τις γνωρίσει, που διέπρεψε στα γράμματα διδάσκοντας από το Πανεπιστήμιο Κολούμπια μέχρι το ΑΠΘ, και η οποία διέπρεψε επίσης στην τέχνη της γραφής και της ποίησης μεταλαμπαδεύοντας στο ποίημα τη λατρεία της για το θαλάσσιο γαλάζιο και το καταγάλανο του ουρανού του γενέθλιου τόπου της και την αγάπη της για τον άνθρωπο, τη δημιουργία και τη ζωή.
«Ωδή στο Καρπάθιος πέλαγος, Β΄»
Καθόταν στο πεζούλι του σπιτιού και διάβαζε∙ στην άκρη του κήπου, πλάι στο κύμα του πελάγου, και έγραφε. Η γραφή ταίριαζε με το χορό κοντά στη μελωδία των υδάτων∙ η ανάγνωση-γνώση με τη μοναξιά ανάμεσα στους σπάνιους διαβάτες που επέλεγαν το σοκάκι του Κάβου για την εσπερινή βόλτα τους.
– Τι διαβάζεις εδώ;
Τη ρώτησαν, κι έδειξαν το πεζούλι. Συνέχισαν το δρόμο τους, χωρίς να περιμένουν. Πολύ μικρή για ν’ απαντήσει, σκέφτηκαν.
– Πεζό, φώναξε. Ακολουθώ τα βήματά σας.
Ξαφνιάστηκαν. Έκαναν ένα βήμα προς τα πίσω.
– Κι εκεί, στο κύμα, όταν κάθεσαι, τι γράφεις; Πάλι πεζό;
– Ποίηση. Όμως δεν γράφω εγώ. Μόνη της γράφει για χάρη μας η μελωδία της θάλασσας. Μακριά από το πέλαγο η ποίηση εξατμίζεται, χάνεται.
Κι αν μια μέρα φύγω από το νησί μας, θα βλέπετε το πέλαγο, μα δεν θα είναι το ίδιο. Αυτό εδώ θα το πάρω μαζί μου. Τα κύματά του θα είναι τα πεζούλια μου, να βλέπω τους διαβάτες, να διαβάζω, για να μπορώ να γράφω.» (σ. 124).
*
[1] Ζωή Σαμαρά, Εν ξένη γη, Εκδόσεις Ρώμη, Θεσσαλονίκη, 2019, σ. 50.
[2] Edmund Wilson, Η ιστορική ερμηνεία της λογοτεχνίας, Πρόλογος -Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1992, σ. 37.
[3] Edmund Wilson, Η ιστορική ερμηνεία της λογοτεχνίας, Πρόλογος-Μετάφραση: Σπύρος Ηλιόπουλος, Εκδόσεις Πλέθρον, Αθήνα 1992, σ. 30.