Άρρηκτος, δηλαδή αδιάσπαστος, ακατάλυτος, και φρυκτωρία, η συνήθεια των αρχαίων να επικοινωνούν με αναμμένους πυρσούς τη νύχτα, για να μεταδοθεί μέσω της φωτιάς, ένα μήνυμα. Ποιον, άραγε, δεν έχουν γοητεύσει οι πρώτοι στίχοι από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, όπου ο φύλακας περιμένει να δει τη φωτιά που θα σημάνει το πολυπόθητο κούρσεμα της Τροίας; Αυτήν, λοιπόν, την αδιάσπαστη και διαδοχική συνέχεια στο άναμμα των πυρσών, στο άναμμα της φλόγας έρχεται να ανασημασιοδοτήσει ο Γιάννης Ξέστερνος στην πρώτη του εκδοτική εμφάνιση με την ποιητική συλλογή Άρρηκτες φρυκτωρίες, που κυκλοφορήθηκαν τον Ιούλιο 2023 με την επιμέλεια των εκδόσεων Ιωλκός και αποτελούνται από τριάντα ένα, κατά βάση ελευθερόστιχα, ποιητικά κείμενα. Για τον ποιητή η συνέχεια και η φρυκτωρία είναι η λογοτεχνία και η τέχνη γενικότερα, ενώ τους πυρσούς ανάβουν διαχρονικά οι λογοτέχνες και οι καλλιτέχνες. Έτσι, τεκμαίρεται η έντονη διακειμενικότητα και διακαλλιτεχνικότητα που παρουσιάζει το ανά χείρας βιβλίο. Στα ποιήματα παρελαύνουν Έλληνες και ξένοι καταξιωμένοι ποιητές και συγγραφείς του απώτερου ή του εγγύτερου παρελθόντος, ενώ δεν λείπουν οι αναφορές στα βιβλικά κείμενα.
Ο Ξέστερνος μπολιάζει την ποιητική του με γεγονότα, μύθους, ήρωες, περσόνες, ονόματα, σύμβολα της λογοτεχνικής παράδοσης, εγχώριας και ξένης, και της θρησκευτικής, και χρησιμοποιώντας στίχους υπερρεαλιστικούς και μεταμοντερνιστικούς δημιουργεί τις προϋποθέσεις για μια νέα, σύγχρονη ματιά στα κείμενα. Φέρνει, δηλαδή, την ιστορία στο σήμερα με τις υφολογικές και αισθητικές του επιλογές και παραδίδει στον αναγνώστη μια ποίηση που τον θέλει άγρυπνο φρουρό, προκειμένου να συλλάβει τις άλλοτε ειρωνικές και καυστικές άλλοτε ερωτικές και ρομαντικές προεκτάσεις τις οποίες υφαίνει στη βάση παλαιότερων τεκμηρίων. Ας δούμε από κοντά δυο παραδείγματα της συνομιλίας του με τα πρότυπα.
Το πρώτο έρχεται από την ίδια την ποίηση και αφορά σε έναν ιδιαίτερα δημοφιλή ποιητή, τον Νίκο Καββαδία, γύρω από τον οποίο δημιουργήθηκε μια μυθολογία που εξακολουθεί να γοητεύει τους αναγνώστες και τους ακροατές. Στην ποίηση του Ξέστερνου είναι ιδιαίτερα σημαντική η παρουσία της θάλασσας αλλά και της δερματοστιξίας (τατουάζ), δύο σημεία που προφανώς μάς θυμίζουν τον μαρκόνη της ποίησης. Ενδεικτικά αναφέρονται τα ποιήματα «Ένας Μάρκο Πόλο στο σώμα σου» (σ. 12) και «Καρνάγιο» (σ. 27).
Το δεύτερο παράδειγμα έρχεται από τις εικαστικές τέχνες, τη ζωγραφική συγκεκριμένα, με σημαίνουσα την αναφορά στον Βίνσεντ βαν Γκογκ και την «Έναστρη νύχτα» του. Η αγάπη του ποιητή, βέβαια, για τους ιμπρεσιονιστές καθίσταται φανερή ήδη από τον πρώτο στίχο του πρώτου ποιήματος της συλλογής («Αυτόματη γραφομηχανή», σ. 9), αλλά η μνεία στον Ολλανδό μετά-ιμπρεσιονιστή ζωγράφο εναργώς αποτυπώνεται στα ποιήματα «Ο πάστορας της φύσης» (σ. 18-19) και «Σφαίρα από πούπουλα» (σ. 24-25) με ταυτόχρονη αναφορά στον αδερφό του ζωγράφου, Τεό.
Οφείλουμε, επίσης, να σημειώσουμε τρία ακόμα κομβικά σημεία της ποίησης του Ξέστερνου, όπως αυτά αποτυπώνονται στην παρούσα συλλογή. Τη λεκτική και γλωσσοκεντρική πτυχή – ενίοτε ανατρεπτική και απρόσμενη – της ποίησής του, την οποία εύκολα παρατηρεί ο αναγνώστης, λ.χ. στα ποιήματα «Το άγνωστο Χ» (σ. 16) και «Κάνε μου μπα» (σ. 26). Την αρμονική συσχέτιση ετερόκλητων και αντιθετικών – ανοίκειων, πολλές φορές, πραγμάτων και εικόνων, όπως λ.χ. στα ποιήματα «Η προσευχή ενός προφήτη» (σ. 21) και «Παμβώτις» (σ. 20). Και τέλος την προσωπική του ματιά στον ρόλο και τη σημασία της ποίησης και, ευρύτερα, της τέχνης στη ζωή του ίδιου, ως δημιουργού, αλλά και συλλήβδην στη ζωή του ανθρώπου και της κοινωνίας, όπως συμβαίνει λ.χ. στα ποιήματα «Ανθολόγιο» (σ. 11) και «Αλεπού» (σ. 17).
Από την ποίηση του Ξέστερνου δεν λείπει, εύλογα, ο ερωτισμός εκπεφρασμένος είτε με το προκάλυμμα του μύθου («Προπατορικό», σ. 13) είτε με το τέχνασμα της συνδήλωσης, του μεταφορικού – μετωνυμικού λόγου («Τελευταίο καλοκαίρι», σ. 40). Ο έρωτας και το πάθος συνάδουν ή μάλλον συγκρούονται με την ομορφιά, η οποία με τη σειρά της γίνεται λεία των ποιητών («Δούρειος ίππος», σ. 35).
Ολοκληρώνοντας, ο Γιάννης Ξέστερνος σε αυτή την πρώτη του ποιητική συλλογή εκφράζει προσωπικά βιώματα, σκέψεις, ιδέες αλλά και όνειρα και ελπίδες γεφυρώνοντας το παρελθόν με το παρόν και ατενίζοντας το μέλλον με καιροφυλακτούσα, ψύχραιμη μα και παιγνιώδη διάθεση. Θέλει να εκφράσει τη δική του εποχή και τους κινδύνους της πιάνοντας το νήμα από την αρχή και περπατώντας τον ποιητικό του δρόμο με εφόδια την καίριας σημασίας γνώση του παρελθόντος και τους πυρσούς που θα φωτίσουν τα κρυπτογραφημένα μηνύματα του μέλλοντος. Οι πυρσοί αυτοί δεν είναι άλλοι από τις λέξεις και τους στίχους με τους οποίους ο ποιητής συζητά, παίζει, συλλαμβάνει και διατυπώνει εν τέλει τη δική του θεώρηση των ανθρώπων και των πραγμάτων.
ΚΥΡΙΟΙ ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΙ
Και μη νομίζεις ότι η γενιά μου
δεν έζησε τη δική της «Άνοιξη» στο Μεσολόγγι
ή δε φύλαξε Θερμοπύλες
επειδή έζησε σε καιρούς
πολιτικής ομαλότητας και υλικού ευδαιμονισμού.
Κατά καιρούς
και πρέσβεις ήλθαν να μας προσφέρουν γη και ύδωρ
και μαθητές να δραπετεύσουμε στη Θεσσαλία χρηματίζοντας δεσμοφύλακες
και δικοί μας άνθρωποι να επιλέξουμε επιτακτικά στρατόπεδο
και μυστικοί με καπαρντίνες μάς εκβίαζαν με περίεργες συνεργασίες
κι εργολάβοι σφετερίζονταν μια αντιπαροχούλα εκδημοκρατισμού.
Το κώνειο το κρύβαμε κάτω από το μαξιλάρι
η Έξοδος ήταν η απάντηση:
«Ἀποσκοτίσατε ἡμᾶς, Κύριοι Αλέξανδροι!». (σ. 30)