You are currently viewing Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη  δ.φ.: Ανδρέας Μήτσου, Ο Καουμπόης του Αλίμου, Διηγήματα, Εκδόσεις  Καστανιώτη,   Αθήνα, 2023

Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη  δ.φ.: Ανδρέας Μήτσου, Ο Καουμπόης του Αλίμου, Διηγήματα, Εκδόσεις  Καστανιώτη,   Αθήνα, 2023

                                                                                                      

                           Ο Ανδρέας Μήτσου ασφαλώς δεν χρειάζεται συστάσεις. Πολύ γνωστό το πλούσιο πεζογραφικό του έργο: Δέκα συλλογές διηγημάτων, οκτώ μυθιστορήματα και δύο νουβέλες, μεταφράσεις έργων του στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά και ρωσικά. Βραβευμένος με το Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, Κρατικό Βραβείο Διηγήματος, με το Βραβείο Γραμμάτων της Ακαδημίας Αθηνών, το Βραβείο Αναγνωστών (ΕΚΕΒΙ-ΕΡΤ) και το βραβείο Athens Prize for Literatute του περιοδικού (δε)κατα. Για σαράντα χρόνια, διαρκώς παρών ο Ανδρέας Μήτσου στο χώρο της πεζογραφίας, μιας πεζογραφίας στην οποία η ποίηση σφραγίζει με έναν πολύ ιδιαίτερο και προσωπικό τρόπο το έργο του.

Δεκαεννέα διηγήματα συγκροτούν την πρόσφατα εκδοθείσα συλλογή του, οκτώ από τα οποία είχαν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες, όπως παρατίθενται στις σημειώσεις του  αξιοπρόσεκτης αισθητικής βιβλίου του. Αισθάνομαι ότι αν ο εξοικειωμένος με τη γραφή του Μήτσου αναγνώστης διάβαζε τα διηγήματα χωρίς να αναφέρεται το όνομα του συγγραφέα, σίγουρα θα τον αναγνώριζε. Κι αυτό επειδή έχει επιτύχει να δημιουργήσει έναν πολύ προσωπικό χαρακτήρα στο έργο του, που εξακτινώνεται από τη θεματολογία του, το παιχνίδι μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας, συχνά την υπονόμευσή της μέσα από μη αναμενόμενες ανατροπές και φαντασιακές αποδράσεις  και πάνω από όλα την ανάγκη να αντλήσει αλήθειες,  συνήθως πικρές, πίσω από τα επιφαινόμενα, μέχρι το ύφος, τις λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων και τις δονήσεις των ψυχών των χαρακτήρων του.

Σε ορισμένες περιπτώσεις, όπως και σε άλλα έργα του, για παράδειγμα στο μυθιστόρημά του Τα Ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου, όπως και στην παρούσα συλλογή, πίσω από την περσόνα του αφηγητή ο συγγραφέας ανοίγει με κάποιο τρόπο το εργαστήρι του στον αναγνώστη, καθώς: «…μια φράση, ένα  ερώτημα, μια ασήμαντη λεπτομέρεια, μπορεί να είναι ο πυρήνας της κάθε ιστόρησης, η μαγιά της. Σ΄ αυτό το ερώτημα πρέπει ν’ απαντήσεις. Φουσκώνει από μόνο του, καθώς εσύ αποζητάς την απάντηση, “γίνεται, το μυθιστόρημα, όπως ακριβώς το ψωμί από το προζύμι.”. Και σε άλλο σημείο διαβάζουμε: «…Ξεκινά το μυθιστόρημα μ’ έναν μικρούλη ήχο, μια νότα, που απλώνεται απαλά, που μεγαλώνει…όμως πάλι μαζεύεται, και ό,τι ακούγεται πια, είναι ο ίδιος, ανεπαίσθητος, ο πρώτος ήχος του».

Έτσι, ακριβώς, εκκινεί και αναπτύσσεται το κείμενο του συγγραφέα μας. Μυθιστόρημα ή διήγημα, με αφόρμηση έναν ήχο, μια εικόνα, μια ανάκληση της μνήμης ή ακόμη και την επίπονη αναζήτηση της μνήμης για τη συγκρότηση ενός παρελθόντος γεγονότος,ακόμη και ως άλλοθι της γραφής: «…Και γι’ αυτόν το λόγο γράφω διαρκώς ιστορίες. Για να… θυμηθώ».‘Ετσι γίνεται κατανοητό το μότο του Γκαίτε ως προλεγόμενο της συλλογής: « Κάθομαι εδώ και πλάθω ανθρώπους κατ’ εικόνα μου».

Κάποια από τα κείμενά του εναγκαλίζονται το παράδοξο των ονείρων,  ή συγκροτούνται σε ένα υπερρεαλιστικό υπόβαθρο, πάνω στο οποίο αποτυπώνεται η ιδιάζουσα μυθολογία του συγγραφέα. ‘Ετσι, ο αφηγητής ανακαλύπτει τυχαία σε μια παραλία έναν παράξενο σωσία του, παγιδευμένος στις καταιγιστικές δολοπλοκίες του νου αναζητά το αληθινό του πρόσωπο στο διήγημα «Ο δισθανής» ή ένας καουμπόης κατοικεί στον Άλιμο ( στο διήγημα «Ο Καουμπόης του Αλίμου», που τιτλοφορεί τη συλλογή), εκεί που κάτι παράξενοι τύποι τον κυκλώνουν και εκείνος τους βλέπει με χαρακτηριστικά βοοειδών- μια φαντασιακή μεταμόρφωση που αναλογεί στην μεταμόρφωση των συντρόφων του Οδυσσέα σε χοίρους. Μέσα από την αριστοτεχνική τεκμηρίωση που υπηρετεί το λογικοφανές και τους συνειρμούς των σφαγείων κοντά στο σπίτι των παιδικών χρόνων αναδύονται η αναμέτρηση με τον θάνατο, την ενοχή και όσα από τις διαδρομές μιας ζωής φωλιάζουν στο βάθος της ψυχής και του νου.

Ο κόσμος  της παιδικής ηλικίας του αφηγητή στην απεραντοσύνη εικόνων, αισθήσεων, ανεξερεύνητων πεδίων, ονειρικών προβολών τροφοδοτεί δημιουργικά το παρόν της αφήγησης και συμφύρεται με αυτό. Συνιστά έναν εσωτερικό τόπο, από τον οποίο ο αφηγητής συχνά εκκινεί για να επιστρέψει ανασύροντας βιώματα, στιγμές, αισθήσεις ξαναειδωμένες με εκείνο το απορημένο βλέμμα της αθωότητας ή αυτό του ενήλικα, ποτισμένο με την πικρία της γνώσης, με μια υφέρπουσα νοσταλγία κάποτε, μυθοποιώντας και άλλοτε απομυθοποιώντας το παρελθόν:  «Έζησα στο ορεινό χωριό ως τα δέκα, έχω καθαρές και ανεξίτηλες τις εικόνες του. Θυμάμαι μικρές, ασήμαντες λεπτομέρειες, τοπία, μεγάλους βράχους και δέντρα συγκεκριμένα. Με τα ονόματα, με τις ιστορίες που τα είχα ντύσει. Ακοίμητος παραμένει ο ανόητος τρόμος μέσα μου…» .Έτσι αρχίζει το διήγημα « Η ξηρασία» και ως μότο του ένας στίχος του Γ. Μαρκόπουλου : «Διψάω σαν το ποτάμι που στέρεψε». Ας σημειωθεί, ότι και σε αυτό το διήγημα όπως και σε αρκετά άλλα, το μότο συνομιλεί με κάποιο τρόπο, προφανή ή υπόρρητο, με το βαθύτερο νόημα του κειμένου. Γιατί το νόημα είναι μια διαρκής αναζήτηση στο έργο του Αντρέα Μήτσου, όχι με ένα τρόπο διδακτικό αλλά ως αποτέλεσμα της καλλιτεχνικής του ανίχνευσης του κόσμου του και των πραγμάτων που συνιστούν και αποκαλύπτουν το όλον γύρω του: « ‘Ολα έχουν νόημα.Όλα κρύβουν νόημα. Ένα πεσμένο φύλλο δέντρου, μια μικρή πέτρα, μεταφέρουν το δικό τους νόημα, το οποίο υπακούει σε μια νομοτέλεια και εξυπηρετεί πάντα συγκεκριμένο σκοπό. Είναι η μόνη βεβαιότητα που κράτησα στη ζωή μου.Ούτε υπάρχει τυχαίο.Δεν μπορεί να συναινεί, και το παραμικρό ακόμα πράγμα, στην ακύρωση του λόγου για τον οποίο γεννήθηκε.Γιατί έχει τον δικό του νου. “Μέχρι κι η τρίχα σκέφτεται”, έλεγε ο Δημόκριτος» [ « Το λεμόνι» ]. Έτσι, διαβάζοντας το μότο στο συγκεκριμένο διήγημα, αντλημένο από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου του Οδυσσέα Ελύτη : «Κάθομαι ώρες και κοιτάζω το νερό στις πλάκες, ώσπου, τέλος, γίνεται πρόσωπο που μου μοιάζει και φέγγει από όλη την περασμένη μου ζωή», πέρα  από τη λεπτή συγκίνηση στη θέαση της περασμένης ζωής του αφηγητή, καθρεφτίζονται οι μεταμορφώσεις , με έναν τρόπο Καφκικό, οι μεταμορφώσεις εκείνου του παράξενου  λεμονιού- μεταμορφώσεις πολλαπλών αναγνώσεων, από ένα γυναικείο σώμα ως ένα πρόσωπο μεταλλασσόμενο σε άλλα πρόσωπα, με επιβεβλημένο καθήκον του αφηγητή να συντελέσει στην ανάγνωση του κρυμμένου νοήματος, να λάβει αυτό υπόσταση, να αποκαλυφθεί.

             Στον αντίποδα του θανάτου σε όλες τις εκδοχές και την τραγικότητά του, ο έρωτας πολύμορφος κι αυτός και συνήθως αδιέξοδος και ματαιωμένος, που έρχεται σα μια φωνή και αλλάζει προσωπα και γένη [ «Άνδρες σε παγκάκια»] άλλοτε θύμα μιας καλοστημένης παγίδας [ «Πίσω απ’ την πόρτα»] από έναν έφηβο,.. ένα παιδί που μπήκε, κατά λάθος, στον λυπημένο κόσμο των μεγάλων, άλλοτε υπονοούμενος και καταδικασμένος στα «Μυστήρια της Ελευσίνας», εκείνος ο έρωτας που …του κόβονταν τα πόδια όταν την αντίκρυζε κι άλλοτε ως επίκληση μιας ανάμνησης [« Η εκδίκηση των ρούχων»] : …Πασχίζω να φέρω κοντά μου την Ελένη.Έχω ανάγκη να θυμηθώ ξανά την ηχώ των επτά φωνηέντων.Νοστάλγησα τα υγρά σύμφωνα, τις μικρές στάμπες του σάλιου στο μουσκεμένο μαξιλάρι μου.Την αληθινή ζωή. Σε ορισμένες περιπτώσεις ανιχνεύονται νύξεις και αναμνησιακό υλικό από τα Ανίσχυρα ψεύδη του Ορέστη Χαλκιόπουλου,τον Κίτρινο στρατιώτη,την Γκαλίνα, τον Κύριο Επισκοπάκη. Ρίχνοντας  αναδρομικά φως στην εμπειρία του παρελθόντος επαναδιαπραγματεύται σημεία τους μέσα στο νέο περιβάλλον του κειμένου του. Η επισκόπησή τους καθίσταται αφετηρία ή μέσον για την αξιοποίησή τους σε καινούρια συμφραζόμενα.

Μέσα σ’ αυτές τις παράξενες αφηγήσεις του συγγραφέα, παράξενες για την υπερβατικότητά τους, τον αντίλογο σε μια τακτοποιημένη πραγματικότητα, όπου η αγάπη και το μίσος συνυπάρχουν, όπου η σκληρότητα δεν καλλωπίζεται, κομμάτια της ιστορίας του τόπου μας περνούν από μικρές ανθρώπινες στιγμές των χαρακτήρων και ανείπωτο πόνο δοσμένο τόσο λιτά και χωρίς μεγαλοστομίες, εκεί που ο ήρωας-στρατιώτης “σώζεται” από πόλεμο σε πόλεμο μέσα από τις απελπισμένες φωνές της Τζαμίλας, που κυνηγώντας το τρένο που άφηνε τη Μέση Ανατολή κραύγαζε τ’ όνομά του αμέτρητες φορές “Γιάννο, Γιάννο” [ «Η τελευταία Ελπίδα»], για να πεθάνει τριάντα χρόνια μετά στο Γενικό Κρατικό Νοσοκομείο της Νίκαιας χτυπημένος από το μεγάλο καύσωνα του 1987. Κι ο συγγραφέας; Πώς ν’ απαντήσει τα ερωτήματα που τέθηκαν; Κρατάει την ψίχα…τον πρώτο ήχο από ένα ακορντεόν που έδωσε την εκκίνηση της ιστορίας, ένα αχνό βογγητό, ένα παράπονο, έναν αναστεναγμό.

        Έτσι, και στο διήγημα «Μια νύχτα στη βροχή», ο αφηγητής που αντιστρατευόταν το δημοτικό τραγούδι και τους θιασώτες του, απρόσμενα μια νύχτα με καρακλυσμιαία βροχή, θα βρεθεί να αρθρώνει απρόσμενα ένα δημοτικό τραγούδι, στο κοιμητήριο, κρατώντας ανοιχτή μια ομπρέλα πάνω από έναν τάφο: …Ήταν η πρώτη του νύχτα μακριά μου.Δεν θα τον άφηνα να πουντιάσει, να μουσκέψει ως το κόκκαλο, να τον σαπίσει η βροχή, αυτός ποτέ δεν θα μ’ άφηνε.Τόσο στο συγκλονιστικό αυτό διήγημα – το επίθετο έχει κακοποιηθεί από τον δημοσιογραφικό λόγο, αλλά εν προκειμένω κυριολεκτεί- όσο και σε άλλα αξίζει να επισημανθεί ότι ο αναγνώστης βρίσκεται μπροστά σε μεγάλες αλήθειες, ειπωμένες με έναν αποφθεγματικό τρόπο, απλώς υπέροχα, καθώς αποτελούν απόσταγμα βιωμένης εμπειρίας, απόσταγμα πολύτιμο: Ό,τι θέλει πιστεύει ο άνθρωπος. Κι ας το βλέπει αδύνατο…Σε αιφνιδιάζει η χαρά του άλλου, σ’ εξαφανίζει. Παρεκτός και τον αγαπάς περισσότερο κι απ’ τον ίδιο σου τον εαυτό…την αλήθεια δεν χρειάζεται να την ψάχνουμε αλλού, αρκεί να την θυμηθούμε…στην άκρα απελπισία του ο άνθρωπος φτάνει ν’ αποδεχθεί το παράλογο…όποιος δεν έχει πέσει στο γκρεμό, σωσμό δεν έχει.

             Κλείνοντας, αξίζει να σημειωθεί ότι το βιβλίο έλκει τον αναγνώστη για περισσότερες της μιας αναγνώσεις. Από διήγημα σε διήγημα βρίσκεσαι μπροστά σε έναν δρόμο που σε καλεί να σταθείς και να αισθανθείς, να απολαύσεις, να συγκινηθείς, να ανιχνεύσεις τη δική σου αλήθεια και κυρίως να επιστρέψεις ξανά και ξανά. Και τούτο γιατί ο συγγραφέας παίρνοντάς μας μαζί του σε αυτό το ταξίδι μας κάνει κοινωνούς της τέχνης και της αλήθειας του.

 

 

         

                 

    

                

 

     

  

 

 

 

 

 

         

                 

             

                

 

     

  

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.