Ένας σκληρόδετος τόμος οκτακοσίων σελίδων με ένα έργο του γνωστού χαράκτη Α. Τάσσου στο εξώφυλλο – τρία κορίτσια με θλιμμένη έκφραση και λουλούδια στα χέρια – έρχεται να καλύψει ένα μεγάλο κενό φέρνοντας στο φως τα πρόσωπα τόσων ανθρώπων που δολοφονήθηκαν στα χρόνια της χούντας 1967-1974. Πενήντα τέσσερα χρόνια μετά την έναρξη αυτής μαύρης εποχής για την πατρίδα μας, ο πολυτάλαντος δημοσιογράφος Δημήτρης Βεριώνης μας παραδίδει μετά από κοπιώδη δεκαετή έρευνα ένα έργο που αναμφίβολα θα βρει τη θέση που του αξίζει στην ιστορική βιβλιοθήκη αυτής της περιόδου. Ο Βεριώνης, αν και δεν είναι ιστορικός, αποδεικνύεται συστηματικός ερευνητής και τη δουλειά του χαρακτηρίζει το μέτρο, η νηφάλια κριτική αποτίμηση, η έντιμη παράθεση των πηγών της έρευνάς του μα πάνω από όλα αυτά το πάθος του και η βαθιά επιθυμία του να φέρει κοντά μας όλους αυτούς που πλήρωσαν τις ιδέες τους με τη ζωή τους, όλες εκείνες τις περιπτώσεις θανάτων που συνδέθηκαν με το χουντικό καθεστώς. Όπως επισημαίνει στον πρόλογο του βιβλίου, μια επίσκεψή του στο μουσειακό χώρο του Συλλόγου Φυλακισθέντων και εξορισθέντων Αντιστασιακών, πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ, του ένέπνευσε την ιδέα να αναζητήσει όχι μόνο τις ιστορίες νεκρών της περιόδου που εμπεριέχονται στο φωτογραφικό υλικό της μόνιμης έκθεσης του μουσείου αλλά και όλες εκείνες τις περιπτώσεις που περέμεναν άγνωστες για το ευρύ κοινό ή είχαν ξεχαστεί στη πορεία των χρόνων. Με μια βαθιά αίσθηση χρέους αποφασίζει να επιδοθεί στην αναζήτηση όλων εκείνων των στοιχείων που θα ανασυνθέσουν την υπόσταση και το ρόλο των αγωνιστών που αντιστάθηκαν στο δικτατορικό καθεστώς, ενεργοποιώντας τη μνήμη, αντιπαλεύοντας τη λήθη, δίνοντας μια ελάχιστη αίσθηση δικαίωσης στους οικείους των δολοφονηθέντων και αποδίδοντάς τους την τιμή που τους ανήκει.
Ο Δημήτρης Βεριώνης πέρα από την αναζήτηση και την αξιοποίηση υλικού από εφημερίδες, ηλεκτρονικό τύπο, ιστορικά αρχεία, επίσης από τη μελέτη του πολύ σημαντικού αρχείου της δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή, η οποία είχε ασχοληθεί επιμελώς με τη διερεύνηση του ζητήματος των δολοφονηθέντων και είχε καταθέσει μηνύσεις κατά παντός υπευθύνου κατά την πρώτη περίοδο της Μεταπολίτευσης, επιδόθηκε σε μια επίπονη έρευνα που του επέτρεψε να
1
πλησιάσει έναν μεγάλο αριθμό ανθρώπων, συγγενών, φίλων, συναγωνιστών των θυμάτων. Η προσωπική επαφή του με όλον αυτόν τον κόσμο, την οποία έχτισε σταδιακά, φώτισε ακόμη περισσότερο το εγχείρημά του ώστε να επιτύχει ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα. Στη σαφέστατη ανάπτυξη της μεθοδολογίας της έρευνάς του προεξαγγέλλει τρεις κύριες κατηγορίες θανάτων και κάποιες υποκατηγορίες ή επικαλύψεις.Αναφέρεται σε τεκμηριωμένες περιπτώσεις δολοφονιών ή λοιπών θανάτων με εμπλοκή στο καθεστώς, σε περιπτώσεις ενδεχόμενης εμπλοκής στο καθεστώς…και σε θανάτους στην εξορία ή τη φυλακή ή συνεπεία των κακουχιών σε αυτές. Εισαγωγικά τεκμηριώνεται επίσης η επιλογή της απουσίας τελεσίδικων συμπερασμάτων προς αποφυγή διατύπωσης προσωπικής κριτικής αποτίμησης από τον συγγραφέα, δημιουργώντας έτσι την αναγκαία απόσταση για την εξασφάλιση αντικειμενικότερης προσέγγισης του θέματος. Η ανάγνωση του βιβλίου επιβεβαιώνει την πραγμάτωση των ιδρυτικών στόχων του εγχειρήματος με κεντρική επιδίωξη τη διάσωση όλων αυτών των μαρτυριών που κόμισε η έρευνα, ένα κόρπους πολύ σημαντικό για τον ιστορικό του μέλλοντος αφενός- με την υπόθεση ερευνητικώς ανοικτή-και με την υπενθύμιση όσων τραγικών συμβάντων αφαίρεσαν ή σημάδεψαν ζωές αφετέρου. Με την έρευνα επικεντρωμένη στα θύματα και όχι στους θύτες ο συγγραφέας επιτυγχάνει να ευαισθητοποιήσει τον αναγνώστη και να τον κάνει να αισθανθεί σαν δικούς του ανθρώπους όλους αυτούς τους πανταχόθεν της Ελλάδας, και όχι μόνο, προερχομένους, από όλα τα κοινωνικά στρώματα, ανθρώπους καθημερινούς που θα μπορούσαν να ανήκουν στη δική του οικογένεια και να παρακολουθήσει την πορεία τους μέχρι την ανελέητη δολοφονία τους. Κάποιοι εξ αυτών έπεσαν αμέσως σε κάποιο δρόμο από σφαίρες που έριχναν τα τανκς που κατέκλυσαν την Αθήνα την 21η Απριλίου 1967, άλλοι στην ίδια κατηγορία την επόμενη της εξέγερσης του Πολυτεχνείου όπως η Αργυροπούλου-Μολογγούση Αικατερίνη που δέχθηκε σφαίρα στην πλάτη την επόμενη της σφαγής ενώ έπλενε στην αυλή του σπιτιού της κόρης της στους Αγίους Αναργύρους, για να πεθάνει αργότερα από το βλήμα που έμεινε μέσα της. Πάμπολλες οι στοχευμένες δολοφονίες σε στρατευμένους, φοιτητές, γνωστούς αγωνιστές του αντιδικτατορικού αγώνα και άλλους λιγότερο γνωστούς που τους θέρισαν για τις ιδέες και τη δράση τους.
Αυτό που πραγματικά σε καθηλώνει, όσα κι αν γνωρίζεις, όσα κι αν διάβασες, όσων αφηγήσεων κι αν υπήρξες αυτήκοος μάρτυρας είναι τα φρικτά βασανιστήρια που υπέστησαν όλοι εκείνοι που είχαν ορθώσει το ανάστημά τους στο δικτατορικό καθεστώς. Ο συγγραφέας αναφέρεται σε αυτά μέσω των καταθέσεων των οικείων τους και όσων είχαν ιδίαν αντίληψη για το τι συνέβαινε στα κολαστήρια της Ασφάλειας, στο ΕΑΤ-ΕΣΑ, σε άλλα στρατόπεδα που φυλάκιζαν αντιστασιακούς και φυσικά στα νησιά που “υποδέχονταν” τους εκτοπισμένους.
2
Με αξιοπρόσεκτο τρόπο ο συγγραφέας έχει οργανώσει και τιθασεύσει το τεράστιο υλικό που εμπεριέχει ο τόμος αξιοποιώντας την υπάρχουσα βιβλιογραφία και κατηγοριοποιώντας εύστοχα τις περιπτώσεις που ανιχνεύει η έρευνά του. Έτσι, παραθέτει σε ξεχωριστές ενότητες: τους νεκρούς των πρώτων ημερών, τους αναγνωρισμένους νεκρούς του αντιδικτατορικού αγώνα, τους αποσιωπημένους νεκρούς του βασιλικού αντιπραξικοπήματος, τα τεκμηριωμένα θύματα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου, τους θανάτους μετά το Πολυτεχνείο, τους ύποπτους θανάτους στην αστυνομία και στις ένοπλες δυνάμεις, τους ύποπτους θανάτους στρατιωτών, πολιτών, φοιτητών, κληρικών,
πολιτικών κρατουμένων, εξόριστων μετά τη δικτατορία. Δεν παραλείπονται περιπτώσεις εξαφανίσεων, λοιπές περιπτώσεις καθώς και οι λανθασμένες καταγραφές θανάτων.
Όλες οι προαναφερθείσες καταγραφές συνοδεύονται από ευρύτερα σημειώματα όπου κάθε φορά δίνεται το πλαίσιο, στην ουσία μια περιεκτική αναφορά στα κορυφαία γεγονότα της εποχής σχετικά με την έλευση του δικτατορικού καθεστώτος και το πολιτικό σκηνικό που επικρατούσε στη χώρα μας πριν από την κατάλυση της δημοκρατίας, το ρόλο των Αμερικανών και του παλατιού, τον αντιδικτατορικό αγώνα, την εξέγερση στης Νομικής και του Πολυτεχνείου. Επίσης παρατίθενται όσα επακολούθησαν μετά την κατάρρευση της δικτατορίας τον Ιούλιο του 1974, κατάρρευση απόλυτα συνδεδεμένη με το
πραξικόπημα κατά του Μακαρίου, την τουρκική εισβολή στο νησί και όσα θλιβερά επακολούθησαν, με το ζήτημα να παραμένει άλυτο μέχρι σήμερα. Επίσης, παρακολουθούμε το πολιτικό κλίμα που επικράτησε στην Ελλάδα την πρώτη ρευστή μεταδικτατορική περίοδο, όπου ο φόβος μιας νέας ανατροπής δεν είχε εκλείψει και το αίτημα για κάθαρση και δικαίωση…παρέμεινε δεύτερη προτεραιότητα…ή …αποτέλεσε πρόβλημα που έπρεπε να αποσιωπηθεί και να ξεχαστεί με διπλωματικό τρόπο. Ο συγγραφέας αναφερόμενος σε μια απρόθυμη μεταπολίτευση πλαισιώνει την άποψή του ότι το κράτος προχωρεί διστακτικά στη διερεύνηση δολοφονιών και ύποπτων θανάτων που διέπραξε το χουντικό καθεστώς, αξιοποιώντας μαρτυρίες από προσωπικές εμπειρίες έγκυρων μαρτύρων. Όπως αυτής του Γιατρού-Ερευνητή,επικεφαλής του Εθνικού Ινστιτούτου Καρκίνου των Η.Π.Α. Γιώργου Παυλάκη. Καθίσταται σαφές ότι ο Πρόεδρος ακύρωνε ως εκτός θέματος τις καταθέσεις φοιτητών μαρτύρων-όπως ο ίδιος τότε-, κλείνοντας έτσι πολλές υποθέσεις θυμάτων. Αναδεικνύεται επίσης το πως ιατροδικαστές και δικαιοσύνη υπηρέτησαν δουλικά το φασιστικό καθεστώς κατά τη διάρκεια της επταετίας, πράγμα που προκύπτει από πολλές μαρτυρίες συγγενών των θυμάτων.
Με την πεποίθηση ότι είναι σχεδόν αδύνατον στα πλαίσια ενός κριτικού σημειώματος να αποδώσει κανείς τις αρετές αυτού του έργου, ας σημειωθεί επιλογικά ότι ένα από τα πολλά δυνατά του σημεία είναι ότι ο
3
συγγραφέας επιτυγχάνει να καταγράψει τις ιστορίες των θυμάτων και τις τοποθετήσεις του με τρόπο που δεν εγείρει τον φανατισμό και τον διχασμό. Παρακολουθώντας αυτά τα πρόσωπα που κυριολεκτικά μαρτύρησαν, μέσα από τις φωτογραφίες τους και όσα συνοδεύουν ζωές που βίαια αφαιρέθηκαν, ο αναγνώστης κατανοεί και αισθάνεται βαθιά μέσα του ότι η προάσπιση της δημοκρατίας και του δικαίου είναι και δική του ευθύνη. Πολύτιμο το περιεχόμενο του έργου του Βεριώνη για τους νέους που δεν γνωρίζουν, αλλά και για όσους έζησαν τα γεγονότα και για τις γενιές που θα έρθουν. Γιατί σκοπός της ιστορίας, κατά τη ρήση του Θουκυδίδη, είναι να μένει αιώνιο κτήμα των ανθρώπων και όχι …έργο επίκαιρου διαγωνισμού για ένα πρόσκαιρο ακροατήριο.
Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη. δ.φ.