You are currently viewing  Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη: Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, εκδόσεις Βακχικόν

 Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη: Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, εκδόσεις Βακχικόν

              Η Βιβή Κοψιδά-Βρεττού, γνωστή για το εκπαιδευτικό, επιμορφωτικό και συγγραφικό της έργο, από το 2014 ως σήμερα έχει μια συνεπή και αξιόλογη  παρουσία στο χώρο της ποίησης. Η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα είναι η έκτη ποιητική της συλλογή. Από τις ίδιες εκδόσεις προηγήθηκαν οι συλλογές της «Χειραψίες μιας ασήμαντης μέρας» 2018, «Κεραίες βραχείας εκπομπής» και «Χρηματιστήριον εποχών»

  1. Με εξαιρετική οξυδέρκεια και ευαισθησία καταγράφει όχι απλώς τον κόσμο της αλλά ευρύτερα την πρόσληψη του κόσμου και των κλυδωνισμών του στο παρόν.

Ανθρωποκεντικός ο πυρήνας του ποιητικού της έργου, μέσα στο οποίο αναδεικνύεται με πάθος η ανάγκη του ποιητικού υποκειμένου να εστιάσει στα μεγάλα προβλήματα που απασχολούν τον σύγχρονο κόσμο. Ο πόλεμος, η βία, η αδίστακτη εκμετάλλευση των φτωχών από τους ισχυρούς, η προσφυγιά, ο ανθρώπινος πόνος, η υποκρισία και αναλγησία μιας δήθεν “καθώς πρέπει” εποχής, η επιφανειακή διάσταση της πραγματικότητας του “προηγμένου” κόσμου, η κρίση του πολιτικού συστήματος και η θλίψη μπροστά στα αδιέξοδα του παρόντος, η χαμένη αθωότητα και ανθρωπιά αποτελούν θέματα του καταγγελτικού της λόγου. Η αναζήτηση της ομορφιάς, η ελπίδα και το όνειρο ενός καλύτερου κόσμου, σταθερά παρόντα στην ποίησή της, ως αντίλογος στο ζόφο των καιρών.

 

Το μότο που μας εισάγει στην ανάγνωση της συλλογής, δυο γραμμές από το la ville του Paul Claudel « Τίποτα δεν εξηγείς, ποιητή,/ κι όμως με σένα όλα μπορούν να εξηγηθούν», αποδεικνύεται μια εξόχως εύγλωττη προσήμανση για ό,τι θα ακολουθήσει. Και πριν από όλα το προλογικό σημείωμα της ποιήτριας με τίτλο « Η τυραννία της αλαφροΐσκιωτης καρέκλας» και τον αμφίσημο υπότιτλο: « Προ-λογικά», με την εμβόλιμη παύλα να κατευθύνει, ενδεχομένως, σε μια αθέατη πηγή της γέννησης του ποιητικού λόγου. Μέσα από μια σειρά ερωτήσεων που προσεγγίζουν πολλαπλώς τη σημασία της λέξης “αλαφροΐσκιωτος”, θα την αποδώσει και στους ποιητές …γιατί αυτοί μιλούν με άλλα σχήματα, με αλληγορίες, με λέξεις κανονικές, που κρύβουν όμως άλλα, κρυφά νοήματα, κι εσύ πρέπει να τα μαντέψεις, να ξεκλειδώσεις τα εννοούμενα. Η ποιήτρια στην αναζήτησή της αυτή θα ανακαλέσει συνειρμικά τους επτανήσιους μεγάλους ποιητές Σολωμό και Σικελιανό. Η σολωμική επίκληση “αλαφροΐσκιωτε καλέ…”από τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» καθώς και ο Αλαφροΐσκιωτος, η πρώτη ποιητική συλλογή του  Άγγελου Σικελιανού, του Λευκαδίτη ποιητή και συντοπίτη της, είναι συνειρμοί που δεν τροφοδοτούν απλώς το ατομικό ψυχικό πεδίο. Το ποιητικό βίωμα υπάρχει στη συλλογική ψυχή και η ποιήτρια γνωρίζει πως στο νησί τους εκτός από τις θάλασσες και τους παλαιούς μύθους που τους περιβάλλουν, οι άνθρωποι αφουγκράζονται τις βαθιές φωνές των ποιητών τους  και ότι …χωρίς τον ίσκιο των ποιητών μας δεν θα είχαμε ποιήματα. Έτσι γεννιέται και ο δικός της ποιητικός λόγος, αποτέλεσμα μιας άνισης, ανελέητης πάλης με τις λέξεις και το νόημα, αγώνας με διαρκείς δοκιμές,  αποτυχίες, πόνους και χαρές αφότου εκείνη η αλαφροΐσκιωτη καρέκλα απρόοπτα εγκαταστάθηκε στο χώρο της εγκαινιάζοντας την απαρχή του αγώνα της γραφής και της αγωνιώδους μοναχικής της πορείας της σε ολονύχτιες βασανιστικές διαδρομές, ώσπου το έργο να δει το φως. Όπως εξαγγέλλεται και στον πρόλογο το έργο αναπτύσσεται σε τρία επεισόδια.

 

Πρόκειται για … ένα  ποίημα σε τρεις εικόνες καμωμένο με  βασικά υλικά από τη φιλολογία, παράξενο ποίημα… Πράγματι, παράξενο και διαφορετικό το έργο αυτό της Βιβής Κοψιδά. Εξελίσσεται σε τρεις φάσεις. Δεκατρία κείμενα εμπεριέχονται στην πρώτη ενότητα με τίτλο:«Α’ Φάση: Η μετάλλαξη». Μετάλλαξη του κόσμου; Μια ριζική αλλαγή της μορφής και της σύστασής του; Μετάλλαξη του ανθρώπινου όντος; της θέασης του; Μήπως και όλα αυτά μαζί στο διάλογο που ανοίγει το ποιητικό υποκείμενο με τον εαυτό του και τον κόσμο; Πολλά ερωτήματα, όπως η ίδια προεξαγγέλλει στον πρόλογο και περισσότερα προκύπτουν  μετά το πέρας της ανάγνωσης. Ωστόσο, αξίζει να επισημανθεί ότι  κάθε κείμενο εκπέμπει μηνύματα, που όσο κι αν κάποιες φορές  δεν φαίνονται τόσο ευανάγνωστα, αποτυπώνουν σαφώς την εικόνα του σύγχρονου κόσμου, που μάλιστα εκπορεύτηκε από σπουδαίες πνευματικές οντότητες που μίλησαν προφητικά για ό,τι θα ακολουθούσε.Κι ο ποιητής; Θεάται το ψηφιακό παρόν, το “θαύμα” της προόδου την …εποχή του αστείου…της ανοησίας…της αφέλειας. Την Εποχή των εκπτώσεων.Το εμπόριο ορίζει τα πάντα και οι άνθρωποι ορέγονται την εξουσία. Η Αθηνά πέθανε, το άχρηστο βασιλεύει, η σοβαρότητα και ο μόχθος για τη γνώση υποτιμημένες επιδιώξεις. Κυρίαρχοι οι θορυβοποιοί …Ευκαιριακοί, εποχικοί…μιας χρήσης και απολύτως ανακυκλώσιμοι. Σε τούτη τη δυστοπική πραγματικότητα ανακαλούνται εκείνες οι μορφές που προηγήθηκαν, διείδαν την επερχόμενη σύγχυση: Jose Ortega Y Gasset, Νίκος Σβορώνος, Τζον Κένεθ Γκαλμπρέιθ και εκείνος που είχε δει να άρχεται η εποχή της μεγάλης γελοιότητος…αλλά και τραγικότητας και παραλογισμού, όπως την αποτύπωσε ο Ιονέσκο στις άδειες Καρέκλες του ή σε εκείνο το παράξενο τέρας που μεγάλωνε και κατέκλυζε την πόλη που οι δρόμοι της γέμισαν παράξενα, πλαδαρά, γλίσχρα κήτη. Υποθηκευμένη η Σκέψη και η Τέχνη. Ο άνθρωπος δυσεύρετος, μέτρο των πάντων-το χείριστο! Με έναν λόγο αιχμηρό, αγωνιώδη το ποίημα θα καταγράψει όσα ορίζουν το σήμερα. Ιλιγγιώδης η ταχύτητα των ανατροπών. Η παροπαγάνδα εδώ, η επικοινωνία απούσα, η κοινωνική αρρώστια εδώ, η δημοκρατία λόγος κενός. …Στην Ιστορία γράφεται καινούρια σελίδα…μια μάζα γεννιέται, ανάκατα υλικά που δύσκολα πια μπορείς να τα ξεχωρίσεις.Μωρία, ομοιομορφία, πάθος για προβολή. Αγώνας για να γίνουν οι άνθρωποι γεγονός…

 

Ο Περσέας πέθανε.Ποιος θα σκοτώσει τα κήτη; Ελεύθερα,

αποθρασυμένα πια αλωνίζουν  στις λεωφόρους,στα στέκια, στις αγορές

στα μέσα.Ποζάρουν, υπογράφουν, συνεντευξιάζονται, πουλάνε και (δεν)

αγοράζουν…

Και …χαίρουν ορώντες πληθυνομένην δόξαν…

Το πρώτο μέρος κλείνει αφήνοντας τον αναγνώστη στη μνεία της μουσικής του κλασικού Ιταλού συνθέτη Λουίτζι Μποκερίνι,  σαν να το συνόδευε σιγανά ένα  κουιντέτο εγχόρδων  παίζοντας το  Il tamburo dei soldati με τον ήχο να  δυναμώνει μέχρι να σβήσει.

Ακολουθεί η επόμενη ενότητα με τίτλο:«Β’ Φάση: Εσύ και το φεγγάρι και οι νύχτες»

(δεκαοκτώ μέρη). Εδώ το ποιητικό υποκείμενο επιστρέφει στον προσωπικό του χώρο και εστιάζει στο ατομικό πεδίο. Είναι η ώρα του, καθώς Η μέρα έκλεισε τα ματόφυλλα. Σφάλισε την πόρτα, κλείδωσε τις κάμαρες./Άφησε το τελευταίο νιαούρισμα της αδέσποτης γάτας πάνω στο σωρό των σκουπιδιών…Αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο: Τραβάω την κουρτίνα τώρα, να τρυπώσει μονάχα το φεγγάρι. Οι εικόνες της κοιμωμένης πόλης. Η ράθυμη σιωπή του δρόμου για να ορίσει τη θέση του καθώς η ώρα της γραφής έφθασε και στο δωμάτιο φωτίζεται μόνο το τραπέζι και η καρέκλα …όχι σπάνια ηλεκτρική/όχι σπάνια Αλαφροΐσκιωτη/πολύ συχνά μελαγχολική.Η καρέκλα είναι “πρόσωπο” και προσωπείο. Ταυτίζεται με τη διάθεση και τους εσωτερικούς κραδασμούς του ποιητή, το ίδιο και ο υπολογιστής, εργαλείο της γραφής. Αντιστοιχίες επιθέτων συνδέουν τη θέση του ποιητή με το εργαλείο της γραφής: ηλεκτρική-ηλεκτροφόρος, μελαγχολικός, οργισμένος, εξεγερμένος, πάντοτε αγχώδης, ταπεινός.Και εκεί στη νυχτερινή του μόνωση …τα πλήκτρα ξαγρυπνούν…υπακούνε…βουλιάζουν…ξανασηκώνουν κεφάλι, και πάλι υπάκουα βυθίζονται. Στις “ένοπλες” διαταγές των λέξεων.Οι παλμοί του μηχανήματος αντιγράφουν τους παλμούς του αίματος σε φλέβες και αρτηρίες.Ο εσωτερικός κόσμος του δημιουργού ερμητικά σφαλισμένος. Καμιά έξωθεν παραβίαση. Έτσι Ξημερώνει και πάλι η ροδοδάχτυλη αυγή… Και πάλι νύχτα. Και έπειτα με απεύθυνση σε δεύτερο ενικό – συνομιλία με τον εαυτό- και πίσω από τη βιωμένη πραγματικότητα ένας καθρέφτης όπου εγγράφονται οι νυχτερινές “διαδρομές ”, η εσωτερική περιπέτεια του δημιουργού, η περιδιάβασή του στον κόσμο:

«Χτενίζεις όλη τη γη κάθε νύχτα.Γυρίζεις αλλόφρων σε θάλασσες και στεριές, σε ωκεανούς και λεωφόρους…σε ταβέρνες,σε  ξενυχτάδικα χωρίς να γλεντάς…σε λερωμένα πεζοδρόμια…αφουγκράζεσαι το βογκητό του γήινου Εσταυρωμένου…πας να διαλύσεις το σκοτάδι, να διαβάσεις παλιές γραφές σε οστεοφυλάκια, να καταλάβεις, να προβλέψεις, να σώσεις.

Ύστερα έρχεται η διάψευση των μεγάλων προσδοκιών, εκείνων που ο δημιουργός επώαζε στα χρόνια της αθωότητας. Και πάλι ανακαλούνται ρήσεις από το απόθεμα του πνευματικού πλούτου, κληρονομιά προγονική, που τον θέτουν μπροστά στον αγώνα για αυτοσυνειδησία και αυτεπίγνωση, που θα του επιτρέψει να προχωρήσει, να αναζητήσει τον άνθρωπο, να αναγνωρίσει τον μικρόκοσμο που τον περιβάλλει, να θεολογήσει τα μικρά, τα καθημερινά, να αγωνιστεί ενάντια στη βρωμιά του κόσμου, κοπιώδης αγώνας και ατελέσφορος. Κι έπειτα στην καινούρια μέρα που ξημερώνει θα καλέσει γενικό προσκλητήριο να παραδώσει τους καρπούς του έργου του. Κι αν αν παραμένουν χρόνια ανεπίδοτοι …ξέρει…μπορεί να περιμένει ακόμα κι αν δεν έρθουν όσο ζει. Και εξακολουθεί να τους καλεί…να νιώσουν τη στιγμή, να δουν τον κόσμο να ξεμυτίζει  απ’ το Χάος, να γίνεται άνεμος, να γίνεται κήπος, να γίνεται ποτάμι και βουνό και πολιτεία και να ξοδεύεται η ζωή, να ερωτεύεται,να παθιάζεται,/ν’ ανεβοκατεβαίνει σκαλιά, να γκρεμίζεται, να σηκώνεται, να παραληρεί,/να υποφέρει, να φθονεί, να θυμώνει, ν’ αγαπά, να σκοτώνει, ν’ ανασταίνει…

Ο ποιητής στην αναζήτηση της αλήθειας του και της αλήθειας της ανθρωπότητας, δυσθεώρητης από τους ανθρώπους. Ας είναι. Επιστρέφει και πάλι στην καρέκλα του, χαρά, ευτυχία, γέλιο και δάκρυ του…και στο αγγνοφέγγισμα της αυγής, η σκηνή κλείνει, καθώς …Σβήνει απαλά το Notturno του Μποροντίν.

Η « Γ΄Φάση (τελική): Οι Εγγυητές και ο Ερχόμενος», είναι η τρίτη και τελευταία ενότητα του βιβλίου (δεκαεπτά μέρη).Στο τελευταίο μέρος του βιβλίου δεν επεκτείνεται απλώς ακόμη περισσότερο και σε μεγαλύτερο βάθος η δοκιμασία του Ποιητή αλλά και εντάσσεται μέσα στον παραλογισμό του κόσμου που τον περιβάλλει, τον εξαντλεί, τον αποθεώνει άλλοτε ή άκριτα τον εξοντώνει, τον εξαφανίζει σαν να μην υπήρξε ποτέ. Ποιος είναι ο Ερχόμενος και ποιοι οι εγγυητές; Πώς στήνεται αυτό το παιγνίδι; Το “παράλογο” των διερωτήσεων του ποιητικού υποκειμένου, του παγιδευμένου δημιουργού στο υφάδι των συντεχνιών, σταδιακά αποκαλύπτει την τραγικότητα της ύπαρξής του. Στη συνέχεια η κουρτίνα της σκηνής ανοίγει και παρελαύνουν τα ονόματα μεγάλων συγγραφέων, ποιητών, φιλοσόφων, επιστημόνων  και έπειτα οι ήρωες μυθιστορημάτων και ποιημάτων από τη Μήδεια ως την Φραγκογιαννού, από τον Σάυλωκ ως την Κλαρίσα Ντάλογουέι και την Λωξάντρα. Πρόσωπα και μορφές εγκιβωτισμένα στη συνείδηση του δημιουργού.Και όσα παρατίθενται δεν είναι παρά ένα χαρακτηριστικό δείγμα του τεράστιου, ανυπολόγιστης αξίας πνευματικού κεφαλαίου που προηγήθηκε, θεμέλιο οικοδόμημα κάθε νέας πνευματικής δημιουργίας, σπουδαίας μάλιστα όταν ο εκάστοτε “ερχόμενος” δεν είναι δοτός και κάθεται επάξια στην αλαφροΐσκιωτη καρέκλα, όχι για τη θέση και τον έπαινο αλλά δουλεύοντας άοκνα για την έλευση του καινούριου και της αλήθειας. Κι όσο κι αν τα πάντα τον αντιμάχονται …Δεν γίνεται φάντασμα ο Ποιητής. Δεν ξεγελιέται η αλήθεια.Δεν καίγεται με πρόσκαιρα πυροτεχνήματα του νου.Με ευφάνταστα παιχνίδια του./ Δεν είναι αήττητη η μωρία…όσο κι αν βοά.

 

Η ποιήτρια παρέδωσε ένα βιβλίο που διαρκώς καλεί τον αναγνώστη σε μια νέα ανάγνωση και κάθε φορά έχει να αντλήσει τη χαρά νέων ανακαλύψεων.Με τη βεβαιότητα ότι λίγα από τα πολλά του περιεχομένου του εμπεριέχονται στη δική μας ανάγνωση, ας αφήσουμε την ολοένα εντεινόμενη μουσική Arcagello Corelli: Concerti Grossi, Op. 6., να κλείσει την αυλαία του τρίτου μέρους. Το ταξίδι της ανάγνωσης συνεχίζεται.

 

 

 

 

 

 

    Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, δ.φ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.