You are currently viewing Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη:Κώστας Μπαρμπάτσης, Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες, ΚΕΔΡΟΣ, 2022, 2η έκδοση

Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη:Κώστας Μπαρμπάτσης, Λυκοχαβιά και άλλες ιστορίες, ΚΕΔΡΟΣ, 2022, 2η έκδοση

Μια πραγματικά πολύ δυνατή πρώτη εμφάνιση στην πεζογραφία μας πραγματοποιεί ο συγγραφέας Κώστας Μπαρμπάτσης  με τη  Λυκοχαβιά, συλλογή διηγημάτων, των οποίων οι ιστορίες εκτυλίσσονται στον τόπο καταγωγής του συγγραφέα, στο Αγρίνιο, και στην Ήπειρο κατά τη μακρά περίοδο του πολέμου, της Κατοχής, του Εμφυλίου και της ρημαγμένης μετεμφυλιακής περιόδου.Το παρόν σημείωμα έρχεται ως οφειλή  προς ένα εξαιρετικό, κατά τη γνώμη μου, κείμενο, έστω και με μια καθυστέρηση από την έκδοσή του. Κίνητρο όχι απλώς η ποιότητα της γραφής, η προσωπική φωνή του συγγραφέα, αλλά μαζί με αυτό και η τιμή στις μνήμες που διασώζονται μέσα από τα διηγήματά του. Αρχικά ο αναγνώστης γοητεύεται από την προφορικότητα του κειμένου, δοσμένη στο Ηπειρώτικο ή και Ξηρομερήτικο ιδίωμα, αληθινά απολαυστική, όχι μόνο επειδή διασώζει όλον αυτόν τον γλωσσικό πλούτο που ενισχύει την αυθεντικότητα της αφήγησης και τον εξομολογητικό λόγο των χαρακτήρων, αλλά και γιατί μας φέρνει στο νου αντίστοιχες επιλογές έκφρασης ιδιωμάτων σύγχρονων μυθιστοριογράφων, αν θυμηθούμε τον Θανάση Βαλτινό, τον Σωτήρη Δημητρίου, τον Δημοσθένη Παπαμάρκο και άλλους σημαντικούς πεζογράφους που λάμπουν με το έργο τους στο λογοτεχνικό μας στερέωμα.

 

Έξι ιστορίες μαζί με τη «Λυκοχαβιά», που τιτλοφορεί το βιβλίο, εμπεριέχονται στις 183 σελίδες του, σελίδες που μας φέρνουν κοντά ζωές που πέρασαν μα παραμένουν εδώ τα ίχνη  και οι ανάσες τους. Διόλου τυχαίο το μότο του βιβλίου, Οι πεθαμένοι είναι αναστημένοι,/δεν ξέρω αν ζούνε μαζί μ’ εμάς,/πάντως εμείς ζούμε μαζί μ’ αυτούς, που αποδίδεται στον Θανάση Μπαρμπάτση, υποθέτουμε, από την αφιέρωση, πατέρα του συγγραφέα. Στην πρώτη ιστορία με τον τίτλο «Θα φύγω, ξάδερφε», η πρωτοπρόσωπη αφήγηση αποτεινόμενη σε έναν βουβό ακροατή, αυτός είναι ο ξάδερφος-δέκτης του αφηγούμενου υποκειμένου, καταγράφει την παρούσα ζωή του αφηγητή- ξενητεμένου σε μια διαρκή εναλλαγή με τη ζωή στην πατρίδα. Ζει ξένος στον ξένο τόπο, ονειρεύεται και αναθυμάται τη ζωή του στο χωριό. Αφετηρία της αφήγησης ένα όνειρο …το ίδιο όνειρο που έρχεται και ματάρχεται και βλέπει το κοπάδι με τα γίδια του, γύρω από το οποίο διαπλέκεται μια ακόμη ιστορία αποχωρισμού, εξισου τραυματική με εκείνη του ξενητεμού του. Η ζωή στον ξένο τόπο αφόρητη. Κλείνεται μέσα σε μια τακτικά επαναλαμβανόμενη φράση: «…δεν μπορώ άλλο, θα φύγω, θα πάω πίσω….θα φύγω, ξάδερφε». Τι ορίζει το αφόρητο της νέας ζωής;  Το εργοστάσιο-κάτεργο, η φασαρία, ο δερβέναγας επιστάτης- ούτε να μιλήσεις με τον διπλανό σου– η άγνοια της γλώσσας, ο εργάτης ένας αριθμός. -Συνειρμικά έρχεται στο νου του αναγνώστη Το διπλό βιβλίο του Δημήτρη Χατζή που

έδωσε εικόνες από τη ζωή του “γκασταρμπάιντερ”. Στον αντίποδα αυτής της ατμόσφαιρας έρχονται οι εικόνες από τον λόγγο που γέννησε τον αφηγητή, που  από δεκάχρονο αγόρι έγινε ο πρώτος τσοπάνος. Είναι εντυπωσιακός ο τρόπος που αποδίδεται η εγγύτητα του με το κοπάδι του, η αγάπη του για τα ζωντανά του.

Τα ξέρει με τ’ όνομά τους, τα φροντίζει και τα προστατεύει με συντροφιά τα σκυλιά του και γλυκαίνει τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς και κάποτε μιας αδιόρατης θλίψης “…με τα σκαλίσματα και κανένα τραγουδάκι”. Η νοσταλγία του πονάει αλλά είναι και παραμυθητική. Ο ξεριζωμός του από την ιδιαίτερη πατρίδα του γίνεται ακόμη πιο οδυνηρός,  όταν θυμάται πως ο πατέρας πούλησε το κοπάδι και στο φευγιό του άκουγε από το αυτοκίνητο του εμπόρου τα βελάσματά τους, όταν έγινε αισθητή η παρουσία του από το λεωφορείο, που μπήκε ξεκινώντας το ταξίδι του. Εκείνα τα “…ρεκάσματα… δε μοιάζανε με ζωντανών. Με φωνές μοιάζανε. Με φωνές  ανθρώπων, που μου τρύπααν τα μηλίγγια ως τον πάτο”. Στη συνέχεια θα επανέλθει στον παρόντα χρόνο για να επιστρέψει και πάλι στην προετοιμασία της αναχώρησης μέσα στην άφατη θλίψη του, στην αμηχανία και την πίκρα των γονιών και την προσπάθεια να την αποκρύψουν με το ήθος των παλιών ανθρώπων αυτής της άλλης Ελλάδας, της Ελλάδας της ανέχειας, με το μοναδικό σακάκι για τον μισεμό, αλλά και της αξιοπρέπειας. Συγκλονιστικός ο αποχωρισμός: αμίλητος ο πατέρας, λιτά εγκιβωτίζεται η ιστορία του με αφετηρία την αντάμωση με τη μάνα κάπου εκεί στην Ήπειρο, όταν έκανε το φανταρικό του και η δική της ιστορία και της οικογένειάς της, κατά τον ξεριζωμό τους από την Κωνσταντινούπολη με τη συμφορά του ΄22, και εκείνη του αδελφού της, παπά και δάσκαλου, που πλήρωσε το τίμημα των ανθρωπιστικών του ιδεών μέσα στον εμφύλιο. Κι η μάνα με το χάδι, το θυμιατό και τα φυλαχτά για το δρόμο του να ξεπροβοδίζει τον “βασιλιά της καρδιάς της”, κατά τον στίχο του Γκάτσου. Ο Μπαρμπάτσης θα δημιουργήσει μια εξαιρετική τεχνική αφήγησης με  τις συχνές αναδρομές που πλαισιώνουν αριστοτεχνικά το παρόν και εναρμονίζονται με την ατμόσφαιρα του κειμένου με τρόπους ώστε το παρατιθέμενο πληροφοριακό υλικό να θεμελειώνει και να δίνει ακόμη μεγαλύτερο βάθος στους χαρακτήρες και τις ιστορίες του. Ο αφηγητής θα κλείσει την ιστορία  δίνοντας υπόσταση στον ακροατή-εξάδελφό του αποτεινόμενος προς αυτόν με το όνομά του: Είναι ο Νάσος, που βουβός θα ακούσει τα τελευταία νέα του χωριού τους: Ένας άκόμη πόνος θα προστεθεί στην ψυχή του αφηγητή.Τα σκυλιά του, βιώνοντας τον αποχωρισμό τους από το κοπάδι και τον ίδιο, με πόνο βαθύτερο κια απ’ τον ανθρώπινο, θα χαθούν ως τη στιγμή που θα τα βρούν, τη μάνα και κουτάβι της, ψόφια κάτω απ’ τις αμυγδαλιές! Και τότε ο αφηγητής θα ζητήσει από τον Νάσο να …πιάσει ΄κείνο το παραπονιάρικο τραγούδι…μπας και αγαλλιάσουνε μια στάλα: Από μικρός ορφάνεψα/ στα έρημα τα ξένα, αμάν, δεν τα χα μαθημένα/… κι η μάνα που με γέννησε κλαίει κι αναστενάζει, αμάν, παιδάκι μου φωνάζει/… έλα βαρκούλα, πάρε με…σύρε σεριάνησέ με/ και τι θα γίνω τώρα, αμάν, ξένος σε ξένη χώρα.

 

                  Στο δεύτερο διήγημα με τον τίτλο «Πεσκέσι» η εγκυμονούσα Σεβαστή βυθισμένη στον πόνο της αναχώρησης του αγαπημένου της, μένει κλειδωμένη στην κάμαρά της με εντολή του πατέρα της του κυρ-Απόστολου, μεγαλέμπορα με σπίτι δίπατο και δικό του μαγαζί, καθώς πρέπει να κρατηθεί μυστική η εγκυμοσύνη με σκοπό να δοθεί το παιδί και να αποφευχθεί το ρεζιλίκι της οικογένειας.

                                               

      Μικρός ο τόπος, τα σχόλια δεν λείπουν, η μάνα συμπαρίσταται με την ψυχή της μα η Σεβαστή πενθεί και ανακαλεί τη γνωριμία της με τον Ζαχαρία, τον παράφορο έρωτά τους και τα θλιβερά επακόλουθα: τη σκαιότατη αποπομπή του από τον πατέρα της, όταν τόλμησε να την ζητήσει σε γάμο,… το θρασίμι… ο γιος του Οβραίου,.. που δεύτερο βρακί δεν είχε να βάλει… που …  νόμισε ότι πήγε στα πανεπιστήμια και κάτι τρέχει στα γύφτικα. Στα Γιάννενα διαδραματίζεται η ιστορία, στον καιρό της κατοχής, και η προκοπή του μεγαλεμπόρου ευεξήγητη: …ταιριασμένα τα’ χε  και με το γκουβέρνο και με τους Γερμανούς…ζήτω κι όποιος βγει το πάγαινε και γι’ αυτό και πρόκοψε. Είναι πολύ ενδιαφέρων ο τόπος που ο Μπαρμπάτσης διαπλέκει την κάθε ιστορία του με φόντο τη μεγάλη εικόνα της εποχής και τα φοβερά γεγονότα που ποικιλότροπα σημάδεψαν τη χώρα και τους ανθρώπους της. Χωρίς μεγαλοστομίες ,με λιτό και συνοπτικό τρόπο αναφέρεται στα μεγάλα ζητήματα, με ένα υπαινικτικό ύφος, πολλές φορές. Έτσι, ο αναγνώστης δεν μπορεί παρά να ανακαλέσει στο νου την πικρή ιστορία των Εβραίων στα Γιάννενα, η οποία σε λίγο, στην πορεία της αφήγησης θα εκτυλιχθεί δημιουργώντας ταυτόχρονα το υπόβαθρο για τη δραπέτευση του Ζαχαρία από το γερμανικό καμιόνι και τη συνέχιση της πορείας του. Μια απρόσμενη εξέλιξη ακολούθως θα οδηγήσει στο δραματικό τέλος. Ζητήματα όπως η καταλυτική δύναμη του χρήματος, η υποβαθμισμένη θέση της γυναίκας, η σκληρότητα και η παντοκρατορία του αρσενικού είναι θέματα που συνειρμικά μας φέρνουν στο νου έργα του Ξενόπουλου και του Θεοτόκη, ενώ με το συγκλονιστικό τέλος, η σπαρακτική επίκληση της Σεβαστής στη μάνα «Πες του, μάνα. Πες του να πά’ να μου τον φέρει», υπονοώντας να ζητήσει από τον πατέρα της να φέρει πίσω τον αγαπημένο της, σφραγίζεται από το λόγο του πατέρα: «Στον έφερα», της είπε. «Πεσκέσι», καθώς εκείνη αγκαλιάζει το ματωμένο σώμα του, σφαγμένο από τα χέρια του ίδιου της του πατέρα. Η αμφισβήτηση της πατρικής εξουσίας εδώ, όπως και στην Ερωφίλη του Χορτάτση, όπου ο Φιλόγονος, βασιλιάς  και πατέρας της την τιμωρεί για την ανυπακοή της σφάζοντας τον αγαπημένο της  Πανάρετο και φέρνοντάς της σε κάνιστρο το κεφάλι του, οδηγεί στην αποτρόπαιη πράξη, πράξη άφατης σκληρότητας μέσα από την οποία δίνεται η λύση στο διήγημα με τον τρόπο της τραγωδίας.

Είναι αλήθεια ότι το τραγικό στοιχείο υπάρχει έντονα στις ιστορίες του Μπαρμπάτση, υποκινούμενο από τις τραχειές καταστάσεις της ανθρώπινης ζωής που πραγματεύεται. Συχνά υπάρχουν και ανατροπές, όπως στη «Λυκοχαβιά», όπου ο αναγνώστης παρακολουθεί την παράδοξη συνύπαρξη του μικρού Τσίλια με τον Ζάρκο, το λυκάκι που ο μικρός, παρά τις αντιρρήσεις του προστάτη του, του μπαρμπα- Νικολού, εννοεί να κρατάει κοντά του στο μαντρί, από τότε που το βρήκε στη λυκότρυπα, Δεκέμβρη του ’45. Σταδιακά θα εξελιχθεί με αναδρομική αφήγηση η δραματική ιστορία του μικρού, που παραμένει με χαμένη τη λαλιά του από το’43, όταν ο Νικολός το περιμάζεψε μετά το την απώλεια των γονιών του,  θυμάτων εκείνων των φοβερών ημερών της Ναζιστικής βίας.  Πέρα από τη ζωή του παιδιού, εγκαταλελειμμένου στην ουσία στο μαντρί και τις ερημιές, στην αφήγηση θα αναδυθούν προκαταλήψεις όπως η αντίληψη ότι όποιος κρατούσε το δέρμα γύρω από το στόμα ενός σκοτωμένου λύκου,( τη λυκοχαβιά),  λειτουργημένο στην εκκλησία επί σαράντα μέρες, είχε φυλαχτό, που αποδυνάμωνε πάραυτα κάθε κακό, δίνοντας ευνοϊκή λύση κυρίως σε δικαστικές υποθέσεις. Πάνω σ’ αυτή τη λαϊκή πίστη θα πλεχθεί η ιστορία και η ¨διαπραγμάτευση” του Νικολού με έναν άθλιο τύπο, τον Γάκια, ο οποίος απαιτεί να σκοτώσουν τον Ζάρκο για να πάρει τη λυκοχαβιά. Απρόσμενο το τέλος όταν το παιδί ξαναβρίσκοντας τη μιλιά του αναπαράγει με τις ίδιες ακριβώς λέξεις τη φωνή του χαμένου πατέρα, σε μια παράλληλη σκηνή απόγνωσης και πόνου με εκείνη που παίχτηκε πριν λίγα χρόνια  μπροστά στα μάτια του από τη θηριωδία των Γερμανών, τέλεια για την ευρηματικότητα στις αναλογίες της.

Μια φράση-κλειδί της επόμενης ιστορίας της δίνει τον τίτλο «Στον τόπο του», φράση που κλείνει την ιστορία. Και ότι έθεσε ως σκοπό ζωής ο λοχαγός ο Λευτέρης γυρίζοντας από την πόλεμο της Αλβανίας  κατά την υποχώρηση – ευχή και κατάρα του πατέρα του- να φέρει πίσω στον τόπο τους τους φαντάρους του, θα το πραγματοποιήσει. Με αυτόν τον ένα φαντάρο που του απόμεινε θα επιστρέψει. Ο αναγνώστης παρακολουθεί αυτή την κοπιαστική επιστροφή λοχαγού και στρατιώτη. Και εδώ παρελθόν και παρόν εναλλάσσονται αρμονικά. Σ’ αυτό το οδοιπορικό θα αποτυπωθούν οι χαρακτήρες και θα σχολιαστούν καταστάσεις όπως η τυπολατρεία, οι επιπόλαιες αντιλήψεις του πατέρα, η δωροδοκία, η αναξιοκρατία ακόμα και στο στρατό, η ψευτοποπαληκαριά και η απανθρωπιά αλλά και από την άλλη η αδυναμία του λοχαγού, ενός έντιμου ανθρώπου να αντέξει την την αθλιότητα και τον κυνισμό του φαντάρου που σκορπάει τον θάνατο γύρω του. Το τέλος αποκαλυπτικό θα φέρει την κάθαρση απαντώντας στη συντελεσθείσα ύβρη.

Στο φόντο η ελληνική ιστορία και στο διήγημα «Ας λάμπει ο ήλιος».

Και εδώ …το λυκοτόμαρο, ο παλιο-Γάκιας…αυτός ο Γιούδας, ταγματασφαλίτης εκείνο τον καιρό θα συλλάβει τον Κωσταντή. Φριχτά θα τον βασανίσουν και η Γεωργία που τον έχει στην καρδιά της, από τη στιγμή που θα ανακαλύψει ότι ζει, χρόνια μετά  και για πάντα, θα ζει έναν μαραθώνιο περιμένοντας να τον ανταμώνει, εδώ στην Αθήνα πια, εκεί στα ΚΤΕΛ του Κηφισού -είναι εκείνος ή δεν είναι;- Εκείνη πιστεύει ότι είναι κι ας μην της μιλά και έχει τάξει να τον περιμένει. Κι αν άλλη είναι η αλήθεια δεν έχει σημασία. Ας λάμπει ο ήλιος, κι ας λάμπει στα βουνά! Ακόμη και στην τελευταία ιστορία με  τον τίτλο «Ζωντανό σκιάχτρο» με κέντρο της αφήγησης τον Γιάννη που τον φωνάζουν Λώλο, μια άκακη ψυχή, που λευτέρωνε τα πουλιά από τις ξόβεργες, περίγελος στη μικρή κοινωνία του χωριού που δεν αντέχει το διαφορετικό. Μονάχος από παιδί, μονάχος πάντα, φευγάτος ο πατέρας που μεθυσμένος τον κακοποιούσε, μια δυστυχία χωρίς τέλος για τον Γιάννη που πάντα γελούσε εν πλήρει συγχύσει αθώος που λέει κι ο ποιητής.  Μετά από ένα τυχαίο γεγονός, ο Γιάννης θα μαρτυρήσει στα χέρια Γερμανών στρατιωτών και θα βρει φρικτό θάνατο κρεμασμένος- ζωντανό σκιάχτρο- στα καλαμποχώραφα του κάμπου.

Αν επιλέξαμε να αναφερθούμε στο σώμα των ιστοριών του συγγραφέα και όχι απλώς στα γενικά χαρακτηριστικά της γραφής του, είναι γιατί το “τι” του έργου του αναμφίβολα είναι αριστοτεχνικά δεμένο με το “πως”. Οι ιστορίες του παραπέμπουν στο παραμύθι ή καλύτερα στις αφηγήσεις των νυχτεριών στις μικρές κοινωνίες των ελληνικών χωριών, όπου οι αφηγητές τους, απλοί άνθρωποι που έζησαν ή άκουσαν από εξιστορήσεις άλλων, μετέφεραν με τον δικό τους λόγο μνήμες και γεγονότα που σημάδεψαν ζωές. Αυτά τα μνημικά ίχνη τραυμάτισαν το σώμα του λαού μας και ο συγγραφέας  πέτυχε να διασώσει και να διαπλάσει ανθρώπινες ιστορίες που συγκινούν, δοσμένες με μια αφηγηματική ανάσα τέτοια που επιτρέπει στον αναγνώστη να αισθανθεί την ατμόσφαιρα της εποχής και τις ψυχές των χαρακτήρων του. Φράσεις που έρχονται από το βάθος της ανθρώπινης καρδιάς όπως ….με πόναγε η ψυχή… έκλαιγα στα μουγκά… πάσχιζα να πνίξω το κλάμα… τ’ άφηκα να βγει και σπάραξα…σπάραξε στο κλάμα…η μάνα του σακί φαρμάκι ήτανε… με είχε θερίσει η θλίψη σε καίριες στιγμές της αφήγησης με δυο-τρεις λέξεις αποδίδουν το ψυχολογικό κλίμα των σκηνών και το βάθος των χαρακτήρων. Αναμφίβολα πρόκειται  για ένα εξαιρετικό βιβλίο!

 

 

 

Η Δήμητρα Μπεχλικούδη είναι  Διδάκτωρ Φιλολογίας

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.