You are currently viewing Δήμητρα Γ. Μπελικούδη: Μιχάλης Μανουσάκης, Τέχνη Νοημοσύνη-Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών,  Αίθουσα, Νίκος Κεσσανλής  9/1/25-15/02/25

Δήμητρα Γ. Μπελικούδη: Μιχάλης Μανουσάκης, Τέχνη Νοημοσύνη-Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών,  Αίθουσα, Νίκος Κεσσανλής 9/1/25-15/02/25

                       Όταν η ζωγραφική συνομιλεί με την ποίηση

 

Ο υπότιτλος αυτού του σημειώματος αποδίδει στην κυριολεξία της την απόλαυση της περιήγησής μας στην αναδρομική έκθεση του Μιχάλη Μανουσάκη. Ο σπουδαίος καλλιτέχνης και δάσκαλος της  ΑΣΚΤ, ομότιμος από το 2021, καταθέτει ένα έργο ζωής όπου και αποκαλύπτονται τα στάδια  της δημιουργικής του διαδρομής. Σ΄αυτή την αναδρομική πορεία του, ο Μιχάλης Μανουσάκης, όπως σημειώνει ο αρχιτέκτονας Δρ. Παναγιώτης Πάγκαλος, που είχε την εξαιρετική επιμέλεια της έκθεσης «…ξεκλειδώνει βιώματα, σχέσεις, νοσταλγίες, συγκρούσεις, πάθη, ανεκπλήρωτους πόθους και εκπληρωμένες επιθυμίες, ενότητες μιας ζωής απλωμένης σε έργα που αντανακλούν έναν χαρακτήρα αιρετικό, ένα πρόσωπο ερωτικό και απρόσμενο, έναν ποιητή που πολεμάει τον χρόνο με τη μνήμη, ένα χελιδόνι που αδιάκοπα και βασανιστικά επιστρέφει σε τόπους και στιγμές, σαν να μην λυτρώθηκε ποτέ». Στα εισαγωγικά σημειώματα του καταλόγου που συνοδεύει την έκθεση φιλοξενούνται απόψεις για τον καλλιτέχνη, τον δάσκαλο, τον άνθρωπο.   Απόψεις του επιμελητή της έκθεσης, συναδέλφων και ομοτέχνων του για να ακολουθήσει μια πολυσέλιδη “περιήγηση” στα έργα της έκθεσης και στα κείμενα του ζωγράφου που τα πλαισιώνουν.

Το έργο σε κερδίζει από την  αρχή ως το τέλος με την ποικιλία των εκφάνσεών του και σταδιακά σε εισάγει στον κόσμο του ζωγράφου και της τέχνης του. Η αφετηρία του στη ζωή, «η πλαθειά ρούγα» στη Σπλάντζια των Χανίων, ο μικρόκοσμος της οικογένειας, συνδεδεμένος φαντασιακά με την οικογένεια την απεικονισμένη στο Αναγνωστικό της πρώτης Δημοτικού και τα παιδικά μάτια να ονειρεύονται τα παιχνίδια του Μίμη, της Άννας και της Λόλας, όνειρο άπιαστο. Και εκείνο το γλυπτό (γύψος, μέταλλο και ξύλο) ένα αγόρι ζωγραφισμένο σε ένα έντονο μπλε που κρατάει το νήμα από ένα κουβάρι, μνήμη παιδική της γιαγιάς που έχρηζε βοηθούς τα παιδιά για το τύλιγμα του νήματος. Αυτό το μπλε που συνομιλεί με το εναπομείναν ζωηρό μπλε, στρώμα του ασβέστη παλιότερο  στον ξεφτισμένο τοίχο του μισορημαγμένου σπιτιού της κυρίας Γραμματικής, ετοιμόρροπου πια στην έγχρωμη φωτογραφία. Ο κόσμος των παιδικών χρόνων περνάει μέσα από κατασκευές- φιγούρες του Καραγκιόζη, τεύχη του Μικρού Ήρωα και όσων έθρεψαν τις παιδικές ψυχές της μετεμφυλιακής Ελλάδας της δεκαετίας του ’50. Παράλληλα ανασύρεται η παλαιότερη αφετηρία της οικογένειας. Από τα Σώκια στα Χανιά, ο βίαιος ξεριζωμός, το φευγιό από το λιμάνι της Σμύρνης.Και ένα βίντεο όπου ο ζωγράφος συνοδεύοντας με την αφήγησή του μια σειρά από οικογενειακές φωτογραφίες ζωντανεύει την οδύνη, την αγωνία, την καταστροφή αλλά και την ελπίδα μιας νέας αρχής στον καινούριο τόπο εγκατάστασης. «Ο Μικρασιατικός Ελληνισμός, οι οικογενειακοί δεσμοί, το σχολείο και το σπίτι θα συνθέσουν τον πυρήνα της δημιουργικής δύναμης του Μανουσάκη και θα παραμείνουν τα θεμέλια της καλλιτεχνικής δομής του» σημειώνει ο Παναγιώτης Πάγκαλος. Ο καλλιτέχνης υπηρετεί την τέχνη του βίντεο με δύο ακόμη θεματικές. Η πρώτη αφορά στη Σπλάντζια των παιδικών του χρόνων και τα τοπόσημά της με υπέροχο κείμενο και αφήγηση του ίδιου. Η δεύτερη, τη ζωή της Μαριόγκας.Την συνέθεσε αξιοποιώντας μια σειρά  φωτογραφίες που βρήκε σε ένα  άλμπουμ στο Μοναστηράκι. Μαριόγκα, χήρα ναυτικού από τα 27 της χρόνια. Της απόμεινε ένας γιος που τον μεγαλώνει και παρακολουθεί κάθε του βήμα. Μαριόγκα: Σύζυγος, μάνα και θάλασσα. Στην ερημιά του τοπίου της, παρηγοριά και ελπίδα, φωτογραφίες ασπρόμαυρες,  βάζοντάς τες σε τάξη ξανά και ξανά…σαν απολογισμός για διαδρομές που έγιναν ή που δεν έγιναν, ειδικά τις νύχτες στο μαύρισμα του ουρανού ξεπερνώντας της φωτιάς το απρόσμενο. Στο σκοτεινό χώρο της προβολής, η ποίηση της αφήγησης, η μουσική του Μπετόβεν (Silence), η εναλλαγή των φωτογραφιών  μια ζωής περασμένης, δεμένα σε ένα τέλειο σύνολο, συνθέτουν μια ατμόσφαιρα μαγική. Κι ακόμα ένας άλλος κόσμος αναδύεται από συνθέσεις που ο καλλιτέχνης δημιούργησε από το αποθησαύρισμα αντικειμένων που συγκέντρωσε στη διαδρομή του χρόνου σώζοντας στιγμές ζωής περασμένης. Ένα παιδικό παιχνίδι, μια ανθοστήλη, ένα βυζαντινό κεραμίδι από ένα χωριό της Λακωνίας, γλυπτό του χρόνου που άντεξε τους αέρηδες και τους επουράνιους καταρράκτες.

Οι πίνακές του, ακρυλικό και κάρβουνο σε ξύλο το υλικό των περισσότερων, ανοίγονται στο κοινό με μια πρώτη ενότητα υπό τον τίτλο: Τόποι οικείοι-περάσματα-γέφυρες-Θυσιαστήρια (Βωμοί).Πράγματι οι πίνακες αυτοί σε ταξιδεύουν σε τοπία παράξενα. Λιτές γραμμές, γεωμετρικά σχήματα και χρώματα ζεστά ενωμένα στις αντιθέσεις τους σαν να βγαίνουν από παράξενα όνειρα. Ένα κομμάτι χρυσόμαυρης στεριάς, μια θάλασσα και ένας κορμός δέντρου που την ενώνει με τον απέναντι γκρεμό. Κι άλλοτε στην άκρη του γκρεμού αιωρείται μια σκάλα ή ένα γερμένο κυπαρίσσι, οριζόντιο σχεδόν, δημιουργεί ένα αβέβαιο πέρασμα…ειρωνικό πέρασμα για όνειρα ανέφικτα.Τα έξοχα μικρά ποιητικά κείμενα που προλογίζουν κατά κάποιο τρόπο τους πίνακες σαν μικροί οδοδείκτες της τέχνης του ζωγράφου δεν περιορίζουν την οπτική της θέασης του πίνακα. Αντίθετα, διευρύνουν το οπτικό πεδίο του επισκέπτη ώστε να βλέπει στο βάθος του πίνακα, να θεάται και όσα υπονοούνται και να συνείρει σε καρδιά και νου σκέψεις και συναισθήματα και εικόνες που κατοικούν τα δικά του όνειρα. Τα ανθρώπινα σώματα στην ενότητα αυτή, σχηματικά σχεδόν, ορίζουν τη μετέωρη ύπαρξή τους στον κόσμο. Εκείνο το ανθρωπάκι που κοπιαστικά ανεβαίνει την απότομη πλαγιά ενός  γυμνού βουνού για να τη κατέβει στον επόμενο πίνακα -ίδιο τοπίο, ίδια τα χρώματα- με ευκρινή τη λύπη της καθόδου στο δρόμο μια ζωής που ατενίζει το τέλος που πλησιάζει: η άνοδος και η κάθοδος/ στο ίδιο σχεδόν δύσβατο δρομολόγιο,/ θα συμπορεύονται με την ισορροπία/ κάθετης και οριζόντιας στη νοητή/ καμπύλη τ’ ουρανού, αιώνια.Κι αλλού ένας άνδρας γυμνός ανάμεσα σε δυο τεράστιους βράχους. Αγκαλιάζει και είναι σαν να προσπαθεί να σπρώξει το βράχο μπροστά του, στο βάθος μια θάλασσα και ο νυχτερινός ουρανός κι απέναντι, πίσω του μια γυναίκα νεύει, κάτι σαν αποχαιρετισμό. Αλλού μια γυμνή γυναίκα μόνη κάθεται σε μια μεγάλη πέτρα κοντά στη θάλασσα. Φαιά τα χρώματα. Μονάχα το θαλασσί του πελάγους, λίγος λευκός αφρός του κύματος, το απαλό γκριζογάλαζο του ουρανού στο βάθος, και ένα νήμα που κρατάει στο χέρι της, ίσως για να πλέξει τη μοίρα της δικής της μοναξιάς.Τον πίνακα συνοδεύουν οι παρακάτω γραμμές:Στη δική τους θάλασσα με τα σμαράγδια/και τους καημούς απέναντι στα κύματα/εκεί κατοικούν./Αν τους χρειαστείτε ακούστε τους, φωνάζουν από παντού μόνοι! Άλλοτε πάλι μερικά σκαλοπάτια στη μέση του πουθενά με το νιο φεγγάρι στον ουρανό να γλυκαίνει λίγο την ερημιά της νύχτας, να φωτίζει τη σκάλα που δεν οδηγεί πουθενά, μονάχα ακούς το σύρσιμο από τις πατημασιές των ανθρώπων που πέρασαν. Και συνειρμικά έρχονται στο νου οι στίχοι του Ρίτσου από τη Σονάτα του Σεληνόφωτος:«…Εδώ κάθησαν/ άνθρωποι που ονειρεύτηκαν μεγάλα όνειρα, όπως κ’ εσύ κι όπως κι εγώ/άλλωστε,/ και τώρα ξεκουράζονται κάτω απ΄το χώμα δίχως να ενοχλούνται απ’ τη/ βροχή ή το φεγγάρι.»

 

        Κι έπειτα, στη μεγάλη ενότητα Σκοπιές Ερώτων ο ζωγράφος θεολογεί τον έρωτα. Τα μοναχικά γυμνά κορμιά ανδρών και γυναικών εδώ σμίγουν ενωμένα με το πάθος του έρωτα, ντυμένα μιαν άλλη μοναχικότητα, εκείνη του απόλυτου της ένωσης των σωμάτων που ριγούν, της ένωσης που καταλύει τον χρόνο, κάνοντας τις νύχτες στιγμές, τη στιγμή αιωνιότητα για να αποκαλύψει «των ερώτων τα θαύματα». Ο έρωτας σκοτάδι και φως, μάχη και δικαίωση, ο άνθρωπος γυμνός «… σώμα του βράχου και ρίγος της καρδιάς/…άχνα βασιλικού πάνω από το σγουρό εφηβαίο/…σώμα βαθύ πλεούμενο της μέρας!» για να θυμηθούμε τον Ελύτη. Η γυναίκα αφέντρα, μοίρα του κόσμου, βαθύκομη, αινιγματική, ερεβώδης, η γυναίκα-μάνα. Και ακόμη σε μια σειρά από πορτρέτα γυναικών μπροστά σε φόντα με έντονα κόκκινα και πορτοκαλί, πράσινα και γαλάζια. Διαβάζεις ιστορίες στις εκφράσεις τους, τα βλέμματα μιλούν  «Γυναίκες, κορυφές ορέων. Δάση απροσπέλαστα, ερώτων άνθη» , με τον ποιητικό λόγο του Μανουσάκη. Κάποτε η ανάμνηση αποτυπώνεται αχνά στον πίνακα, όπως εκείνο το θρανίο σε σκούρο φόντο και στην κορυφή του εικόνες με χρωματιστά φρούτα, σαν κι εκείνα που έφτιαχναν τα παιδιά της Α’ Δημοτικού με πλαστελίνη ή ένα ψωμί που αιωρείται πάνω από ένα μαγκάλι που μόλις διακρίνεται.

Τι να πει κανείς μπροστά στην αποκάλυψη αυτού του κόσμου; Όταν η τέχνη αγγίζει την ψυχή στο βάθος της, ανακινεί τις δικές μας μνήμες, γεμίζει τα μάτια μας φως, ωθεί τη φαντασία μας να ψαύσει τον κόσμο που ο δημιουργός της χτίζει, τότε ο νους και η καρδιά κατακλύζονται από τον πλούτο και την ομορφιά της και γαληνεύουν. Ο επίλογος , ένα μεγάλο “ευχαριστώ”, ελάχιστο αντίδωρο για τη χαρά  μας.

 

 

          Δήμητρα Γ. Μπελικούδη Διδάκτωρ Φιλολογίας, Επίτιμη Σχολική Σύμβουλος

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.