Αυτή που με καλούσε
Οδηγούσα για ώρα. Ούτε που κατάλαβα πού έφτασα, πώς έφτασα. Ο δρόμος με είχε βγάλει σε έναν παραθαλάσσιο, ερημικό, μακρινό τόπο. Δίπλα υπήρχε ένας λάκκος γεμάτος σκουπίδια. Άθλιο μέρος. ‘Όχι, όχι εδώ. Προχώρησα ώσπου έμεινα από βενζίνη. Έβγαλα ένα μπιτόνι που είχα στο πορτ μπαγκάζ για ώρα ανάγκης. Δε μπορούσα να το καταπιώ – και μόνο η μυρωδιά της με ζάλιζε από τα παιδικά μου χρόνια, θα έπεφτα κάτω πριν καν να μπορέσω να το ολοκληρώσω. Δεν ήθελα να βάλω φωτιά και να βλάψω τη φύση. Έπρεπε νωρίτερα να είχα καρφωθεί σε κάποιο δέντρο. Τώρα έπρεπε να το κάνω αλλιώς. Περπάτησα λίγο και βρέθηκα σε έναν κρυφό κολπίσκο δίπλα στο κύμα που μέσα του είχε φωλιάσει μια ταβέρνα. Μπήκα και δεν ήξερα τι να ζητήσω, δεν καταλάβαινα τι προσφέρουν. Προσποιήθηκα πως βρισκόμουν εκεί για τουρισμό και με ένα αμήχανο χαμόγελο ζήτησα να χρησιμοποιήσω την τουαλέτα. Έψαχνα για απορρυπαντικά ή άλλες χημικές ουσίες. Έβλεπα τα δοκάρια σαν άλλος πολιτικός μηχανικός. Ζητούσα σκοινί, μα δεν είχε. Ένιωθα να ασφυκτιώ. Πήρα ένα αναψυκτικό, πλήρωσα και μάλλον άφησα και φιλοδώρημα. Έφυγα δίχως να μιλήσω. Έκανα πως χαζεύω το τοπίο για να βγάλω φωτογραφίες- αλήθεια πού ήταν το κινητό μου; Σε ποιον θα τις έδειχνα; Τι θα θαύμαζα; Τι μέρα ήταν; Ποια η εποχή; Ποιος ο χρόνος; Παρατήρησα κινητικότητα από το μαγαζί. Άρχισα να τρέχω. Τα πόδια μου βούλιαζαν στη λάσπη, όμως μόνο αυτά, όχι και το υπόλοιπο σώμα. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μου, έπεφτε μέσα μου ασταμάτητα η βροχή. Όταν κουράστηκα, γέλασα. Άρχισα να περπατώ προς τα πίσω. Ήθελα να τους πω πως όλα ήταν εντάξει τώρα, όπως ποτέ πια. Στα χέρια μου βρέθηκαν ξαφνικά κοχύλια και πέτρες. Δεν ξέρω αν το νερό ήταν κρύο, δεν το ένιωθα. Η θάλασσα ήταν τόσο διάφανη, όσο τίποτα άλλο στον κόσμο, τίποτα από αυτά που είχα ζήσει, δει και γευτεί. Δεν ξέρω πόση ώρα στεκόμουν μέσα της, με το νερό να μου φτάνει μέχρι τα γόνατα. Είχε ανοίξει τα χέρια της και με αγκάλιαζε. Μια φωνή με ξύπνησε, γύρισα και κοίταξα γιατί μάλλον θα ήταν όμορφη αυτή που με καλούσε έξω από την στεριά. Λίγο πριν βυθιστώ, έριξα μια τελευταία ματιά: ρίγη είχαν καταβάλει ολόκληρη τη θάλασσα.