Ο Αλέξανδρος Δεδιλιάρης εμφανίζεται στη νεοελληνική ποίηση με την πρώτη εκδοτική του απόπειρα και τη συλλογή Μετά τα νηπενθή (εκδόσεις .poema.., 2024), η οποία περιλαμβάνει είκοσι ένα σύντομα ποιήματα, όπου ο ποιητής σχοινοβατεί μεταξύ του ομοιοκατάληκτου – συνήθως με τη μορφή της παραδοσιακής πλεκτής ομοιοκαταληξίας – και του ελεύθερου στίχου – ο οποίος αναπτύσσεται σε διάφορες μορφές φτάνοντας μέχρι και το σημείο της ποιητικής πρόζας. Βρίσκεται, δηλαδή, ο ποιητής σε μια διελκυστίνδα γεφύρωσης παραδοσιακής και μοντέρνας ποίησης με σαφείς επιδράσεις και αναφορές σε δύο μείζονες ποιητές: τον Κ.Γ. Καρυωτάκη και τον Κ.Π. Καβάφη.
Η επιρροή από την ποιητική φιγούρα του Καρυωτάκη είναι προφανής, ήδη, από τον τίτλο του βιβλίου του, ενώ στοιχεία της ποιητικής του σημαντικότερου εκπροσώπου της γενιάς του 1920 εντοπίζει ο αναγνώστης διατρέχοντας τα ποιητικά κείμενα της παρούσας. Ας φωτίσουμε εδώ κάποια ενδεικτικά σημεία. Το πρώτο ποίημα της συλλογής «Καταραμένοι» (σ. 11) δανείζεται τον τίτλο του από την παράδοση των καταραμένων ή και αυτόχειρων ποιητών στη χορεία των οποίων εντάσσεται και ο Καρυωτάκης. Στο συγκεκριμένο ποίημα ο Δεδιλιάρης, με λόγο εμφορούμενο από πικρή αλλά συγκρατημένη μελαγχολία, αποτυπώνει τον ρόλο της τέχνης και τη θέση του καλλιτέχνη, και κατ’ επέκταση του ποιητή, στην κοινωνία. Γράφει: «Γυρίζοντας τον δρόμο σκεπτικοί/ ψάχνουμε για τοπία και εικόνες,/ ώσπου να έρθει η κακή/ να πρέπει να θεσπίσουμε κανόνες:// «Προέχει εργασία σταθερή,/ ένας μισθός ίσα να μην πεινάμε!»./ Μα κείνος απ’ την πένα μας στερεί/ και μάταια σ’ αυτήν ξαναγυρνάμε.// Ορθόδοξοι πιστοί στη συγγραφή,/ των ονείρων μας άξιοι Δον Κιχώτες,/ στάζουμε τη μελάνη στο χαρτί/ πλάθοντας δράκους, κάστρα και ιππότες. Η αναφορά στη λογοτεχνική φιγούρα του Δον Κιχώτη και μάλιστα στον πληθυντικό αριθμό δεν είναι τυχαία. Μάς παραπέμπει άμεσα στο ποίημα «Δον Κιχώτες»[1] του Καρυωτάκη από τη συλλογή Νηπενθή (1921), όπου ο ποιητής απαντώντας ουσιαστικά στο αντίστοιχο ποίημα του Κ. Ουράνη[2], δίνει τη δική του άποψη για τον ήρωα του Θερβάντες. Ο Δεδιλιάρης βρίσκεται σε ανοιχτό διάλογο με την ποιητική παράδοση, την οποία και αναπλάθει δημιουργικά στους στίχους του.
Το ποίημα «Η κυρά Βαγγελιώ» (σ. 16) αποτελεί ένα τυπικό δείγμα μορφής κοινωνικής υποκρισίας και σάτιρας. Ο ποιητής γράφει στις δύο τελευταίες στροφές: «Παίρνει προσεκτικά πληροφορίες,/ (εξ ορισμού κυρία εμπιστοσύνης!)/ και τρέχει για να δώσει μαρτυρίες/ στον καφενέ του Νικ και στης Μυρσίνης.// Πλήττει των προεστών την ευθιξία,/ αρχίζουν στο χωριό οι φασαρίες,/ μ’ αυτή προσεύχεται στην εκκλησία/ να τις συγχωρεθούν οι αμαρτίες. Εύκολα ο αναγνώστης μπορεί να συνδέσει το ποίημα αυτό με το μαύρο χιούμορ, τη διακριτική κυνικότητα, την προσεκτικά κεντημένη ειρωνεία στίχων του Καρυωτάκη. Τα παραδείγματα είναι πολλά, αρκεί να θυμηθεί κανείς την εμβληματική προ του τέλους «Πρέβεζα» ή το ποίημα «Δημόσιοι υπάλληλοι» από τη συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927).
Αλλά ο αναγνώστης μπορεί να θυμηθεί και το σχετικής θεματικής πεζό ποίημα του Ντίνου Χριστιανόπουλου: «Στρογγυλοκαθισμένη, προσέχει τις εκκλησίες της Εγνατίας και κάθε λίγο κάνει ευλαβικά το σταυρό της. Δε βλέπει το ετοιμόρροπο γεροντάκι, που στέκεται όρθιο μπροστά της κοντεύοντας να καταρρεύσει σε κάθε τράνταγμα του λεωφορείου.»[3] Το δεύτερο παράδειγμα έρχεται από το ερωτικό και αισθαντικό ποίημα «Fiordo di Furore» (σ. 25) και είναι γλωσσικό: «Ένωση των Ωρών και των Νυμφών/ και από το χρυσόνειρο βγαλμένη/ όλη η φύση έδωσε παρόν,/ μικρό ρυάκι, κύμα να προσμένει.» Η λέξη «χρυσόνειρο» έχει καθαρά καρυωτακικό απόηχο, αρκεί να θυμηθεί κανείς τους καταληκτικούς στίχους του ποιήματος «Πολύμνια» από τη συλλογή Νηπενθή (1921): Τα μάτια σου/ θάν τα φιλήσω,/ νά ʼβρω γυρεύοντας/ μες στα νερά τους/ τα χρυσονείρατα/ και τους θανάτους,/ και τη βασίλισσα/ λέξη του κόσμου,/ και το παράξενο/ φως του έρωτός μου.[4]
Από την άλλη η επίδραση του Καβάφη είναι περισσότερο υπόρρητη και χαμηλόφωνη. Εκτός βέβαια από την τελευταία ενότητα της συλλογής, που περιλαμβάνει δύο ποιήματα αφιερωμένα στους Καρυωτάκη και Καβάφη αντίστοιχα, μπορούμε να ιχνηλατήσουμε κάποια ξεκάθαρα στοιχεία διακειμενικού διαλόγου με τον Αλεξανδρινό. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα εντοπίζεται στο ποίημα «Il Reζέρβα» (σ. 15), όπου ο ποιητής συνδιαλεγόμενος με το ποίημα «Αλεξανδρινοί βασιλείς» του Καβάφη κάνει λόγο για τη διαδοχή στον Αγγλικανικό θρόνο και τα πρωτοτόκια κατά τον 21ο αιώνα. Γεφυρώνει το χθες με το σήμερα με λόγο διαυγή, ειρωνικό, δηκτικό και πασιφανώς καβαφικό. Σταχυολογώντας κάποιους στίχους από το ποίημα: «[…] Είχε παρ’ όλ’ αυτά μιαν εμορφιά και χάρη […] Την πρωτιά του αδελφού «σαν έτοιμος από καιρό» να ανατρέψει./ Μα το βασιλικό το τέκνον αγνοούσε/ πως οι ανατροπές ήσανε για τον οίκο/ πράγμαν αισχρόν και βάρβαρον. […] Κι ο Χάρης επληγώθη σφόδρα/ κι έβανε με τον νου του σημείωμα ν’ αφήσει./ Ξεγύμνωσε του παλατιού τις ιστορίες,/ μην ξεύροντας του Αλεξανδρινού τη ρήση,/ πως ήσαν κούφια λόγια οι βασιλείες.
Εκτός όμως από τις ποιητικές επιδράσεις, η ποίηση του Δεδιλιάρη διαστέλλεται σε δύο χοάνες: την κοινωνικοπολιτική και την ερωτική. Γι’ αυτό και το βιβλίο του είναι χωρισμένο σε δύο αντίστοιχες ενότητες. Η κοινωνική διάσταση της γραφής του περιστρέφεται, κυρίως, γύρω από την κοινωνική αποσάθρωση, την ιδεολογική κατάρρευση και την τεχνοκρατική πλάνη. Επικρίνει τη νέα γενιά για αδυναμία και αστάθεια στις απόψεις της, ενώ παράλληλα τεχνουργεί στίχους δηλωτικούς της ψευδεπίγραφης αντίστασης στην εξουσία και των πολιτικών τεχνασμάτων – πυροτεχνημάτων. Ενδεικτικό παράδειγμα το ποίημα «Καλοκαίρι 2023 μ.Χ.» (σ. 18), το οποίο αναφέρεται στις πυρκαγιές – διαχρονικά επίκαιρο θέμα – που πλήττουν τη χώρα μας κάθε καλοκαίρι. Γράφει: «Έσωσαν την ανθρώπινη ζωή,/ ξέρουν αυτοί, πανάκεια οι εκκενώσεις,/ θα δώσουν… στους ρεπόρτερ για σιωπή/ και για τα σπίτια αποζημιώσεις.// Πάσχουμε, λες, από εξοπλισμό,/ μα δεν είν’ τα ελικόπτερα στα πλάνα/ αυτών που χθες πήραν για τον στρατό/ φρεγάτες, γαλλικά αεροπλάνα.
Η ερωτική διάσταση, τέλος, εμφανίζεται στα ποιήματα του Δεδιλιάρη κρυπτικά. Σαν σκιά, σαν όνειρο μακρινό και απατηλό, που το ποιητικό υποκείμενο βλέπει θολά. Αποδίδει τα ερωτικά πάθη άλλοτε περισσότερο αποστασιοποιημένα, όπως στο ποίημα «Αριάδνη» (σ. 26), όπου εκμεταλλεύεται τον μύθο της Αριάδνης και του Θησέα, άλλοτε βιωματικά και αυτοαναφορικά, όπως στο πεζόμορφο ποίημα «Σε κάποια Ιωάννα» (σ. 29), όπου γράφει καταληκτικά με πένα συναισθηματικά τεντωμένη και λυρικά εμποτισμένη: «Κι όμως, ακόμη μαθαίναμε, από την αρχή την αλφαβήτα. Εγώ σου μάθαινα την ποίηση κι εσύ τον έρωτα. «Πόσο φοβάμαι πως ίσως μια μέρα σε χάσω». Το τοπίο δεν είναι άλλο από τις αυγουστιάτικες νύχτες είτε στην πόλη, όπως εδώ, είτε πλάι στη θάλασσα, κάπου στην εξοχή, όπως στο ποίημα «Το ξωκλήσι» (σ. 30). Ο έρωτας εξυφαίνεται μυστικιστικά και ασυνείδητα στην ποίηση του Δεδιλιάρη υποχρεώνοντας την ερωτευμένη ποιητική φωνή να παραδεχτεί την ήττα της μπροστά του, ενώ η δίνη της απώλειας του αγαπημένου προσώπου τη βαραίνει και την ισχναίνει με τις μνήμες να την κυκλώνουν απειλητικά. Έτσι, στο ποίημα «Λενόρα» (σ. 32) η ποιητική φωνή εξομολογείται: «Πορεύομαι στο αύριο μ’ ανεπάρκεια,/ κρίση δεν έχω πια ν’ αντισταθώ/ στις μνήμες που μ’ αγγίζουν με κανάκια/ ψελλίζοντας κοντά της να βρεθώ.»