You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς: Άγγελος Γαλάνης, Αντικατοπτρισμοί, εκδόσεις Βακχικόν, 2023

Δημήτρης Μπαλτάς: Άγγελος Γαλάνης, Αντικατοπτρισμοί, εκδόσεις Βακχικόν, 2023

Ο Άγγελος Γαλάνης ενσαρκώνει την περίπτωση των ανθρώπων που μπορεί να μην τους γνωρίζεις, ωστόσο διαβάζοντας το έργο τους σε εκπλήσσουν ευχάριστα. Είναι ένας γνήσιος καλλιτέχνης που ασχολείται με τη γλυπτική (έργο του κοσμεί το εξώφυλλο της ανά χείρας συλλογής) και το ψηφιδωτό, ενώ την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στη σύγχρονη ελληνική ποίηση αντιπροσωπεύει η πολύ καλή συλλογή του με τίτλο Αντικατοπτρισμοί (εκδ. Βακχικόν, 2023), και γράφω επίσημη, καθώς δείγματα του ποιητικού του έργου, καθώς και διηγήματά του, έχουν αποσπάσει σημαντικές διακρίσεις σε λογοτεχνικούς διαγωνισμούς. Όμως, αυτή η πρώτη του ποιητική συλλογή δεν είναι πρωτόλεια, δεν χαρακτηρίζεται από ανωριμότητα στον λόγο ή μετεωρισμό στα θέματα και τους τρόπους. Είναι έργο στιβαρό, μεστό, μακριά από στομφώδεις εξάρσεις και λεκτικά πυροτεχνήματα, έργο που γοητεύει τον αναγνώστη τόσο με την υφολογική του υποδομή όσο και με τα θέματα με τα οποία ο Άγγελος Γαλάνης καταπιάνεται. Και πρέπει να παραδεχτούμε ευθύς εξαρχής ότι συνδυάζει στην ποίησή του μαεστρικά το ατομικό με το συλλογικό στοιχείο, το προσωπικό βίωμα με το κοινωνικό υπόβαθρο, καθώς οι στίχοι είναι άλλοτε εντελώς προσωπικοί και βιωματικοί και άλλοτε απερίφραστα κοινωνικοί, βαθιά ανθρώπινοι συνιστώντας γροθιά στο στομάχι για τα κακώς κείμενα της ελληνικής κοινωνίας και όχι μόνο, διότι φαινόμενα, γεγονότα και συγκυρίες στις οποίες δεξιοτεχνικά αναφέρεται ο ποιητής υπερβαίνουν κατά πολύ τα στενά γεωγραφικά μας όρια και αποκτούν χαρακτήρα οικουμενικό και πανανθρώπινο.

Θα μπορούσαμε για τις ανάγκες αυτής της σύντομης παρουσίασης του έργου του, να προβούμε σε μια διμερή διάκριση σε ό,τι αφορά στην ποιητική του. Έχουμε αφενός μια ποίηση προσωπική και αφετέρου στίχους με βαρύ κοινωνικό, ανθρωποκεντρικό φορτίο. Ας ξεκινήσουμε από τη δεύτερη περίπτωση. Ο αναγνώστης διατρέχοντας τα ποιητικά κείμενα της συλλογής θα σκοντάψει στις ανοικτές κακοφορμισμένες πληγές της ανθρωπότητας. Στον ποιητικό κόσμο του Γαλάνη η ξεγνοιασιά της παιδικής ηλικίας και των νεανικών ονείρων αμαυρώνεται από την προσφυγιά, της οποίας τα αποτελέσματα είναι, ειδικά τα τελευταία χρόνια, έκδηλα στη χώρα μας με κύματα προσφύγων από τη Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ και από άλλες χώρες που πλήττονται από τη βαναυσότητα του πολέμου και την ηθική διάβρωση που επιφέρει νομοτελειακά. Τα προσφυγόπουλα πεθαίνουν, προτού η ψυχή τους αντικρύσει τον ήλιο, θαλασσοδέρνονται σε μια διελκυστίνδα εξουθένωσης και ευτελισμού κάθε ίχνους ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο ποιητής δεν αναρωτιέται ποιος είναι υπεύθυνος για τούτη την κατάσταση, παρά το διατυπώνει σε στίχους απασφαλισμένους. Ακυβέρνητες οι ψυχές τους στην ερημιά του πελάγους./ Κοιμηθείτε ήσυχα, ευρωπαίοι πολιτευτές και πολίτες/ τώρα πια δεν μπορούν να ζητήσουν και τίποτα,/ τις προσμονές και τις ευχές τους/ τις κατάπιαν της Μεσογείου τα κύματα.// Μόνο νά, εσείς οι πολιτισμένοι του κόσμου μας/ φτιάξτε τουλάχιστον ένα μνημείο/ ένα μνημείο για τ’ άγνωστα παιδιά του πολέμου/ ένα μνημείο που να θυμίζει/ τ’ ακρωτηριασμένα απ’ τις εκρήξεις παιδικά τους παιχνίδια. (Από το ποίημα «Για τα παιδιά που δεν ήρθαν», σ. 13-14) Η νύχτα στην κρύα θάλασσα είναι επικίνδυνη, ο δρόμος της προσφυγιάς μακρύς, το ταξίδι φαντάζει ατέλειωτο, η μακρινή πατρίδα αργοσβήνει στη μνήμη των παιδιών, τα όνειρά τους βάφονται μελανά, το μέλλον αδιόρατο, ερεβώδες. Αλλά ακόμα κι όταν φτάνουν στη στεριά χωρών, αφιλόξενων ως επί το πλείστον, ο ήλιος δεν χαμογελά στα προσφυγόπουλα. Ο φόβος και η ανέχεια τούς κατατρύχουν, οι κακουχίες πληθαίνουν. Πείτε μου εσείς, σοφοί του κόσμου,/ πόσο απέχει τούτο τ’ όνειρο απ’ τ’ αποκαΐδια της Μόριας;/ Πείτε μου αν είναι εκεί και περιμένει ακόμα/ έξω απ’ του Καρά Τεπέ τ’ αόρατα συρματοπλέγματα,/ που μου κόβουν την ανάσα. (Από το ποίημα «Της προσφυγοπούλας τ’ όνειρο», σ. 62) Οι χαμένες πατρίδες πληγώνουν αυτά τα παιδιά που δεν πατούν σε έδαφος στέρεο, παρά μόνο στις τρεμάμενες λέμβους, ενώ στις ψυχές τους φωλιάζει ο παραλογισμός του πολέμου και η φρίκη του ξεριζωμού τραυματίζοντάς τα για πάντα, ακόμα κι όταν τα ονόματά τους δεν συμπεριλαμβάνονται στις λίστες των πνιγμένων. Κι εσύ, που κακήν κακώς επέζησες ή σ’ έσωσαν,/ πώς να ζωντανέψεις τώρα τη ζωγραφιά της πατρίδας σου;/ Πολύ στενός ο χώρος/ ανάμεσα στα σύνορα των πολιτισμένων. (Από το ποίημα «Χαμένες πατρίδες», σ. 74)

Ο ποιητής ιχνογραφώντας τις ψυχές των πληγωμένων, των καταφρονημένων, των ταλαιπωρημένων και των εκμεταλλευόμενων, προχωρά με ψυχραιμία και δυναμισμό θίγοντας όλα όσα κάποιοι δεν θέλουν ν’ ακούσουν, μιλώντας ανοιχτά για όσα πολλοί εθελοτυφλούν ή παραποιούν την αλήθεια των γεγονότων. Αρκεί να αναφέρουμε κάποια χαρακτηριστικά παραδείγματα ξεκινώντας από το ποίημα «Η κραυγή της μάνας!» (σ. 20), το οποίο, αν και δεν αναφέρεται ρητά, μπορούμε με σχετική ασφάλεια να υποθέσουμε ότι γράφτηκε για τη μάνα του Παύλου Φύσσα, του αδικοχαμένου Παύλου από το χέρι των ναζιστών – φασιστών. Πρόκειται για ένα γεγονός που συντάραξε την μονίμως ναρκωμένη και αηδιαστικά υποκριτική ελληνική κοινωνία, η οποία στους κόλπους της ανέθρεψε το φίδι του φασισμού που μεταμφιέστηκε σε πολιτικό κόμμα. Ωστόσο, με αφορμή αυτή τη δολοφονία, ξεσηκώθηκε κύμα κοινωνικοπολιτικά συνειδητοποιημένων πολιτών, που συμμερίστηκε τον πόνο της μάνας και όρθωσε το ανάστημά του απέναντι στο ναζιστικό μόρφωμα με αίτημα την απονομή δικαιοσύνης.

Το δεύτερο παράδειγμα προέρχεται από την πολύ πρόσφατη επικαιρότητα και το ποίημα «Το σημείο μηδέν» (σ. 67). Αναφέρεται επιμέρους στη δολοφονία της Ελένης Τοπαλούδη και συνολικά στο πάρα πολύ μεγάλο πρόβλημα των γυναικοκτονιών και, γενικότερα, της έμφυλης βίας. Ένα πρόβλημα, δυστυχώς, χρόνιο του οποίου η ρίζα εντοπίζεται στα ανθρωποειδή κτήνη τα οποία η κοινωνία μας ανατρέφει. Ο ποιητής χαρτογραφεί διεξοδικά τα αίτια των φόνων αποδίδοντας φόρο τιμής σε όλες τις γυναίκες που έχασαν τη ζωή τους, σε όσες είναι θύματα της έμφυλης βίας, της φαλλοκρατίας, της απαξίωσης της θηλυκής ύπαρξης, των οπισθοδρομικών στερεοτυπικών αντιλήψεων και κάθε μορφής ιδεοληψίας που υποβιβάζει και απειλεί τη ζωή των γυναικών.

Το τρίτο παράδειγμα αφορά στις γυναίκες που κι αυτές με τη σειρά τους είναι θύματα της εμπορίας λευκής σαρκός, λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων και προσφυγιάς. Ο ποιητής στο ποίημα «Κορίτσια στην ομίχλη» (σ. 30) με στίχους αφοπλιστικά ειλικρινείς και αποψιμυθιοποιημένους αναφέρεται σε ιερόδουλες των οποίων η αξιοπρέπεια υποτάσσεται στους μαστροπούς τους και στο πλαίσιο της οικονομικής τους εξάρτησης από τους τελευταίους. Παραπλήσιο είναι το θέμα που θίγει στο ποίημα «Οι απ’ έξω» (σ. 45), στο οποίο δίνεται βήμα στους ανθρώπους των χαρτόκουτων, τους άστεγους· ανθρώπους που ο πολιτισμένος δυτικός κόσμος δεν βλέπει, προσπερνά και αψηφά. Αυτές οι περιθωριακές ομάδες ανθρώπων συνιστούν την καλύτερη απόδειξη της αποτυχίας του Ανθρώπου να διασφαλίσει την αξιοπρέπειά του και την οντότητά του. Οι άνθρωποι αυτοί μοιάζουν παρείσακτοι, άχρηστοι στα γρανάζια του σαθρού πολιτικοοικονομικού οικοδομήματος, το οποίο τους θεωρεί παράπλευρη απώλεια/ κι αστοχία της ευμάρειας του πολιτισμού μας. (σ. 46)

Ο κοινωνικός χαρακτήρας της ποίησης του Γαλάνη δεν σταματά εδώ. Ο ποιητής με σθένος προχωρεί κάνοντας λόγο στο ποίημα «Ο προβοκάτορας» (σ. 42 – 44) σε όλους αυτούς τους προβοκάτορες που διαλύουν τις ειρηνικές πορείες του, μαχόμενου για τα δικαιώματά του, λαού ρίχνοντας δακρυγόνα, μολότοφ, πέτρες, χειροβομβίδες κρότου – λάμψης και χημικά. Ο ποιητής μην αντέχοντας τη διπροσωπία και την υποκρισία τους αγανακτεί και με λόγο κυνικό και σαρκαστικό γράφει: Γυρίζεις ύστερα, απ’ τη σωστή μεριά το πανωφόρι/ και νά ʼσαι, σύντροφος και πάλι μαζί μας./ Κυνηγημένος κι εσύ/ πάντα όμως αλώβητος και σένιος./ Παλιός κι εσύ στο κουρμπέτι όσο κι εγώ/ το ξέρω το παραμυθάκι σου…// Μα πώς διάολο τα καταφέρνεις κάθε φορά, δικέ μου;/ Κι ούτε μια ξώφαλτση, ούτε μια γρατζουνιά…// Αχ, ρε μπαγάσα, και να ξεμύτιζα στη γειτονιά σου/ και να σε ξετρύπωνα, κάθαρμα/ να δουν κι οι φίλοι σου από κοντά/ τι διαχρονικό κουμάσι που ʼσαι!/ Και το παίζεις κι επανάσταση… (σ. 44) Βεβαίως, ο ποιητής ξεχωρίζει τη δύναμη της εργατικής τάξης, η οποία με τον ιδρώτα και τον μόχθο της κρατά στα χέρια της τα μέσα παραγωγής της χώρας, ωστόσο η ανταμοιβή της είναι πενιχρή και οι συνθήκες εργασίας απάνθρωπες. Και τώρα ήρθε των ανθρώπων η απληστία/ να σ’ εξαϋλώσει στη στιγμή/ με την υποταγή της λογικής τους στο κέρδος.// Μα η θεία δίκη μπροστά τους./ Ξαπόμεινες με της ζωής σου το περίγραμμα/ κουφάρι στης μαύρης φρίκης τον τόπο/ να τους θυμίζεις με την εικόνα σου τη ματαιότητα! (Από το ποίημα «Το κουφάρι», σ. 63)

Η κοινωνική και πολιτική διάσταση του ποιητικού έργου του Γαλάνη φτάνει στο αποκορύφωμά της με το ποίημα «Στον τοίχο της Καισαριανής», όπου αναφέρεται στους 200 πολιτικούς κρατουμένους, τους οποίους με την πτώση της Δικτατορίας του παρέδωσε ο Μεταξάς στη Γερμανική Κατοχή, η οποία με τη σειρά της τούς εκτέλεσε τουφεκίζοντάς τους στην Καισαριανή την Πρωτομαγιά του 1944. Ξεχωρίζει η αναφορά στην πραγματική αυτοθυσία του κομμουνιστή συνδικαλιστή και διερμηνέα Ναπολέοντα Σουκατζίδη, ο οποίος, όταν ο διοικητής του στρατοπέδου συγκέντρωσης Χαϊδαρίου, Καρλ Φίσερ, του είπε να παραμείνει στη θέση του, ο Σουκατζίδης τον ρώτησε αν θα εκτελούσαν κάποιον άλλο αντί για τον ίδιο. Όταν ο Φίσερ απάντησε ότι έχει εντολή να εκτελέσει 200 από τους κρατούμενους, ο Σουκατζίδης αρνήθηκε να θανατωθεί κάποιος άλλος στη θέση του και ο ίδιος να γλυτώσει και έτσι θανατώθηκε μαζί με τους άλλους 199 κρατουμένους του Χαϊδαρίου.

Θα ήταν άδικο, όμως, για τον ποιητή και το έργο του να τελειώσουμε αυτή τη σύντομη κριτική ανάγνωση, δίχως ν’ αναφερθούμε στη λυρική, αισθαντική και ερωτική διάσταση των στίχων του, η οποία, φυσικά, και ανιχνεύεται στα ποιήματα του Γαλάνη και, μάλιστα, συνδυάζεται αριστοτεχνικά, σε ισόποσες δόσεις, πετυχαίνοντας μια τέλεια ισορροπία μεταξύ του πολιτικού στοχασμού και της κοινωνικής παρατήρησης από τη μία και του ρομαντικού και τρυφερού διαμετρήματος του δημιουργού. Το αγαπημένο πρόσωπο συνδέεται με το φως, ενώ η θάλασσα παρασύρει με τα κύματα – αντικατοπτρισμούς της τους πόθους του ερωτευμένου ποιητικού υποκειμένου. Οι πόθοι μοιάζουν με άυλα και άπαρτα κάστρα, ενώ το ερωτικό αντικείμενο μεταμορφώνεται σε αερικό και οπτασία. Και τ’ απόβραδο στη βεράντα της έκστασης/ μάρτυρες το τριζόνι κι ο φάρος/ για τούτον τον απρόσμενο έρωτα./ Κι η κατακόκκινη πανσέληνος/ κρεμασμένη στην πλάτη μας/ προβάλλει στου πελάγους τ’ ασήμι τις δραπέτισσες σκιές μας, σ’ ερωτική περισυλλογή. (Από το ποίημα «Δυο λεξούλες κι η ηχώ τους στο πέλαγος», σ. 15-16) Ο έρωτας αψηφά το πέρασμα των χρόνων αρκεί να είναι γνήσιος, ενώ η υποκρισία στις ανθρώπινες σχέσεις και η βιτρίνα του «φαίνεσθαι» χαρακτηρίζεται από φθαρτότητα και πρόσκαιρη αντοχή. Ο έρωτας συμβολίζει την αντίσταση στον άτεγκτο χρόνο και την αδυσώπητη μοίρα των ανθρώπων. Οι αλησμόνητες μνήμες και οι γλυκές θύμησες αντιμάχονται την έλευση του γήρατος, παλεύουν να παρατείνουν την αναπνοή. Λοξά κάτω απ’ τις αόρατες εικόνες μου/ τα δυο παραθύρια της μνήμης/ με τα ραϊσμένα τους τζαμλίκια/ να μπάζουν μέσα στον αέναο κύκλο της ζωής μου/ φως και σκοτάδι εναλλάξ/ για να καταγράφονται οι χαρακιές του χρόνου/ στη ράχη της αιωνιότητας. (Από το ποίημα «Ροές του χρόνου στους οντάδες της μνήμης μου», σ. 50-52)

Είναι πολλά και ουσιαστικά αυτά που μπορεί να πει κανείς για αυτά τα σαράντα τέσσερα ποιήματα του Άγγελου Γαλάνη που συγκροτούν τους Αντικατοπτρισμούς του. Δυστυχώς, ο χώρος δεν μας επιτρέπει να αναφερθούμε σε όλα, αν και θα άξιζε σίγουρα τον κόπο και τον χρόνο. Επέλεξα για το τέλος να αναφερθώ στο ποίημα «Θάνατος λυτρωτής» (σ. 23), στο οποίο ο ποιητής φιλοτεχνεί μια εικόνα απαράμιλλης αξίας, πανανθρώπινα κατανοητή, απερίφραστα συγκινητική και απέριττα γλαφυρή. Είναι η εικόνα, όπου το ποιητικό υποκείμενο πιάνει το αδύναμο, ροζιασμένο από το γήρας, απαλό και όμορφο χέρι της μητέρας του και ως διαμεσολαβητής προσπαθεί να το φιλιώσει με το χέρι του θανάτου. Μα η ελπίδα για τη ζωή αρνείται να εγκαταλείψει/ ακόμα και την καθημαγμένη σάρκα της μάνας/ κι εκείνη αρπάζεται απ’ τη ζωή μ’ ό,τι της απόμεινε/ με το απλανές θολό βλέμμα της/ με τις σκόρπιες ακατανόητες λέξεις της. […] Κι εγώ ανάμεσά τους διαμεσολαβητής./ Με το ʼνα μου χέρι κρατώ σφιχτά το χέρι της μάνας/ με τ’ άλλο πιάνω ευγενικά το χέρι του θανάτου/ και προσπαθώ να τους φιλιώσω! Αντιλαμβάνεται κανείς, νομίζω, την βαθιά ανθρωποκεντρική και αληθινή ποίηση του Άγγελου Γαλάνη και, συνάμα, μπορεί να διακρίνει τις χαραμάδες φωτός που οι στίχοι του αφήνουν να διαφανούν. Εξάλλου, ο ίδιος δεν έχει χάσει την πίστη του στους ανθρώπους και συνεχίζει αγόγγυστα να ελπίζει. Γράφει χαρακτηριστικά: Βγες στην πρόστυχη κοινωνία/ φτύσ’ την κατάμουτρα και σκούξε/ «εγώ θ’ αγαπώ τους ανθρώπους». (Από το ποίημα «Εγώ θ’ αγαπώ τους ανθρώπους», σ. 17)

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.