Η πανδημία που προκλήθηκε από τον κορωνοϊό SARS-Cov-2 (covid-19) από τον Δεκέμβριο του 2019 και έπειτα, έπληξε δεκάδες χώρες ανά την υφήλιο, οι οποίες προσπάθησαν να περιορίσουν τη διάδοση της μολυσματικής ασθένειας επιβάλλοντας καραντίνα για αρκετούς μήνες απαγορεύοντας την κυκλοφορία των πολιτών, την έξοδο από τη χώρα τους, την αναμεταξύ τους επαφή, τη χρήση των ΜΜΜ, την μετάβασή τους εντός της ίδιας της χώρας, την απαγόρευση λειτουργίας χώρων εστίασης, ψυχαγωγίας και θεαμάτων και συνιστώντας κατηγορηματικά τον κατ’ οίκον περιορισμό για την αποφυγή του συνωστισμού. Το ζήτημα της πανδημίας και της συνεπαγόμενης καραντίνας – εκτός των παθογενειών του κρατικού συστήματος υγείας – έφερε στο προσκήνιο, δίνοντας τροφή για σκέψη, ποικίλα ζητήματα που μάς αφορούν όλους στο πλαίσιο των καθημερινών διαπροσωπικών σχέσεων, οι οποίες αιφνιδίως διακόπηκαν.
Η Άννα Πετράκη στην ενδέκατη ποιητική συλλογή της με τον υπαινικτικό και υποβλητικό τίτλο Δίχως έαρ να γίνει ποτέ…, η οποία κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Κάκτος στον απόηχο του 2022 και της πολύμηνης καραντίνας για την αντιμετώπιση της διάδοσης του κορωνοϊού στον πληθυσμό, εκμεταλλεύεται λογοτεχνικά το θέμα της πανδημίας, χωρίς εντούτοις να αναλώνεται σε μια αποστειρωμένη περιγραφή και απλά παράθεση των τεκταινομένων εν Ελλάδι της εποχής της πανδημίας. Η ποιήτρια, έχοντας διαμορφώσει την προσωπική της ποιητική ταυτότητα, εκκινεί στις ποιητικές της πρόζες με αφορμή τον επιβαλλόμενο από το κράτος εγκλεισμό, προκειμένου να ιχνηλατήσει τα χαρακτηριστικά εκείνα γνωρίσματα που εξήλθαν στην επιφάνεια με αφορμή την πανδημία. Εκτός, δηλαδή, από το ζήτημα της ζωής και του θανάτου, το οποίο τέθηκε σε πρώτο πλάνο μιας και ο ιός απειλούσε την υγεία χιλιάδων πολιτών, λιγότερο ή περισσότερο αναλόγως προς τα αντικειμενικά κριτήρια, η ποιήτρια καταπιάνεται και αναλύει περαιτέρω αυτό που ο εγκλεισμός άθελά του προκάλεσε σε όλους μας. Η απομόνωση από το κοινωνικό περιβάλλον και ο κατ’ οίκον περιορισμός μάς οδήγησε όλους είτε το θέλαμε είτε όχι να αναλογιστούμε πώς δρα η ζωή μας στον ίδιο μας τον εαυτό και πώς εκδηλώνεται αυτή η δράση. Ενώ μέχρι πρότινος η ζωή κυλούσε αβίαστα και ο κόσμος στην καθημερινή σκυτάλη ήταν παραδομένος, ξαφνικά ο χρόνος πάγωσε και ο καθένας βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εαυτό του σε περιβάλλον εκκωφαντικής σιωπής και θυελλώδους αβεβαιότητας. Η ποιήτρια με λόγο χειμαρρώδη και συγκινησιακά φορτισμένο τεχνουργεί στίχους δηλωτικούς αυτής της συστροφής σε ένα ένδον ταξίδι. Ένα ταξίδι με πολλούς σταθμούς, όπου η αρχική ανακούφιση του εγκλεισμού και η απόλαυση της κάθαρσης από την καθημερινή τύρβη και τον κυκεώνα των συμβατικών υποχρεώσεων έδωσε τη θέση της πρωτίστως στην απελπισία και την απογοήτευση και έπειτα στον φόβο του θανάτου και της απώλειας.
Η Πετράκη με αφορμή το ξέσπασμα της πανδημίας βρίσκει πρόσφορο έδαφος, ώστε να ξεστομίσει αλήθειες διαχρονικές αλλά, δυστυχώς, ανεμπέδωτες. Ο θανατηφόρος ιός δεν ήξερε από διακρίσεις ούτε σε χρώμα ούτε σε φύλο ούτε κοινωνική θέση ούτε σε οικονομική κατάσταση. Αδιακρίτως επέλαυνε σκορπώντας απλόχερα τον τρόμο στις καρδιές των ανθρώπων. Έτσι η ποιήτρια αναγάγει την υπάρχουσα κατάσταση σε ένα δεύτερο, κοινωνικά υψηλότερο επίπεδο που εξαρτάται από τον ανθρώπινο παράγοντα και όχι από έναν αόρατο εχθρό, γράφοντας: Διεκδικούσαμε πρωτόγονο καρβέλι/ με ακόντια και σπαθιά/ Πεθαίναμε ύστερα/ με πολυβόλα και πυραύλους/ για λίγα μέτρα διαφιλονικούμενης γης/ Μα όπου κι αν ταξιδέψω/ το ψωμί είναι πάντοτε ίδιο/ Φρεσκοψημένο/ έχει την ευωδιά του κορμιού/ που αγουροξυπνημένο,/ ζεστό ακόμα από τα βραδινά σεντόνια,/ λαχταρά να βγει εκεί έξω/ να ζήσει (από το ποίημα «Ταξίδι στον Βορρά», σ. 9). Η ανθρωπιά, η ειρήνη, η αλληλεγγύη και η συμφιλίωση μεταξύ των λαών αναδύονται υπό τη σκέπη του τρόμου μπροστά στην εφιαλτική μολυσματική ασθένεια. Η ασθμαίνουσα ποιητική φωνή πασχίζει να καταστεί η πανδημία το εφαλτήριο για την επανανοηματοδότηση των όρων της ζωής και των διαπροσωπικών σχέσεων, πασχίζει ν’ αποτινάξει τα σκοτάδια της ψυχής και να φέρει την ένδον άνοιξη που ματαιώθηκε βάναυσα. Παράλληλα, δεν διστάζει να προβεί σε κοινωνική κριτική σε ό,τι αφορά στην αντιμετώπιση της πανδημίας προσομοιάζοντάς την με το προσοδοφόρο εμπόριο όπλων και τη μαζικοποίηση του θανάτου, του θανάτου αναλώσιμων ψυχών από εκείνους – τους γνωστούς άγνωστους – που πάντοτε επιζητούν μια εκκαθάριση ωφέλιμη και ανταποδοτική. Ωστόσο, τα αλλοτινά προσωπεία τώρα αντικαθίστανται από μάσκες προστασίας από τον ιό και οι πολίτες θέτουν υποψηφιότητα για νεκροί σε μια διελκυστίνδα, όπου ο θάνατος αντιμάχεται τη ζωή κατά μέτωπο. Και ενώ η αφή είναι απαγορευτική και άκρως επικίνδυνη κατά τη διάρκεια αυτής της λυπημένης άνοιξης, η φύση στη δική της τροχιά, σαν να μην επηρεάζεται από τα ανθρώπινα, ευωδιάζει. Τα πλουμιστά της χρώματα, οι μυρωδιές της, η λιακάδα και η γαλήνη που αποπνέει το έξω τοπίο, έτσι όπως ανάγλυφα το παρουσιάζει η ποιήτρια, αντιτίθενται στην εσωτερική πάλη που βιώνει το ανθρώπινο ον, στη λύπη, την ανημποριά και τη ματαίωση με τις οποίες παλεύει. Άνιση μάχη, αμφισβητούμενο το αποτέλεσμα.
Η ποιήτρια, δοκιμασμένη τεχνίτρια του λόγου, άλλοτε ψύχραιμα και άλλοτε με μια διάθεση μελαγχολική και στυφή αποτυπώνει τη φύρα της ψυχής, όσο το σώμα θωρακίζεται απέναντι στον εχθρό, ενόσω η μυροβόλος αλλά και βορβορώδης άνοιξη θεριεύει. Το απότοκο αυτής της αποτύπωσης εικονίζεται στην ποίηση. Τούτο τον Μάρτη/ χωρίς επιδέσμους και αναλγητικά/ την ποίηση φορτώνουμε με βαθιές πληγές/ και τις πληγές όπως-όπως γεμίζουμε/ με αχυρένια ποίηση,/ στη μοιρασιά καμιά μη νιώσει αδικημένη (από το ποίημα «Ένας πληγωμένος Μάρτης», σ. 22) Συνάμα, το ποιητικό υποκείμενο δεν διστάζει να εκθέσει εαυτόν με στίχους αυτοαναφορικούς και συναισθηματικά τεταμένους σε έναν συγκερασμό του εξωτερικού και αμερόληπτου γεγονότος με τον βαθιά πληγωμένο ψυχισμό του χρησιμοποιώντας το πρώτο ως πρόφαση, ως προκάλυμμα. Ανέκαθεν επισφαλής η ουσία μου/ ξεκάθαρα με κατατάσσει/ στις ευάλωτες ομάδες/ Δαμόκλειος σπάθη πάνω μου/ η πύρινη ρομφαία των ονείρων (από το ποίημα «Ευπαθής», σ. 23). Σε μια προσπάθεια επανιεράρχησης αξιών και προτεραιοτήτων το ειλικρινές νοιάξιμο αποφαίνεται άθλος και ο πανταχού παρών θάνατος κατακρεουργεί όλα τα θέματα εκθρονίζοντας την πανάκεια που προφέρει το ποιητικό καταφύγιο. Το σώμα και η ψυχή σε αιώνια αντιδικία (επί ματαίω;) διαγκωνίζονται μεταξύ της αποπνικτικής κατάστασης της σπαρακτικής μοναξιάς και του ανομολόγητου συναισθηματικού υπεδάφους, το οποίο κοχλάζει και γυρεύει τρόπους να δραπετεύσει και να ξεχυθεί αβίαστο. Η αυτοαναφορικότητα της ποιητικής φωνής θρέφεται από την αποδόμηση της εξωτερικής συνθήκης και προοδευτικά δυναμώνει. Οι περιηγήσεις και τ’ αδέσποτα πάθη/ δεν υπήρξαν ποτέ το δυνατό μου σημείο/ Εξαιρείται η αλαφροΐσκιωτη χάρτινη Μούσα/ που σαν το αποφάσισε, παράταιρα αργά,/ απαίτησε να την υπηρετώ τυφλά,/ ζητώντας με σφάγιο επί πίνακι (από το ποίημα «Εξομολογητικό», σ. 28)
Η Πετράκη διερωτάται για τη θέση του ανθρώπου στο φευγαλέο του χρόνου, της στιγμής και της ζωής στο πλαίσιο μιας τσιγκουνεμένης ελευθερίας, που δεν αφήνει περιθώρια (αντί)δρασης και καταντά ο άνθρωπος να συνοδοιπορεί με τη σκιά του. Γι’ αυτό η ποιητική φωνή ψάχνει να βρει μια διέξοδο ιαματική υπονομεύοντας την πραγματικότητα και αφήνοντας χώρο για τη φαντασιακή περιπλάνησή της σε τόπους ειδυλλιακούς και ανόθευτους. Το αίτημά της δεν είναι άλλο από την ανάσταση των ζωντανών ψυχών που μαραίνονται και τριγυρνούν σαν ξένοι πεντάξενοι/ σε μία στάλα δρόμο (από το ποίημα «Νύχτα Μεγάλου Σαββάτου», σ. 42), ενώ είναι όλη τη μέρα,/ παγιδευμένοι σε λιλιπούτεια δαχτυλήθρα/ χώρου και στιγμής (από το ποίημα «Κόκκινο κραγιόν», σ. 44), όσο απρόκλητοι ορμούν στο μέτωπο/ οι συνειρμοί της θλίψης (από το ποίημα «Απρίλης», σ. 45). Η ποιητική φωνή στην ουσία της προβάλλει ξεκάθαρα μέσω στίχων νοηματικών μεστών και γλωσσικά πλούσιων το αναγκαίο αίτημα της στροφής της (ελλειμματικής) προσοχής μας στα ουσιώδη, σε όσα – πριν την πανδημία – προσπερνούσαμε ελαφρά τη καρδία, ώστε φτάσαμε πλέον στο σημείο να έχουμε να αντιμετωπίσουμε έναν ανηλεή και βίαιο ξένο εαυτό μας. Η βροχή της εκλεπτυσμένης θλίψης σιγοντάρει τις αβάσταχτες αγωνίες του κόσμου, η κλεψίτυπη ζωή συνταιριάζει τη συνηθισμένη ρυμοτομία της θλίψης και το αγκάθινο φθινόπωρο επισφραγίζει τη σιωπηλή παραίτηση και την κυκλοτερή ανία.
Η ελλιποβαρής ελπίδα, η περίλυπη χαρά, τα τσιμεντωμένα όνειρα, η σκορπισμένη αθωότητα και η ασφυκτική διαπίστωση του είναι συμπληρώνουν τον καμβά, τον οποίο θέλει να ανατρέψει η ποιητική φωνή. Συγκρούεται μαζί του, προσπαθεί να φιλιώσει μ’ εκείνον και να τον κατανοήσει. Επιζητεί να αναχαιτίσει την καλπάζουσα πορεία του, αναζητά τα υλικά που θα τον διαλύσουν και θα τον συστήσουν από την αρχή. Εξ ου και ο προτρεπτικός της λόγος – διακριτικός αλλά και δυναμικός – αφορμώμενος από μια επαγωγική περίπτωση εκφράζει αλληγορικά ένα συλλήβδην πηγαίο και ανθρώπινο αίτημα: Να ʼρθουν ελευθερώτριες σαν παιάνες/ οι εγερτήριες ημέρες,/ οργασμικές να ρουφήξουμε/ τις πανσέληνες νύχτες που χάσαμε,/ όλα τα αβίωτα, λαβωμένα φεγγάρια/ που μεσ’ από της φυλακής μας τα σίδερα/ τούτη την άνοιξη/ κανένας δεν γύρισε να τους ρίξει/ ούτε κλεφτή ματιά (από το ποίημα «Πανσέληνοι στον τοίχο», σ. 38).
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.