Η λογοτεχνική και καλλιτεχνική παράδοση της Πολωνίας είναι μακραίωνη και εξαιρετικά σημαντική. Τον 20ο αιώνα τρεις Πολωνοί συγγραφείς βραβεύτηκαν με το βραβείο Νόμπελ: Ισαάκ Μπάσεβις Σίνγκερ (1978), Τσέσλαβ Μίλοζ (1980) και Βισουάβα Σιμπόρσκα (1996). Η Anna Swir (Świrszczyńska) δεν είναι ιδιαίτερα γνωστή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα ελληνικά, ωστόσο η πρώτη εκδοτική παρουσία ήρθε στο φως από τις εκδόσεις Περισπωμένη το 2021 με τη δίγλωσση έκδοση Μιλώντας στο σώμα μου σε μετάφραση (από τα αγγλικά) του Αριστείδη Τσαλδάρη. Την Εισαγωγή έχει συγγράψει ο Τσέσλαβ Μίλοζ, ο οποίος μετέφρασε τα ποιήματα από τα πολωνικά στα αγγλικά. Την έκδοση συμπληρώνει το Επίμετρο, το οποίο διαρθρώνεται εν είδει διαλόγου μεταξύ του Μίλοζ και του Αμερικανού ποιητή, κριτικού και καθηγητή Λέοναρντ Νάθαν και περιλαμβάνει μερικά από τα πολεμικά ποιήματα της Σβιρ. Η έκδοση περιλαμβάνει 51 ποιήματα, τα οποία χρονικά καλύπτουν το εύρος δημιουργίας της Σβιρ.
Η Άννα Σβιρ (1909-1984) γεννήθηκε στη Βαρσοβία και μεγάλωσε στη φτώχεια ως κόρη ζωγράφου. Δημοσίευσε τα πρώτα της ποιήματα τη δεκαετία του 1930, βασισμένη κυρίως στις εμπειρίες της από τη ζωγραφική και τις σπουδές της στη μεσαιωνική και μπαρόκ πολωνική λογοτεχνία. Σημαδεύτηκε από την εμπειρία του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου ακολουθώντας την ιστορία της πόλης της. Κατά τη διάρκεια της ναζιστικής κατοχής της Πολωνίας εντάχθηκε στο πολωνικό κίνημα αντίστασης και ήταν στρατιωτική νοσοκόμα κατά τη διάρκεια της Εξέγερσης της Βαρσοβίας τον Αύγουστο – Σεπτέμβριο του 1944. Μια φορά περίμενε για 60 λεπτά την εκτέλεσή της. Επέζησε και αποφαίνεται: «Ο πόλεμος με έκανε άλλον άνθρωπο. Μόνο τότε η δική μου ζωή και η ζωή των συγχρόνων μου μπήκαν στα ποιήματά μου». Η Σβιρ, ωστόσο, δυσκολεύτηκε να εκφράσει όσα είδε και έζησε και εν τέλει καλλιέργησε με τον καλύτερο δυνατό τρόπο την τέχνη της ποιητικής μινιατούρας. Μια τέχνη που επεξεργάστηκε στο ξεκίνημά της αλλά ατσάλωσε με την τραυματική εμπειρία του πολέμου.
Τα θέματα που την απασχολούν κινούνται γύρω από το (γυναικείο) σώμα, την προσωπική ζωή, τον έρωτα και την ερωτική οδύνη, τον αισθησιασμό. Και πρέπει να σημειωθεί ότι ο έρωτας και η θηλυκότητα υπερβαίνουν ηλικίες και ρόλους. Η γυναίκα και το σώμα της στέκουν αγέρωχα απέναντι σε προσβολές, επιτιμήσεις και κυνικότητες του κόσμου. Είναι η φωνή της Σβιρ φεμινιστική και η ποίηση της μπορεί να χαρακτηριστεί σωματική. Η Σβιρ δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για τη ψυχολογία των σχέσεων όσο για την σαρκική εξεικόνισή τους. Προτάσσει, δηλαδή, την πράξη, την πραγματικότητα, το συμβάν και όχι τόσο τις συναισθηματικές ταλαντώσεις που προηγούνται και έπονται αυτής. Και αυτή η αίσθηση εντείνεται από το γεγονός ότι η ίδια δημοσίευσε ερωτικά ποιήματα, σε ηλικία εξήντα ετών.
Είναι εξήντα. Ζει
τον μεγαλύτερο έρωτα της ζωής της.
Περπατάει χέρι χέρι με τον αγαπημένο της,
τα μαλλιά της κυματίζουν στον άνεμο.
Ο αγαπημένος της λέει:
«Έχεις μαλλιά σα μαργαριτάρια».
Τα παιδιά τής λένε:
«Ανόητη γριά».
Η Σβιρ τολμά και αντεπεξέρχεται με γενναιότητα στο βάρος της κάθε ημέρας. Σπάει στερεοτυπικές αντιλήψεις γύρω από το γυναικείο σώμα και καυτηριάζει κάθε μορφή κοινωνικού καθωσπρεπισμού και βδελυρής υποκρισίας με όπλο το σώμα και τον λόγο της.
Η ποιήτρια δημιουργεί μικρές χειροποίητες εικόνες, διαυγείς και ευθύβολες χωρίς περιττές φιοριτούρες τεχνουργώντας μια ποίηση αφοπλιστικά ειλικρινή, μια ποίηση άγρια κι αληθινή. Στα ποιήματα της Swir η σάρκα αποκρυσταλλώνεται ως ενσώματη εμπειρία αλλά και ως μια αποστασιοποιημένη κι ως εκ τούτου αντικειμενική παρατήρηση. Το σώμα δεν ταυτίζεται με τον εαυτό. Ο εαυτός περικλείει το σώμα και το πνεύμα και συνάμα ξεχωρίζει και από τα δύο υπονομεύοντας και υποσκάπτοντας το ένα για χάρη του άλλου κατά περίπτωση.
Σώμα μου, είσαι θηρίο
που έχει ως συμπεριφορά αρμόζουσα
τη συγκέντρωση και την πειθαρχία.
Έργο
ενός αθλητή, ενός αγίου, ενός γιόγκι.
Καλά εκπαιδευμένο
μπορείς να γίνεις για μένα
μια πύλη
για να φύγω από τον εαυτό μου
και μια πύλη
για να ξανάρθω μέσα του.
Βυθόμετρο που μετρά ως το κέντρο της γης
κι ένα συμπαντικό πλοίο στον Δία.
Σώμα μου, είσαι θηρίο
που η φιλοδοξία
τού αξίζει.
Λαμπρές οι δυνατότητες
που μάς ανοίγονται.
Η ποιήτρια δεν εμφανίζει φιλοσοφικές, θεολογικές ή υπαρξιακές αγκυλώσεις ούτε αναμένει μια άνωθεν, υπερβατική σωτηρία. Αντιμετωπίζει τον εαυτό της και τους ανθρώπους γύρω της ως απροστάτευτες οντότητες που ανά πάσα στιγμή κινδυνεύουν με αφανισμό. Αυτή είναι και η αιτία από την οποία εκπορεύεται η έμφυτη ανάγκη του ανθρώπου ν’ αναζητήσει την αγάπη, τη συναισθηματική του εγγύτητα με έναν άλλον άνθρωπο.
Είμαι γεμάτη από αγάπη
όπως ένα μεγάλο δέντρο από αέρα,
όπως ένα σφουγγάρι από ωκεανό,
όπως μια υπέροχη ζωή από πόνο,
όπως ο χρόνος από θάνατο.
*
Επειδή δεν υφίσταται ο εαυτός μου
και επειδή αισθάνομαι
πόσο δεν υφίσταται ο εαυτός μου.
*
Κολύμπησα μακριά απ’ τον εαυτό μου.
Μη με καλείς.
Κολύμπησε και συ μακριά από σένα.
Θα κολυμπήσουμε μακριά, αφήνοντας τα σώματά μας
στην ακτή
σαν ένα ζευγάρι σανδάλια.
Με τους στίχους της η Σβιρ γελά και κλαίει δυνατά, αγαπά και πονά έντονα, σαρκάζει και αυτοσαρκάζεται με μια λεπτή ειρωνεία και μια διακριτή αταραξία απορρέουσα από το πνεύμα της, που την προστατεύει από βερμπαλιστικές εξάρσεις και άκρατους ρητορισμούς. Γι’ αυτό και σχοινοβατεί στη νύχτα του έρωτα και το φως της σιωπής, στη νεότητα και τα γηρατειά, στο μεγαλείο της φύσης και τη φθαρτότητα της ταπεινής σάρκας.
Είτε τη μέρα είτε τη νύχτα
κρατάω μέσα μου πάντα
ένα φως.
Ανάμεσα στον θόρυβο και την αναταραχή
κουβαλάω σιωπή.
Πάντα
κουβαλάω φως και σιωπή.
*
Μην πεθάνεις μικρό λουλούδι.
Θα πεθάνω εγώ στη θέση σου.
Είσαι τόσο αθώο και καθαρό,
τόσο απείρως περισσότερο
αξίζεις την αθανασία.
Η ποιήτρια αναγεννιέται, χορεύει, πετά. Κουβαλά με σθένος τον πόνο της κι ας της κατατρώει τα σπλάχνα της, γιατί έχει επίγνωση. Συχνά οι άνθρωποι μοιράζονται τον πόνο και όχι τα εφήμερα και εύθραυστα ψήγματα ευτυχίας. Η ποιητική φωνή υπερβαίνει τα στενά όρια της ύπαρξης και απεγκλωβίζεται από το σώμα που υμνεί.
Γεννιέμαι για δεύτερη φορά.
Είμαι φως,
η βλεφαρίδα του ανέμου.
Αφρίζω, είμαι αφρός.
[…]
Γεννιέμαι για δεύτερη φορά,
η χαρά του κόσμου
ήρθε μέσα μου πάλι.
Το σώμα μου αναβράζει,
συλλογίζομαι με το σώμα μου που αναβράζει.
Αν το θελήσω,
πετάω στα ύψη.
*
Σιωπή
ρέει μέσα μου και ξεχειλίζει
το παρελθόν μου ξεπλένοντας.
Εξαγνισμένη πια, σε περιμένω. Φέρε μου
τη σιωπή σου.
Θα αποκοιμηθούν
φωλιασμένες αγκαλιά,
οι δυο σιωπές μας.
Αλλά ακόμα και όταν μιλά άμεσα για τον πόλεμο και τη δική της εμπειρία, δεν ξεφεύγει από την ένταση του ρεαλισμού και τον απογυμνωμένο ευκρινή λόγο που τρυπάει το μυαλό του αναγνώστη σαν καρφί καθιστώντας τόσο απτή και ζωντανή την εμπειρία της ποιητικής φωνής.
Γιατί φοβάμαι τόσο πολύ
να τρέχω στον δρόμο
που καίγεται;
[…]
Γυμνές απελευθερωμένες φλόγες χορεύουν,
κουνούν τα χέρια τους
μέσα από τις τρύπες των παραθύρων.
Είναι αμαρτία
να κρυφοκοιτάζεις τις
γυμνές φλόγες,
είναι αμαρτία να
κρυφακούς
τα λόγια της ελεύθερης φωτιάς.
Τρέχω μακριά από αυτά τα λόγια
που ακούστηκαν στη γη
νωρίτερα από τα λόγια των ανθρώπων.
Στα πολεμικά ποιήματα, όπου δεν εμφανίζεται η δική της περσόνα, παρουσιάζεται μια περισσότερο αντικειμενική κατάσταση αλλά και πάλι ο ρεαλισμός – συχνά τεντωμένος ως το κατώφλι της νατουραλιστικής πρόζας – αποτελεί τη ραχοκοκαλιά τους.
Σε μια παρατήρησή της για την ποίηση η Σβιρ σημειώνει: «Πώς να γράψετε ποιήματα; Θα υπάρξουν τόσες απαντήσεις όσο και οι άνθρωποι που γράφουν. Προσωπικά, θεωρώ ότι τίποτα δεν μπορεί να αντικαταστήσει το ψυχοσωματικό φαινόμενο της έμπνευσης. Αυτό μου φαίνεται ο μόνος βιολογικά φυσικός τρόπος να γεννηθεί ένα ποίημα και δίνει στο ποίημα κάτι σαν βιολογικό δικαίωμα ύπαρξης». Και πράγματι, η Σβιρ θεραπεύοντας την τέχνη της ποιητικής μινιατούρας, της εκφραστικής λιτότητας ενάντια στην καλλιέπεια, καταφέρνει και δίνει πνοή σε ποιήματα που αντικατοπτρίζουν την κραταιή, νουνεχή αλλά και γαλήνια στάση της απέναντι στη φύση των ανθρώπων και των πραγμάτων.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.