Πολύ πρόσφατα ο Αντώνης Τσόκος εξέδωσε σε δεύτερη έκδοση την τέταρτη κατά σειρά ποιητική του συλλογή Απ’ την Εμμανουήλ Μπενάκη ως τα μεσάνυχτα από τις νεοσύστατες εκδόσεις Μονόκλ. Είχε προηγηθεί η πρώτη έκδοση της συλλογής το 2019 από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη. Στη συλλογή περιλαμβάνονται 52 ποιήματα – τα περισσότερα σε ελεύθερο στίχο εξαιρουμένων κάποιων πεζών ποιημάτων – ταξινομημένα σε 4 ενότητες των 13 ποιημάτων. Στην ποιητική του Τσόκου, έτσι όπως αυτή αποκρυσταλλώνεται στο πλαίσιο της ανά χείρας συλλογής, το άλογο στοιχείο του μοντερνισμού διαπλέκεται έξω και ένδον κειμενικά με τις υπερρεαλιστικές αισθητικές τάσεις της λογοτεχνικής παράδοσης. Γνωρίσματα της ποιητικής φωνής του δημιουργού αποτελούν η πύκνωση του λόγου στους καταληκτικούς στίχους των ποιημάτων, οι οποίοι πολλές φορές δρουν ανατρεπτικά ως προς το ποιητικό σώμα ή ολοκληρώνουν ένα ποιητικό κρεσέντο, ενώ, παράλληλα, τα ποιητικά κείμενα της συλλογής εμποτίζονται με δόσεις (μαύρου) χιούμορ, ειρωνείας, κοινωνικής σάτιρας και τρυφερής εξομολογητικής διάθεσης. Το βιβλίο εκκινεί με ένα πεζοποίημα (prose poem) αφιερωμένο στον Νταλί, του οποίου το όνομα αποτελεί και τον τίτλο του ποιήματος. Ο σουρεαλιστής ζωγράφος που δημιουργούσε «χειροποίητες ονειρικές φωτογραφίες» χρησιμοποιείται δεξιοτεχνικά από τον Τσόκο, με σκοπό να γεφυρώσει δύο βασικά συστατικά στοιχεία (και) της δικής του ποιητικής: την αλήθεια με την παραδοξότητα. Η εκλεκτική του συγγένεια με τον σουρεαλισμό γίνεται εν τω βάθει κατανοητή, αν προσέξουμε και το ποίημα «Ανθοδοχείο» (σ. 33), ένα ποίημα – εικόνα που θυμίζει τον Ισπανό ζωγράφο και τις δικές του εικαστικές ανησυχίες:
Μια τρύπα στο μετωπιαίο οστό
δρα πάντα ευεργετικά.
Ιδίως
όταν συνοδεύεται
από ένα λευκό τριαντάφυλλο.
Το ανθρώπινο κρανίο αποτελεί
ανθοδοχείο
απαράμιλλης αισθητικής.
Ασύγκριτης ποιότητας αγγείο.
Βουτηγμένο στο κόκκινο ζωτικό υγρό
το λουλούδι σπάνια χάνει τη λάμψη του.
Το αίμα
φροντίζει με ζήλο τα μπουμπούκια.
Ξεραίνεται ακαριαία
ώστε να διατηρούν τα άνθη
τη φρεσκάδα τους.
Προχωρώντας ένα βήμα παρακάτω θα δούμε την ποιητική φωνή να αναμετριέται με τον φόβο και την αντοχή. Είναι συζητήσιμο το στοιχείο εκείνο, ζωτικής σημασίας, που επιτρέπει στην ποιητική φωνή να εκφράζεται δίνοντάς της τον κατάλληλο χώρο και τα απαιτούμενα εφόδια, ώστε ν’ αντέξει. Έτσι ο ποιητής γράφει ένα γράμμα στον Μιγκέλ ντε Θερβάντες (αναφορά στο αντίστοιχο ποίημα της σελ. 12) αρχίζοντας με τους στίχους: Μιγκέλ,/ φοβάμαι πως το μολύβι μου/ δεν θ’ αντέξει άλλο Φλεβάρη. Αυτή η συζήτηση περί αντοχής της ποιητικής πένας μπολιάζεται στην ποίηση του Αντώνη Τσόκου με το στοιχείο του ανοίκειου ή του ανάστροφου. Δύο σχετικά παραδείγματα:
(απευθυνόμενος στον Θεό)
Σκοπεύω να μεθύσω
κι ίσως δεν προσευχηθώ.
Όταν μεθώ ξεχνώ την ύπαρξή σου.
Αν ξαγρυπνάς
προσμένοντας δική μου προσευχή
οπλίσου με ελπίδα και υπομονή.
Μην παρεκκλίνεις απ’ την πίστη σου
σ’ εμένα.
(Από το ποίημα «Αμήν. Και κάτι ακόμα», σ. 14)
Πάνε μέρες που έχω πεθάνει.
Ακόμη να συνηθίσω.
Εξακολουθώ να σηκώνομαι
με κεφάλι βαρύ.
Φτιάχνω καφέ
και αναπαριστώ τον εαυτό μου.
Συνωστίζομαι μέσα μου με ντροπή.
(Από το ποίημα «Ξημέρωμα», σ. 19)
Το ανοίκειο και το ανατρεπτικό επισφραγίζουν τη σφριγηλή ποιητική γραφή με ενδεικτικά παραδείγματα την ποιητική πρόζα «Μέριλιν» (σ. 45) και το ολιγόστιχο «Ράβοντας δίχτυα με βελόνες αχινών» (σ. 70), απ’ όπου οι παρακάτω στίχοι: […] Οι πεταλούδες ζαλισμένες από το μαλακτικό/ της απλωμένης μπουγάδας/ πουλούσαν όσο όσο τα φτερά τους./ Τα χταπόδια κρεμούσαν ψαράδες στον ήλιο.
Σημαίνοντα στοιχεία στην ποίηση του Τσόκου αποτελούν η όραση, το σκοτάδι και ο θάνατος. Το βλέμμα φωτίζει τις σκιές, όσο μια φαινομενική τυφλότητα προοικονομεί τον θάνατο. Και ενώ είναι πάγια η θέση «δεν ξέρουμε να πεθαίνουμε» (από το ποίημα «Περιμένοντας το καλοκαίρι», σ. 21), εντούτοις η παθητικότητα και η αδυναμία που χαρακτηρίζει τα υποκείμενα, καθιστά και τον ίδιο τον θάνατο άβουλο. Η θέση του ποιητή σ’ αυτό το σκηνικό μεταξύ σωστού και λάθους, δράσης και αντίδρασης, ραθυμίας και κινητοποίησης, γνώσης και αμάθειας είναι πάντοτε ελλειπτική. Ο ποιητής σκάβοντας στις λέξεις είναι πάντοτε ελλιπής, άρα και καταδικασμένος, mutatis mutandis, στην επανάληψη του λάθους. Όμως, είναι και ο μόνος ή από τους λίγους που μπορούν να δουν – κι εδώ επανέρχεται το στοιχείο του βλέμματος – την αλήθεια μέσα από τα σκοτάδια, μέσα από παράθυρα τυφλά. Απολαμβάνει τη (δική του) συντριβή και παρακολουθεί το (δικό του) τέλος με επίγνωση, διότι η αναγκαιότητα του θανάτου συμπληρώνει την (ποιητική) έλλειψη. Είναι μια sine qua non συνθήκη, για να γεννηθεί το ποίημα.
Η κοινωνική σάτιρα, η ευθύβολη κυνικότητα, η ειρωνεία και το σκώμμα συμπληρώνουν την ποιητική φυσιογνωμία του Αντώνη Τσόκου. Ανάθεμά σας!/ Γιατί φοράτε στους νεκρούς/ στενά ενδύματα;/ Τι κατάρα να σε χτυπούν αιώνιο/ τα παπούτσια σου. (Από το ποίημα «Κεντημένα τριαντάφυλλα», σ. 31) Στο ανωτέρω ποίημα έχουμε την αντίστιξη μεταξύ σώματος και φωνής. Η φωνή υπερβαίνει το νεκρό σώμα, γυρεύει διέξοδο, μεταλλάσσεται σε ουρλιαχτό. Ακολουθεί με συνέπεια την φωνή των ποιητών, η οποία από ήρεμη, κατασταλαγμένη και υποβλητική μπορεί να μεταστοιχειωθεί σε χειμαρρώδη, ορμητική κραυγή που αγωνιά για την αναπνοή και το αποτύπωμά της. Αρκετά ποιήματα είναι αυτοαναφορικά, επομένως η ειρωνεία και η δηκτικότητα επιστρέφουν στο ποιητικό υποκείμενο. Το έγκλημα θέλει μεράκι./ Τη σφαίρα που προορίζεται για μένα/ θέλω, συνάδελφε,/ αποβραδίς να τη γυαλίζεις. (Από το ποίημα «Καθαρές δουλειές», σ. 36). Από την άλλη, για τους επιβάτες χαμηλού κόστους ο θάνατος (σε αναψυχή) συνηθίζεται μιας και αποτελεί ήσσονος σημασίας γεγονός, όπως χαμηλόφωνα αλλά και εύστοχα αποτυπώνεται στο ποίημα «Η βλάβη» (σ. 38), ενώ το σκοτάδι δημιουργείται πάντα από εκείνους που αιχμαλωτίζουν τα πόδια που δεν πατούν στη γη (αναφορά στο πεζό ποίημα «Οι πυροσβέστες», σ. 61)
Τα παραπάνω στοιχεία δεν αποκλείουν την τρυφερότητα και την ευαισθησίας της απογυμνωμένης ποιητικής φωνής. Η πικρία και η συγκρατημένη μελαγχολία της ποιητικής φωνή τεχνουργούν στίχους ειλικρινείς, μεστούς και συναισθηματικά σχοινοτενείς. Η μέθη της αγάπης, το τελευταίο φιλί σε ένα παγκάκι, το από κοινού κρίμα του αμαρτωλού βλέμματος μεταξύ των ερωτευμένων, το στρίμωγμα του εαυτού σε μια προσπάθεια να βολευτεί μέσα του (εξ ου και η αυτοαναφορική – βιωματική διάσταση της γραφής), το παιχνίδι εξακρίβωσης του έρωτα δια της μέθης, όπως παρουσιάζεται στο ποίημα «Πιες» (σ. 50), το όνειρο και η σιωπή που μαρτυρούν την αγάπη και τον πόθο, το πάθος και η συνήθεια, τα δέντρα που ερωτεύονται και σμίγουν, εκείνοι που μένουν με τη θέλησή τους καθισμένοι στο παγκάκι του καημού τους, η μεταμεσονύχτια περιδιάβαση σε δρόμους της Αθήνας και σε στέκια της πόλης φορτωμένα με μπορντό τριαντάφυλλα, ακόμα και η πρόληψη του έρωτα και των συνεπειών του, όπως γλυκόπικρα περιγράφονται στο ποίημα «Πρόληψη» (σ. 55), βρίσκουν την κατάλληλη θέση μέσα στο ποιητικό σύμπαν του δημιουργού. Σε ένα σύμπαν που δεν στερείται συνέπειας και αμεσότητας.
Ο ποιητής παρατηρεί από απόσταση καθημερινά στιγμιότυπα από τους ανθρώπους και τη φύση, από το κοινωνικό περιβάλλον αλλά και από τον ίδιο του τον εαυτό, τα καταγράφει και μάς τα παρουσιάζει σε μια προσπάθεια να μάς κοινωνήσει το απόσταγμα της δικής του προσωπικής αλήθειας, επιμένοντας στο μοίρασμα και τη διάχυση της ομορφιάς σε πείσμα της καχυποψίας, επιμένοντας στην εδραίωση της τρυφερότητας και της ανθρωπιάς, χωρίς να παύει στιγμή να ελπίζει και να εύχεται, ακόμα κι αν χρειάζεται να ξεκληριστεί ένας ολόκληρος ουρανός από άστρα. Γιατί αν οι ποιητές πάψουν να κοιτούν τα πεφταστέρια, η αναπνοή τους θα σωθεί.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.