Δημήτρης Μπαλτάς*
«Κάθε ποιητική έχει διαφορετική γέννηση. Στην περίπτωσή μου συνδέεται με το λιμάνι όπου γεννήθηκα. Κι επίσης, με μια θύελλα να αδράξει ζωές, χαρακτήρες, πλοκές, ασήμαντα καθημερινά γεγονότα – μα εξαιρετικά για κείνο το παιδί στην προβλήτα – τα οποία ανέστησαν μια μακρά αλυσίδα ερωτημάτων», γράφει ο Χόρχε Μποκανέρα στο εισαγωγικό σημείωμα της προσωπικής ποιητικής του ανθολογίας, Τα μάτια του λόγου, που κυκλοφορήθηκε το 2022 από τις εκδόσεις Τόπος σε πολύ προσεγμένη μετάφραση της Αγαθής Δημητρούκα.
Το βιβλίο αυτό, ουσιαστικά, συστήνει τον Αργεντίνο ποιητή στο ελληνικό αναγνωστικό κοινό. Έναν ποιητή του οποίου η σχέση με την Ελλάδα είναι σημαντική τόσο από πλευράς γενεαλογικού δέντρου όσο – και περισσότερο ενδιαφέρον – από πλευράς στοιχείων ελληνικότητας, τα οποία ανιχνεύονται στο έργο του. Για τη σμίλευση της ιδιοσυγκρασίας του ποιητή ήταν καθοριστικής σημασίας το λιμάνι Μηχανικός Γουάιτ στην Μπαΐα Μπλάνκα (νοτιοδυτικά του Μπουένος Άιρες), στο οποίο γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του.
Όλη η λαογραφία του λιμανιού με τα πρόσωπα, τα επαγγέλματα, την καθημερινότητα και τον αέρα που αυτά απέπνεαν στιγμάτισαν τόσο τον ίδιο όσο και τη γραφή του. Η οικογένειά του αποτελούσε μέρος αυτής της ιδιότυπης κοινωνίας στην οποία ο ποιητής ανδρώθηκε. Είτε στο σπίτι είτε έξω από αυτό το τοπίο ήταν κοινό και ήταν αυτό που τού προσέφερε τις πρώτες εικόνες και τού γέννησε τις πρώτες επιθυμίες. «Όποιος γεννιέται σε λιμάνι γεννιέται με το ταξίδι μέσα του». Αυτό πιστεύει και αυτό κηρύττει από τη στιγμή που ξεκινά η περιπλάνησή του στον κόσμο – με την αυτοεξορία του το 1976 – και στην ποίηση. Το ταξίδι της περιπλάνησης και όχι τόσο ο προορισμός χάραξε τα βήματα στα οποία περπάτησε ο ποιητής.
Αυτό που τον ενδιαφέρει εξαρχής είναι ο χρόνος και η ταχύτητά του, το πώς και το πότε καθορίζουν την εφήμερη ύπαρξη. Όταν ο χρόνος – δέρμα λέξεων – αγγίξει φευγαλέα τον αέρα,/ θα ξεπροβάλει ένα ελάφι (σ. 33). Στην ποίησή του συγκεράζει το πραγματικό με το φανταστικό, το μαγικό και το αλλόκοτο με το απότοκο της μνήμης. Στην ανά χείρας ανθολογία, που αποτελεί απάνθισμα ποιητικής εργασίας εκτεινόμενης από το 1973 έως το 2016, ο Μποκανέρα χαρτογραφεί τα όρια, όπου η προσωπική εμπειρία συναντά το συλλογικό όραμα και η εσωτερική ματιά αποκτά χαρακτήρα οικουμενικό εκφράζοντας τη μνήμη, τη νίκη και την ήττα του ανθρώπου.
Τα ποιήματα ταξινομούνται σε τρεις ενότητες. Η πρώτη, Μάτια του ελεύθερου σκοπευτή, περιλαμβάνει είκοσι ποιήματα και ο πυρήνας της είναι η διαδικασία της γραφής. Πώς γράφεται η ποίηση; Πώς την προσεγγίζει ο ποιητής και ο αναγνώστης; Δυο βασικά ερωτήματα τα οποία θέτει ο Μποκανέρα μέσω του μεταφορικού λόγου, μέσω αλληγορικών ερωτήσεων σε μια ποίηση που κουβεντιάζει, που διερωτάται και άμεσα απευθύνεται στον αναγνώστη, σαν να πρόκειται για έναν ζωντανό διάλογο που λαμβάνει χώρα ακριβώς τη στιγμή που διαβάζουμε το ποίημα.
Ο ποιητής δίνει μεγάλη βαρύτητα στη λέξη και το φορτίο της. Αγωνιά για την αλληλουχία των λέξεων στη γραφή του και τις πολλαπλές σημασίες που αυτές φέρουν. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα επιλογή, σ’ αυτήν την πρώτη ενότητα, είναι η παρουσία μιας μικρής κωφάλαλης στην οποία πρέπει να παραδοθεί ένα χρυσό κέρμα, για να μπορέσει να κατακτήσει τη γλώσσα της: Δεν είναι η μούσα που τραγουδάει ούτε το πουλί που κρώζει,/ δεν είναι η κούκλα που μιλάει ούτε η κυρία που υπαγορεύει./ Είναι μια Κωφάλαλη,/ που σου δείχνει τη γλώσσα της μόνο για ένα κέρμα.// Η γλώσσα είναι άδεια./ Το κέρμα πρέπει να είναι χρυσό. (σ. 16) Η πρόσβαση στη γλώσσα, στην ομιλία, στον λόγο είναι το κλειδί που ξεκλειδώνει την πεμπτουσία της ζωής, της εφήμερης ύπαρξης του ανθρώπου στον κόσμο. Η ζωή μετριέται σε λέξεις και «όποιος χάνει λέξεις έχει τις μέρες μετρημένες» (σ. 23).
Ο Μποκανέρα συζητά τη θέση και το χρέος του ποιητή με ερωτήσεις-παρατηρήσεις. Ποιος γράφει; Η πείνα. Η αδηφαγία ξύνει,/ κουνάει ένα σκιάχτρο με άδεια μάτια. Δεν υπάρχει γράμμα,/ υπάρχει δαγκωματιά. Αυτό που λαξεύει και δαγκώνει./ Άγριο το γράψιμο: κάθε πλήκτρο κι ένας ακρωτηριασμός, καρφί που χαράσσει τον μυ της σιωπής./ Ποιος απαντάει; Μια φωνή φαγωμένη. Αιχμή/ μιας φαφούτας καρδιάς που ορμάει στο θήραμά της ανασαίνοντας ερωτήσεις.// Αυτό τρώγεται, λαιμαργία του κενού. (σ. 28) Επώδυνη η γραφή και ριψοκίνδυνη, αντιπαλεύει τη σιωπή και τις σκιές, ιχνογραφεί τη μνήμη και μετρά τον σφυγμό της ζωής. Η ποίηση του Μποκανέρα ακροβατεί ανάμεσα στο (μετά)μοντέρνο και το συμβολικό, με τις λέξεις εκτός από το μεταφορικό φορτίο να αποκτούν και αλληγορική διάσταση. Το «βραχύ σώμα» της λέξης «ρίχνει μια πελώρια σκιά» και η διαδρομή της είναι διάπυρη μέχρι να επιτελέσει τον σκοπό της.
Στη δεύτερη ενότητα, Μάτια ξεραμένο αίμα, αποτελούμενη από είκοσι ένα ποιήματα, τον λόγο έχει ο έρωτας με τη διάθλαση του φωτός και την πυκνότητα του σκοταδιού να συνιστούν το φόντο στο οποίο εγγράφεται το δυνατότερο συναίσθημα. Ο έρωτας και η σφοδρότητά του αποδίδονται ποιητικά με όχημα το όνειρο και τη μνήμη, την αναδρομή στο παρελθόν, ενώ το βλέμμα, η μουσικότητα, τα χείλη, τα χέρια και το φιλί λειτουργούν ως φορείς επίτασης του πάθους. Δυο ενδεικτικές περιπτώσεις: Έπειτα,/ σ’ ένα μέρος/ τυραγνισμένο από υγρασία κι άλλες βαρβαρότητες,/ τα δυο κορμιά έβαλαν τα μάτια να τραγουδήσουν. (σ. 42) και Συνέβη όταν άναψαν – λέω – που κατάλαβα/ πως υπάρχουν ολισθήματα τόσο γλυκά/ που φιλοδοξούν να είναι μοιραία,/ το να φαντάζομαι ξεβαμμένα τα χείλη σου,/ για παράδειγμα (σ. 47).
Είναι χαρακτηριστικό ότι τα ποιήματα αυτά δεν μπορεί να θεωρηθούν απολύτως ερωτικά, καθώς τη μουσική των φιλιών, τις αδίστακτες συνευρέσεις, τα λυπημένα από την ερωτική απογοήτευση μάτια, τον ανεκπλήρωτο πόθο, το τραύλισμα του ερωτευμένου μπρος στο αγαπημένο πρόσωπο, συνοδεύει μια πένθιμη ατμόσφαιρα με διάχυτη την παρουσία του θανάτου. Εδώ,/ εννιά σκαλιά σχεδόν από τον θάνατο,/ τα μάτια του βρίσκουν τα δικά μου/ και δεν έχουμε χρόνο καν για να ξυπνήσουμε (σ. 49) και Όταν φιλιόμαστε γδέρνουμε έναν άγγελο,/ έναν καταδικασμένο σε θάνατο που θα αναστηθεί/ σε άλλα στόματα./ Μη νιώθεις οίκτο γι’ αυτό, απλώς χρειάζεται να μπήξεις το δόντι,/ και να θρυμματίσεις έναν άγγελο./ Ν’ ανοίξεις τα λευκά σου πόδια και να του δώσεις τάφο (σ. 60). Η γραμμή του χρόνου, διαρκώς παρούσα, συνταιριάζει στην ενότητα αυτή με την απόσταση, το άλλοτε και το νυν, στα συναισθήματα και τις συγκυρίες καθιστώντας την ποιητική φωνή αισθαντική και πάλλουσα, όπως λ.χ. στο ποίημα «Αυτή η φωτογραφία που βγάλαμε κάποτε» (σ. 52-53). Σ’ αυτή την ενότητα ξεχωρίζει, ακόμα, το ποίημα «Κορδέλες» (σ. 68), αφιερωμένο στη μητέρα του ποιητή, για την ευαισθησία και την απαλότητα των λέξεων και των εικόνων.
Στην τελευταία και εκτενέστερη ενότητα, Τσεκουρωμένα μάτια, αποτελούμενη από τριάντα τέσσερα ποιήματα, κυριαρχεί ο κοινωνικός σχολιασμός της καθημερινής απόγνωσης, της εφήμερης ύπαρξης, της πολιτικής ιδιότητας του ατόμου αλλά με μια απόσταση που επιτρέπει στον ποιητή να βλέπει τα πράγματα περισσότερο αντικειμενικά, χωρίς, ωστόσο, να λείπουν ποιήματα που μιλούν για τη φτώχεια, την κοινωνική αδικία, την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο – ή ζώου από ζώο συμβολικά –, την τρομοκρατία και τον φόβο του καθεστώτος, τους κατατρεγμένους και τους νεκρούς. Ο ποιητής μιλά, αντιδρά, παίρνει θέση και δεν σωπαίνει παρόλο που κατά τόπους προσπαθεί να μας πείσει για το αντίθετο, για τη θεληματική σιωπή του.
Σ’ αυτήν την ενότητα εντοπίζουμε, επίσης, αναφορές του ποιητή σε αγαπημένους ομοτέχνους του: τον Αττίλα Γιόζεφ, τη Σύλβια Πλαθ, την Άννα Φρανκ, τον Φ. Γ. Λόρκα, τον Καίσαρα Βαγιέχο, τον Ναζίμ Χικμέτ, κ.ά. Στο ποίημα για τον Αττίλα Γιόζεφ γράφει: Στην πλάτη σου το απόγευμα ξέκανε τα χρώματά του/ όσο η σιωπή ζωγράφιζε έναν κόμπο στο χαμόγελό σου./ Ένας εργάτης, ο αδερφός σου, κοιτάζει ένα φρέσκο λάχανο/ κι εσύ περιμένεις το απλό τρένο φορτηγό./ Η μέρα προαισθάνεται πως θα της χτίσεις/ μια κραυγή,/ ένα άλμα,/ ένα «για μένα φτάνει πια!» (σ. 74). Ο Μποκανέρα κραυγάζει για τα δικαιώματα των βιοπαλαιστών αλλά καυτηριάζει την παθητικότητα των ανθρώπων που μοιάζουν παροπλισμένοι και φιμωμένοι. Η ποίησή του είναι σαρωτική, χλιμιντρίζει. Δεν απουσιάζει ο κοινωνικοπολιτικός σχολιασμός για τα γεγονότα που σημάδεψαν την πορεία της χώρας του. Η αγέλη διασχίζει βαλτότοπους/ κι η πατρίδα μου – η δική μου – είναι μόνο αυτή η αγέλη ελεφάντων/ που παρέκκλινε της πορείας της (σ. 84).
Ξεχωρίζει το ποίημα το αφιερωμένο στον κουρέα παππού του Σαντιάγο, τον οποίο περιγράφει γλαφυρά δίνοντάς μας την αίσθηση ότι τον βλέπουμε ολοζώντανο επί το έργον, έτσι όπως τον βρήκε ο θάνατος – ο τελευταίος του πελάτης. Ήταν μικρότερος κι από ένα μπουκάλι μπριγιαντίνη Μπρανκάτο ο παππούς μου,/ αλλά ένα κεφάλι ψηλότερος από τον θάνατο./ Καλούσε τον πελάτη τινάζοντας μια πετσέτα/ κι ο πελάτης καταλάμβανε εκείνη την ξύλινη πολυθρόνα Dossetti/ κι έμπαινε στον καθρέφτη (σ. 85). Σ’ αυτό το ποίημα παρατηρούμε την ικανότητα του ποιητή να συνταιριάζει τη μοντέρνα γραφή με το μεταφυσικό στοιχείο δημιουργώντας στα μάτια του αναγνώστη μια έκπληξη που από την αρχή του ποιήματος κατασκευάζεται προσεκτικά, για να κορυφωθεί στο τέλος. Επιπλέον, το υπερβατικό στοιχείο συνδυάζεται με το μαγικό και το αλλόκοτο στο ποίημα «Κατρίνα» (σ. 119-120), όπου γελοιογραφείται ο θάνατος: τρελές οι σκούπες του κοιμητηρίου, δεν σταματάνε να σκουπίζουν το κεφάλι του κρεμασμένου.
Αξιοσημείωτη είναι, τέλος, η διαλεκτική του ποιητή με το είδωλό του, καθώς ο καθρέφτης και το πρόσωπο διατρέχουν πολλά από τα ποιήματα αυτής της ενότητας και ενίοτε συμπεριλαμβάνουν τις έννοιες της εντοπιότητας και της (αυτό)εξορίας, που καθιστά κάποιον ξένο στον τόπο του. Για παράδειγμα το ποίημα «Τετράδιο του καθρέφτη» ξεκινά ως εξής: Ανάμεσα στον καθρέφτη και σ’ εμένα υπάρχει ένας άντρας κομμάτια (σ. 89) και στο ποίημα «Ο σιωπηλός» αναφέρεται: Τρύπες που τρώνε τον αέρα θυμούνται ένα πρόσωπο που κατάπιε το πρόσωπο (σ. 92).
Ο ποιητής ψυχογραφεί έμμεσα τον εαυτό του και, παράλληλα, την εποχή του. Ο καθρέφτης φωτίζει το πρόσωπό της ζωής αλλά και του θανάτου, της ομορφιάς αλλά και της ασχήμιας. Τον ποιητή ακολουθεί η σκιά της ιστορίας με τον ίδιο να αποδίδει στους στίχους του την ψυχοσύνθεση της Νοτίου Αμερικής, που σημαδεύτηκε από τα απολυταρχικά – δικτατορικά καθεστώτα με τον ξεριζωμό να αγκυλώνει για πάντα τις ψυχές εκατομμυρίων ανθρώπων. Επέστρεψα από την εξορία, γύρισα στο πουθενά, γράφει στο ποίημα «Ο ξένος (δύο)» (σ. 94) και συμπληρώνει στο ποίημα «Τόπος» (σ. 95-96) που ακολουθεί: Οι εξόριστοι φορτώνονται τα κομμάτια του χρόνου τους. […] Είμαστε οι ξένοι ενός τόπου που ήταν δικός μας.
Ο Μποκανέρα με το βλέμμα στραμμένο στο παρελθόν και την πένα του ακονισμένη στο παρόν, με ευρηματικότητα στα εκφραστικά μέσα και τρυφερότητα στον τρόπο με τον οποίο προσεγγίζει τους ανθρώπους και τις σχέσεις τους, τεχνουργεί στίχους ειλικρινείς, που μοχθούν να αποκωδικοποιήσουν τα αργά και αβέβαια βήματα της πορείας του ανθρώπου στο τρεχαλητό του χρόνου και της ιστορίας.