Τριάντα ποιήματα συγκροτούν την ανά χείρας ποιητική συλλογή της Χριστίνας Λαμπούση, τα οποία είναι αρκετά, για να αποτυπώσουν την οπτική της ποιήτριας γύρω από τα θέματα τα οποία έχει επιλέξει να αναδείξει με τους στίχους της. Θέματα που, δυστυχώς, είναι εξαιρετικά επίκαιρα στην εποχή μας και αποτελούν μείζονες μάστιγες της κοινωνίας μας. Η έμφυλη βία, η ενδοοικογενειακή βία, η βία κατά των παιδιών, η θέση της γυναίκας και οι πεποιθήσεις που με τα χρόνια έχουν αποκρυσταλλωθεί γύρω από τη θέση αυτή με γνώμονα τις στερεοτυπικές και αναχρονιστικές αντιλήψεις της κοινωνίας, ο εξαιρετικής σημασίας ρόλος της οικογένειας στην ανατροφή και τη διαπαιδαγώγηση των παιδιών, η δειλία και ο φόβος στον κυκεώνα των οποίων εγκλωβίζεται ο σύγχρονος άνθρωπος κουβαλώντας επ’ ώμου τις πληγές και τα τραύματά του, όλα απόρροια της κακοποιητικής συμπεριφοράς και των μουχλιασμένων αντιλήψεων με τις οποίες έχει γαλουχηθεί.
Η ποιήτρια αναδεικνύει, επομένως, θέματα κοινωνικής κριτικής στη βάση της διασάλευσης της σύγχρονης ζωής και της απεμπόλησης του ανθρώπου από αυτήν. Ο λόγος της είναι ρεαλιστικός και λιτός, ενώ ορισμένες φορές τα εκφραστικά σχήματα που χρησιμοποιεί τον καθιστούν ιδιαίτερα σκληρό και σαρκαστικό. Παράλληλα, επενδύει την ποιητική της μετερχόμενη θεατρικών συμβάσεων, όπως κάνει στο εναρκτήριο και στο καταληκτικό ποίημα της συλλογής. Επί της ουσίας καλωσορίζει τον αναγνώστη/θεατή σε μια παράσταση, η οποία θα εκτυλιχθεί στα επόμενα ποιητικά κείμενα της συλλογής, έως ότου η αυλαία κλείσει με το τριακοστό ποίημα. Η ποιήτρια μάς εισαγάγει σε μια παράσταση λέξεων και αισθήσεων, μια παράσταση για γερό στομάχι, καθώς ο στίχος της είναι ευθύβολος και αφοπλιστικά αληθής.
Η ποιήτρια δεν μασάει τα λόγια της. Αντιθέτως, ευθύς εξαρχής παρουσιάζει το θέμα της παράστασης που θα δούμε και τους πρωταγωνιστές. Θέμα οι λεηλατημένες ψυχές των ηρώων και ήρωες το παιδί και η γυναίκα. Αποδέκτης/θεατής ο αναγνώστης, ο οποίος πια έχει φτάσει σε μια ηλικία, ώστε να διαρρήξει κάθε αυταπάτη και να αντιμετωπίσει κατά μέτωπο την αλήθεια. Την αλήθεια, την οποία στοχεύει να αποκαλύψει η ποιήτρια, όπως δηλώνεται ήδη από τον παραφρασμένο από τον Αρχιμήδη τίτλο, Τους κύκλους τάραττε, με τον οποίο επιγράφει τη συλλογή της, που θα μπορούσε να αποτελεί και τον τίτλο της θεατρικής παράστασης που παίζεται μπροστά στα φαινομενικά ανυποψίαστα και έκπληκτα μάτια του αναγνώστη/θεατή, ο οποίος όμως γνωρίζει πολύ καλά τι πρόκειται να δει.
Η ποιήτρια επιδιώκει να ταράξει μακραίωνες αραχνιασμένες ιδεοληψίες, να ξεσκεπάσει τα πάθη της κοινωνίας, να χτυπήσει το κακό στη ρίζα του, να ξεράσει το δηλητήριο που αρρωσταίνει τους αρμούς της ζωής. Και ο αναγνώστης/θεατής οφείλει, επιτέλους, να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων και να αναλάβει τις ευθύνες του απέναντι πρώτα απ’ όλα στον εαυτό του. Με έναν λόγο δανεισμένο – και παραφρασμένο εδώ – από τον Πιερ Πάολο Παζολίνι, η ποιήτρια αυτό που ζητά από όλους όσοι διαβάσουν τις λέξεις της, αυτό που ζητά από μας είναι να ανταποκριθούμε στον άγριο πόνο τού να είμαστε άνθρωποι[*].
Ας συζητήσουμε, όμως, κάποια από τα ποιήματα της συλλογής, ώστε να δούμε από πιο κοντά όσα θίγει η ποιήτρια. Στο δεύτερο ποίημα της συλλογής, «Ρωγμή», η ποιητική φωνή θέλοντας ν’ αποτινάξει από πάνω της κάθε ίχνος ενοχής για την τωρινή κατάστασή της, αναφέρεται σε όσους αποφάσισαν ερήμην για το μέλλον της, για τον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο οι κοινωνικές συμβάσεις τη γαλούχησαν. Οι αντιλήψεις, οι δοξασίες, τα θέσφατα που άκριτα αποδεχόμαστε και επιτρέπουμε να μας (καθ)ορίζουν, φτάνοντας στο σημείο της βουβής παραδοχής όλων όσων καθημερινά μας σερβίρουν, χωρίς αντίσταση, χωρίς σκέψη. Στο τρίτο ποίημα, «Ανάθεμα», ο λόγος αφορά στο παιδί που πρέπει από τη σπηλιά να βγει στο φως, ενάντια σε όσους προσπαθούν να το τσακίσουν, ενάντια στα τέρατα που πολεμούν τους αγγέλους. Η ποιητική φωνή μάς θυμίζει το χρέος μας καλώντας μας σε μια ένδον στροφή, ώστε να βρούμε και να φροντίσουμε για το μέσα μας παιδί ή τουλάχιστον ό,τι έχει απομείνει από αυτό. Μια στροφή επικίνδυνη, δύσβατη, σπαρμένη με αγκάθια. Όμως, όπως προτείνει στο αμέσως επόμενο ποίημα, «Sempre viva», το ζητούμενο είναι να βρει κανείς το λουλούδι μέσα απ’ τα αγκάθια. Η ποιητική φωνή κάθε βράδυ φυτεύει λουλούδι στον κήπο της ψυχής της και κάθε βράδυ της τα ξεριζώνουν οι άχρηστοι κηπουροί «Αλλά αυτή/ φύτευε κι άλλα/ κάθε βράδυ/ φύτευε κι άλλα/ – στο σκοτάδι θρέφεται το πείσμα –/το δάκρυ της/ δροσοσταλίδα πάνω τους/ Θεέ μου, κοίτα/ ζω/ κοίτα εμένα/ άφες αυτοίς/ κοίτα με/ καλύπτω τα σημάδια/ στους καρπούς μου/ λουλουδιάζω/ οι ουρανοί το σπίτι μου/ κήπος αειθαλής// Ο Ιούδας/ μόνος του θα κρεμαστεί» (σ.15).
Η ποιήτρια αφήνοντας να διαφανεί μια ελπίδα αισιοδοξίας, μια ελπίδα πίστης προετοιμάζει τον αναγνώστη για το αμέσως επόμενο ποίημα, «Σιωπή στη διαπασών», όπου το θέμα στρέφεται γύρω από «τα εν νοσηρώ οίκω μη εν δήμω». Ο βιασμός σώματος και ψυχής, η μαθητεία στον πόνο, ο θάνατος της ψυχής πριν τον βιολογικό θάνατο, ο φόβος του ασθενούς απέναντι στο δυνατό φύλο, οι παραδεδεγμένες πεποιθήσεις της κοινωνίας του περασμένου αιώνα, οι οποίες όμως συνεχίζουν να ρίχνουν το δηλητήριό τους στους καρπούς και του δικού μας αιώνα, οι πεποιθήσεις που θέλουν τη γυναίκα να σιωπά, να υπομένει τη βεβήλωση της ψυχής της στωικά και να γίνεται θυσία στον βωμό του καθωσπρεπισμού, της επίπλαστης ευτυχίας, της υποκριτικής εικόνας που θέλει την οικογένεια ενωμένη, ακόμα κι όταν η οικογένεια μετατρέπεται σε ειρκτή και κόλαση για εκείνη.
Ωστόσο, η ποιήτρια δεν καυτηριάζει μόνο τη νοσηρότητα αυτών των περιστατικών βίας αλλά ανιχνεύει τη βαθύτερη αιτία τους, τη ρίζα τους στο ευρύτερο οικογενειακό περιβάλλον, στον τρόπο, δηλαδή, με τον οποίο οι γονείς ανέθρεψαν το παιδί, ώστε τώρα να έχουμε σε ένα σπίτι έναν άντρα θύτη και μια γυναίκα θύμα και κατ’ επέκταση ένα παιδί (αγόρι εν προκειμένω), το οποίο θα μεγαλώσει, για να κακοποιεί και να σκοτώνει γυναίκες. Η Λαμπούση, δηλαδή, δεν μένει μόνον στην περιγραφή και την καυτηρίαση της βίας εντός της οικογένειας αλλά προχωρά ένα βήμα παραπέρα στο γενεαλογικό δέντρο ψάχνοντας τις αιτίες που καθιστούν ένα αγόρι – άντρα κακοποιητή και ένα κορίτσι – γυναίκα θήραμα. Εγγίζει προσεκτικά και ψύχραιμα όλα τα στάδια που οδηγούν μια γυναίκα στην ήττα, ώστε λίγο παρακάτω στο ποίημα «Δήμιος θανάτου», νομιμοποιώντας και τη θεατρική σύμβαση, ώστε να μην ξεχνιέται ο αναγνώστης/ θεατής, γράφει: «Φωνάζει ο πόνος στα σωθικά/ ένα δρεπάνι/ κειμήλιο φροντίδας γονεϊκής/ με έχει σκίσει πέρα ως πέρα/ βαράτε στο ψαχνό/ από την πλάτη βγήκε στην κοιλιά μου// Αγαπητοί καλεσμένοι/ η φιέστα έλαβε τέλος/ η ζωή ζητάει τα ρέστα της/ η ζωή ζητάει να γίνει ζωή/ μην πεθάνεις πριν πεθάνεις» (σ. 23).
Για τη Λαμπούση ο τόπος του εγκλήματος είναι η παιδική ηλικία. Όλα εκκινούν από εκεί, όπου το παιδί διψά για αγάπη. Αλλά αν είσαι αγόρι δεν σου πρέπει το χάιδεμα και η στοργή, ούτε επιτρέπεται να κλαις. Γίνεται ρούχο η εγκατάλειψη και χάδι η κλωτσιά. Κι αν είσαι κορίτσι καις την ψυχή σου, για να ζεσταθείς στο άνισο αλισβερίσι του φόβου στις παγωμένες συναλλαγές συναισθημάτων, ώσπου «Με ξυπνά ο ρόγχος μου/ ένα σκυλί γλείφει τα ακροδάχτυλά μου/ ξύπνα κοριτσάκι/ έλα να αλυχτήσουμε μαζί/ το κάνουν όλοι οι καταφρονημένοι (σ. 26). Η ποιητική φωνή πάσχει αλλά στέλνει μήνυμα ελπίδας και αισιοδοξίας προς όλες τις πάσχουσες ψυχές με λόγο συμβολικό στο ποίημα «Η πόλις», όπου συν τοις άλλοις διακρίνεται ο καβαφικός απόηχός του, χρησιμοποιώντας αλληγορικά τη γάτα «με το ζωνάρι στο χέρι» ως το «αναθεματισμένο ζώο» που ρημάζει τη ζωή της και θέλει να απαλλαγεί απ’ αυτό, να το νικήσει.
Στο εξαμερές ποίημα που ακολουθεί, με τίτλο «Λερναία Ύδρα», η Λαμπούση προσθέτει στα θέματά της τη γυναικεία κακοποίηση – λεκτική ή σωματική – στο εργασιακό περιβάλλον, τη σοκαριστική κακοποίηση παιδιού από γονέα (εν προκειμένω από τη μάνα, η οποία χτυπά το παιδί της, επειδή και οι δικοί της γονείς τη χτυπούσαν διαπράττοντας το «μητρικό καθήκον προπατορικό»!), την παθητικότητα και την αδράνεια των ανθρώπων απέναντι σε εγκλήματα που βλέπουν να συντελούνται δίπλα τους με εκείνους να κλείνουν τα μάτια, για να αποφύγουν τις τύψεις και ζώντας σε μια εύθραυστη ψευδαίσθηση. Το αίτημα που διατυπώνει η ποιητική φωνή είναι η ανάληψη της ευθύνης, η συνειδητοποίηση και η επιστροφή της απωλεσθείσας ανθρωπιάς.
Η ποιήτρια με λόγο ώριμο αναδεικνύει τα δεινά που περνάει ένας άνθρωπος σε αντιδιαστολή με τον φυσικό θάνατο. Τα δεινά αποτελούν μικρούς θανάτους σε συνέχεια ξεπερνώντας το φυσικό τέλος σε σημασία, καθώς «δε φτάνει τούτη η ζωή για την παραγραφή τους» (σ. 36). Τα δεινά ανοίγουν πληγές στην ψυχή ανεπούλωτες που όταν κακοφορμίζουν την κατακρημνίζουν οδηγώντας την σταδιακά στη θυσία, στην ήττα της. Οι πληγές αφήνουν την ψυχή ευπαθή και αβοήθητη, σκοτώνουν το μέσα της παιδί, χαρίζοντας της μια «Προθανάτια γεύση», όπως αποτυπώνεται στο ομώνυμο ποίημα, ενώ «Η ψυχή εάλω/ σιγά σιγά κι ανεπαισθήτως» (άλλος ένας καβαφικός απόηχος) στο αμέσως επόμενο ποίημα με τίτλο «Ανάδυση». Στην ποίηση της Λαμπούση το κακό γίνεται ευεργέτης και όπλο ο πόλεμος εναντίον της ψυχής, καθώς «άνευ πτώσεως/ ουδεμία ανάστασις ευοδούται», όπως γράφει στο ποίημα «Μετουσίωση».
Η θεατρική σύμβαση επανέρχεται στο ποίημα «Διαγωγή κοσμιοτάτη», όπου το ποιητικό υποκείμενο νιώθει σαν μια καλοκουρδισμένη μαριονέττα άβουλο και ανίκανο να αντιδράσει παρά μόνο να παριστάνει μπορεί ότι όλα βαίνουν καλώς. «Και το βράδυ/ τότε που τα φώτα σβήνουν/ μες το κουτί μου μέσα μπαίνω/ η παράσταση έλαβε τέλος/ παίρνω την καρδιά μου στα χέρια μου/ τη ζεσταίνω μες τη φούχτα μου// Άντεξε καρδιά μου/ άντεξε/ αύριο άλλη παράσταση σε περιμένει».
Στη συνέχεια, η ποιήτρια ξαναπιάνει το νήμα που αφορά στην κοινωνική θέση της γυναίκας αναφερόμενη στη γνωστή ιστορία της Ιωάννας της Λωρραίνης. Η συναισθηματική ένταση οξύνεται στο ποίημα «Ψυχή στεγνή», όπου η βροχή αποτελεί καταφύγιο, άλλοθι και παρηγοριά για την ποιητική φωνή, φέρνοντας στον νου της αναμνήσεις από την παιδική της ηλικία. Έπειτα, το θέμα στο ποίημα «Τελευταία πράξη» (που μάς προετοιμάζει για την ολοκλήρωση της παράστασης – του βιβλίου) στρέφεται γύρω από την ευθύνη της μάνας με λόγο αψύ: «Μανάδες αγοριών φονιάδων/ φυλάξτε τους σπόρους σας/ το θάνατο μη σπείρουν// Αγάπη εντός τους/ χρέος δικό σας/ να ριζώσει/ και τότε/ ετούτον τον καρπόν/ όλοι θα γευθώμεν (σ. 51). Στο επόμενο ποίημα, «Ελευθερία», η γυναίκα εξυψώνεται στον ρόλο που της ταιριάζει ως φύσει επαναστάτης, καθώς παρομοιάζεται με τα τετρακόσια χρόνια σκλαβιάς του έθνους που επαναστάτησε ενάντια στη δουλικότητα, την ατολμία, τον φόβο, στον ραγιαδισμό. Έτσι και η γυναίκα αλλά και κάθε άνθρωπος πρέπει να ανασυνταχθεί, να βρει τη δύναμη που κρύβει μέσα του, να νικήσει τα θηρία γύρω του, να αφήνει τον κόμπο στον λαιμό να γίνει αναφιλητό, να επανακτήσει την ευαισθησία και την τρυφερότητα που λείπει από τον κόσμο. Από τον κόσμο μας, όπου πληθαίνουν άνθρωποι άτεγκτοι και απαθείς απέναντι σε ό,τι ειδεχθές συμβαίνει γύρω τους. Τέλος, το ποιητικό υποκείμενο στο ποίημα «Κανονικά» αντιπαραβάλλει το επίπλαστο κι αδύναμο φως μιας έξω ζωής (με μέρες καρμπόν η μία με την άλλη, με την άκαμπτη ιδιωτικότητα του κόσμου και την αποστροφή του στον πόνο του διπλανού) με το μέσα του σκοτάδι, που αν και συντριπτικό είναι τίμιο και σταράτο, αποδεχόμενο την αλήθεια, όπως είναι, με όλη της την ασχήμια.
Στο καταληκτικό ποίημα του βιβλίου, «Σ’ αγαπάω, μ’ ακούς;», όπως ήδη αναφέρθηκε, η ποιήτρια γεφυρώνει τη θεατρική σύμβαση με την οποία έντυσε το έργο της ήδη από την αρχή. Η παράσταση τελείωσε, η αυλαία κλείνει και λίγο πριν το τελευταίο χειροκρότημα που αξίζει η απογυμνωμένη ψυχή που έπαιξε τόσους ρόλους σε αυτά τα τριάντα ποιήματα, συζητά με αφορμή τον τίτλο του τελευταίου ποιήματος για τις τσακισμένες ψυχές που δεν καταλαβαίνουν τη διάλεκτο της αγάπης, που τη φοβούνται και αμύνονται απέναντί της. Η ποιήτρια κλείνει με αναφορά στους γονείς, στην οικογένεια, δικαιώνοντας την άποψη ότι όλα ξεκινούν από εκείνη: η αθωότητα, η αγάπη, η τρυφερότητα, η ευαισθησία, η ανθρωπιά, ο σεβασμός. Ας δούμε από κοντά τα τελευταία λόγια των πρωταγωνιστών της παράστασης, των παιδιών και των γυναικών, κι ας τους χειροκροτήσουμε με τα χέρια της αλήθειας που αποκομίσαμε από τον λόγο τους.
«Μια βελόνα ρε μάνα/ να ράψουμε και πάλι τον ομφάλιο/ να γίνει τώρα όπως πρέπει/ να με προστατέψεις/ κέντημα ωραίο/ με σένα παρούσα/ και μένα άθικτη// Και να δεις που η κλωστή θα δραπετεύσει/ θα ενώσει τη διαλυμένη μου ψυχή/ βελονιά τη βελονιά/ υπάρχουν τρύπες/ να περάσει η βελόνα/ φρόντισαν οι πληγές/ να αφήσουν αποτύπωμα/ ας είναι ελαφρύ το κρίμα// Αν θες να ακούσω/ πρέπει να σε τσακίσω εγώ τώρα/ πατέρα/ κάνε στην άκρη/ κλέφτη της αγνότητάς μου/ σε θάβω ζωντανό/ για να ζήσω// Ο θάνατός σου/ η ζωή μου/ πατέρα// Τίτλοι τέλους (σ. 59-60).
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.