You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς: Δήμητρα Χριστοδούλου, Σε αβαρές φαλτσέτο. Μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα.  Εκδ. Θράκα, 2024

Δημήτρης Μπαλτάς: Δήμητρα Χριστοδούλου, Σε αβαρές φαλτσέτο. Μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα.  Εκδ. Θράκα, 2024

Η Δήμητρα Χ. Χριστοδούλου δεν χρειάζεται ιδιαίτερες συστάσεις. Ώριμη από καιρό και ακάματη θεραπαινίδα του λόγου έχει χαράξει τη δική της πορεία – σημαντική και ανυπόκριτη – στη σύγχρονη ελληνική ποίηση εκπροσωπώντας κατά το μερτικό της τη γενιά του ʼ70 και, παράλληλα, ξεφεύγοντας από τα στενά γραμματολογικά όρια της γενεαλογικής κατάτμησης της λογοτεχνίας, καθώς συνεχίζει με το έργο της και τη φυσική της παρουσία να πλουτίζει τόσο την προσωπική της συγκομιδή όσο και αυτή της ποίησης πειραματιζόμενη με ποικίλους τρόπους και μέσα και πάνω απ’ όλα με των λέξεων το βάρος. Έτσι πολύ πρόσφατα, κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Θράκα το 17ο ποιητικό της βιβλίο, όπου το εξώφυλλο κοσμεί το ακρυλικό σε καμβά έργο του Αμερικανού εξπρεσιονιστή Paul Jenkins (1923-2012) Phenomena Kwan Yin του 1969. Το βιβλίο φέρει τον παιγνιώδη και κάπως απρόσμενο τίτλο Σε αβαρές φαλτσέτο, συνοδευμένον με τον παραμυθητικό υπότιτλο μουσικές και ιστοριούλες για σφύριγμα. Το φαλτσέτο, εν συντομία, είναι φωνητική τεχνική που επιτρέπει στον τραγουδιστή να τραγουδάει νότες οξύτερες από την κανονική του φωνητική έκταση. Συνοδευμένο από το επίθετο «αβαρής», θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η ποιήτρια βλέπει τους στίχους της υπό το πρίσμα μιας ανάλαφρης – ίσως και αμήχανης – παιγνιώδους διάθεσης, όπου επιχειρεί να υπερκεράσει τα όποια φυσικά ή βιολογικά εμπόδια και να διατρανώσει τη δική της αλήθεια, όπως αυτή έχει σμιλευθεί στο πέρασμα των χρόνων. Γι’ αυτό είναι συχνή η αναφορά ή, καλύτερα, η επιστροφή της στα χρόνια που τόσο γρήγορα πέρασαν, τα οποία πλέον γυρνούν ως μνήμες τσιγκλώντας το θυμικό της και ωθώντας την να τραβήξει από την τσέπη της τη φαλτσέτα της ποίησης, ώστε να πολεμήσει τον παλιό εαυτό και να εμπεδώσει την αυτοκυριαρχία του τωρινού εαυτού της. Το κοφτερό μαχαίρι των στίχων της, επομένως, τής επιτρέπει να ξεστομίσει με φωνή στην αρχή άναρχη και άναρθρη αλλά στην πορεία στιβαρή και μεστή νότες μελωδικές που υπερβαίνουν σε έκταση τη φθαρτότητα και τη θνητότητα της ύπαρξής της – τις οποίες έτσι κι αλλιώς αποδέχεται και περιφρονεί – αλλά συνταιριάζουν απόλυτα με την ανάγκη και τον αγώνα να διατηρήσει άσβεστη τη φλόγα του πνεύματός της.

Το βιβλίο περιλαμβάνει 48 ποιήματα εκ των οποίων τα περισσότερα είναι γραμμένα σε ελεύθερο στίχο και καλύπτουν την έκταση 24 στίχων έκαστο κατά μια σχεδόν εμμονική και αυτοπροκαλούμενη τάση της ποιήτριας, κάποια είναι γραμμένα σε ομοιοκατάληκτο και, κυρίως, ρυθμικό στίχο (τα οποία, συνήθως, επιγράφονται ως «τραγουδάκια») και κάποια ποιητικά κείμενα μοιάζουν περισσότερο με μικροσκοπικά διηγήματα, τα οποία όμως δεν στερούνται ποιητικότητας, άρα θα μπορούσαμε κάλλιστα να τα θεωρήσουμε πεζά ποιήματα. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι τα ποιήματα είναι τοποθετημένα στο βιβλίο με τρόπο τέτοιον, ώστε να δίνεται η εντύπωση μιας αόρατης κλωστής που τα συνέχει και τα συγκρατεί μεταξύ τους, τουλάχιστον από άποψη θεματική. Όσον αφορά στην ποιητική γλώσσα της Χριστοδούλου, αυτή διακρίνεται από την έντονη υπαινικτική και ελλειπτική υφή της, καθώς και από την ανατρεπτική – στους καταληκτικούς στίχους των ποιημάτων – διάθεση. Γενικότερα, στα ποιητικά της κείμενα η Χριστοδούλου διανύει μια απόσταση μεταξύ του οικείου και του ανοίκειου, μεταξύ του ρεαλιστικού και του φανταστικού ή σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και του μαγικού. Άλλωστε, ως προς την επίρρωση αυτής της θέσης λειτουργεί η προσφιλής ακροβασία της ποιήτριας μεταξύ ζωής και θανάτου, ύπαρξης και ανυπαρξίας, πραγματικότητας και ουτοπίας. Γι’ αυτό κάποιες φορές βλέπουμε στα ποιήματά της το ρεαλιστικό να μην είναι ρεαλιστικό και το φαντασιακό να αποδεικνύεται αληθινό μέσω των λεκτικών συνάψεων που δημιουργεί. Κάποια από τα ποιητικά κείμενα του βιβλίου προσιδιάζουν στο δημοτικό τραγούδι και τα λαϊκά παραμύθια των οποίων η σοφία κρύβεται στο επιμύθιό τους‧ ένα επιμύθιο το οποίο προετοιμάζεται από τους εναρκτήριους στίχους και θεμελιώνεται προοδευτικά. Ας φωτίσουμε το ποίημα «Αγροτοποιμενικόν» (σ. 11): «Όταν εστέφθη βασιλεύς ο κοινοτάρχης μας/ Χαρές κι ελπίδες στο δύσμοιρο χωριό μας./ Καταχωνιάσαμε τα ματωμένα πουκάμισα/ Και νύχτα μέρα μ’ ενθουσιασμό μελετούσαμε/ Τη γλώσσα, το ανάστημα, τη βάδιση/ Του λαμπρού μέλλοντός μας./ Θα σηκώναμε το βλέμμα ο ένας στον άλλο!/ Θα γευόμασταν τη σιωπή ως πιθανότητα!/ Το γάλα θα ήταν αρκετό και για το φίδι/ Προτού το διώξουν τρομαγμένο μακριά/ Της φιλαρμονικής οι λαμπρές παρελάσεις./ Θ’ αφήναμε μια κραυγή κατάπληξης/ Μπροστά στο κόκκινο φουντωτό συννεφάκι/ Που θα έσπρωχνε σιγά σιγά ο ήλιος/ Κατά τη Στέγη Αψύχων και Ψυχών.// Ω, σώπασε, άγριο κουβεντολόι! Πάψε!/ Εσείς, καλύβια γονατισμένα απ’ το χιόνι,/ Στάβλοι για πληθυσμούς νυχτερίδων/ Κι ακούραστα σαγόνια της θάλασσας,/ Ούτε κουβέντα πια! Να περάσει/ Επάνω σας η ουράνια πλάκα./ Το βουνό σαν γιγάντιο ψάρι/ Το ξελέπισε φωτιά. Και τώρα// Το τηγανίζουν οι ηρωικώς πεσόντες.» Βλέπουμε τον αλληγορικό και κρυπτικό λόγο της ποιήτριας, όπως και τη μυθική αχλή με την οποία επενδύει τα γραφόμενα.

Το ποιητικό εγώ συχνά μιλά σε πρώτο πρόσωπο επιτείνοντας την αυτοαναφορικότητα αλλά ακόμα και όταν μιλά σε τρίτο πρόσωπο, η βιωματική – εμπειρική διάσταση ποτέ δεν εξαλείφεται συλλήβδην. Συχνά ετεροκαθορίζεται από τον χρόνο, τη γλώσσα, τη ροή των ανθρώπων και των πραγμάτων και τη σχέση μαζί τους, αναζητεί τον τόπο και τον τρόπο με τους οποίους γαλουχείται και υφίσταται στην ευθραυστότητα και την ευαισθησία του. Στις ποιητικές της πρόζες η Χριστοδούλου εξισορροπεί την περιγραφικότητα με την κρυπτικότητα του νοήματος. Ας δούμε απολύτως ενδεικτικά το ποίημα «Συμφιλίωση» (σ. 16): «Δεν είσαι από τα μέρη μας, ψιθύρισα, έχεις μάτια υπερβολικά γαλανά, σχεδόν τοποθετημένα στο πρόσωπο από εξαίρετο τεχνίτη υαλουργίας. Και τα μαλλιά σου πάλι, αστραφτερά, μεταλλικά, τόσο άκαμπτα που φαντάστηκα ότι φορούσες κάποιο βέλο, μέρος της εθνικής στολής άγνωστης χώρας. Αλλά έχει μυρωδιά απαλή, αυτό το αναγνωρίζω, και σφίγγοντάς σου κατά τον χαιρετισμό το χέρι βρήκα και την αφή σου θερμή, παρόλο που είχε απομείνει στην παλάμη σου λίγη πούδρα από άλλο, βαριά μακιγιαρισμένο πρόσωπο, που πρέπει να ʼχες προηγουμένως χαϊδέψει.”/ – “Ήσουν ανέκαθεν παρατηρητικός”, χαμογέλασε ο άλλος, “ασκήθηκες από παιδί να παίζεις μόνος, αυτό βοηθά να επινοεί κανείς συντρόφους στις λεπτομέρειες των υλικών σωμάτων. Από αυτές πηγάζουν τ’ αόρατα. Το ήξερα πως δεν μπορώ να σε ξαφνιάσω, πως η τρυφερότητά μου σου αξίζει.”/ Κι έτσι, με άφησε να ακουμπήσω το κεφάλι πάνω στον ώμο του, να αναστενάξω από ειλικρινή κατανόηση και σχεδόν από συνήθεια να νυστάξω. Όταν πια για τα καλά με πήρε ο ύπνος, τότε μόνο μου σκέπασε με πούδρα το βυθισμένο χαμόγελο.» Παράλληλα, η ποίηση της Χριστοδούλου διακρίνεται για τη σύγκλισή της με τη ζωγραφική, μια σχέση αμφίδρομη και διαχρονική. Αρκεί να αναφέρουμε ότι ο Σιμωνίδης ο Κείος (6ος – 5ος αι. π.Χ.) ονομάζει τη ζωγραφική «ποίησιν σιωπῶσαν», ενώ αντίστροφα χαρακτηρίζει την ποίηση ως «ζωγραφίαν λαλοῦσαν» . Τον ίδιο παραλληλισμό ποίησης και ζωγραφικής διατυπώνει και ο Οράτιος, (1ος  αι. π.Χ.) χρησιμοποιώντας τη λατινική φράση «ut pictura poesis», δηλαδή «η ποίηση είναι όπως η ζωγραφική». Ορισμένα από τα ποιήματα του εν λόγω βιβλίου αποκρυπτογραφούν ένα υπαρκτό ή δυνάμει εικαστικό έργο φωτίζοντας τις επιμέρους λεπτομέρειές του.

Πρέπει, ακόμα, να σημειωθεί ότι από την ποίηση της Χριστοδούλου δεν απουσιάζει ο κοινωνικός σχολιασμός άλλοτε πιο λεπτεπίλεπτος και άλλοτε περισσότερο δριμύς, όπως συμβαίνει στα ποιήματα «Ιστορική εκκρεμότης» (σ. 32) και «Το πτυχίο» (σ. 40), όπου ο λόγος αφορά στην απάνθρωπη και ειδεχθή μεταχείριση των προσφύγων και των μεταναστών και την κακοποίηση και την ενδοοικογενειακή βία αντίστοιχα. Ζητήματα και τα δύο, δυστυχώς, διαχρονικά, μείζονα και ανεπίλυτα. Η ευαισθησία του ποιητικού εγώ το οδηγεί σε ένα κομμάτιασμα του εαυτού με γνώμονα την προστασία της ψυχής και του νου που όλο δραπετεύουν από την ειρκτή του φθαρτού, επιπόλαιου και αφερέγγυου σώματος. Και όταν η ποιητική φωνή αισθάνεται να πνίγεται, να μην μπορεί να αρθρώσει φθόγγο ούτε να βρει μια έξοδο κινδύνου ανοιχτή, καταφεύγει να τεχνουργεί στίχους φαντασιακούς που φλερτάρουν με τον σουρεαλισμό, όπως σταχυολογούνται στα ποιήματα «Συμβαίνουν αυτά» (σ. 29), «Ιδιοκατοίκησις» (σ. 36) και «Τα φυλλοβόλα» (σ. 47).

Αξίζει, τέλος, να δούμε και ένα από τα ομοιοκατάληκτα – τα τραγουδάκια – της Χριστοδούλου με τίτλο «Το τραγουδάκι του πυροβολισμού» (σ. 37): «Πώς βουλιάζουν τα πόδια στην άμμο/ Και με κόπο πατάς παραπέρα,/ Πώς το σώμα σωριάζεται χάμω/ Σαν το βρίσκει κατάστηθα η σφαίρα,/ Έτσι φτάνω στα χρόνια που γράφω,/ Στων φτωχών λέξεών μου τον τάφο/ Και το ξέρω πως πριν με σκεπάσει/ Θα μου ρίξει η άγραφη φράση.// Όσο τ’ άστρα κρυώνουν χαμένα/ Στη βουβή τ’ ουρανού αλφαβήτα/ Κι όπως σβήνοντας πια ένα ένα/ Του νοήματος γράφουν την ήττα/ Τόσο κάποιος μ’ ελπίδα κι αυθάδεια/ Θα γεμίζει τετράδια άδεια/ Και θα ντρέπομαι εγώ που τελειώνω/ Μ’ έναν άρρυθμο στίχο και μόνο.// Όμως είδα τον μετέωρο δρόμο/ Των πουλιών το πρωί απ’ τα δάση/ Στου θεού του ασπρομάλλη τον ώμο/ Ν’ ακουμπά για ευλογία ή στάση./ Το γαλάζιο είδα φως στα φτερά τους/ Να τυλίγει βολές και θανάτους/ Και ξανά να πετούν στον αέρα/ Προς τον στίχο: “Αθάνατη Μέρα”.» Στα ποιήματα αυτού του είδους εμπεδώνεται η αιδώς και κατ’ επέκταση ο σεβασμός του ποιητικού εγώ απέναντι στον εαυτό του και τους δυνητικούς αναγνώστες. Η ήττα του νοήματος ανατρέπεται από την εγγενή μουσικότητα των ήχων που χαρτογραφούν την ύπαρξη της ποιητικής φωνής, μια ύπαρξη στέρεη και επ’ ουδενί άρρυθμη. Η ντροπή που νιώθει το ποιητικό εγώ εξισώνεται με τη γνώση απέναντι στην ανημποριά του, με τη μοναξιά που το κατακλύζει στον καθημερινό αγώνα επιβίωσης και τη θέσφατη θνητότητά του. Η Δήμητρα Χριστοδούλου μετέρχεται τόσο της τρυφηλότητας όσο και της βαναυσότητας του χρόνου έχοντας πλήρη επίγνωση για όσα συνιστούν τις βρώμικες ελπίδες και την ωμότητα της βιωτής, τα βουνά της αδικίας και τα σπαράγματα του δικαίου, το κόκαλο του βίου και το γνώριμο χώμα, τη σωματοποιημένη αθλιότητα του κόσμου και την εξαΰλωση καθετί υλικού. Αυτά και άλλα πολλά αντιμάχεται με τους στίχους της η ποιήτρια καταθέτοντας στο χαρτί εξιλαστήριες «μουντζούρες» όπως γράφει στο τελευταίο ποίημα της συλλογής της («Τραγουδάκι για το τέλος ενός βιβλίου», σ. 55) μπολιάζοντάς τες με ανεξίτηλες αναμνήσεις και πολλή αστρόσκονη.

 

 

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος, ποιητής και υποψήφιος διδάκτορας Νεοελληνικής Φιλολογίας.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.