ΑΤΙΤΛΟ
Ήταν ζεστό το βράδυ εκείνο του Σεπτέμβρη.
Ανεβήκαμε λαχανιασμένοι ως τον Προφήτη Ηλία.
Τα φώτα της πόλης χαμηλά
και πιο πέρα η μαύρη θάλασσα, αργοσάλευτη.
Αποζητούσαμε λίγη δροσιά απ’ το δειλό αεράκι,
πασχίζαμε να ξαναβρούμε την ανάσα μας,
ώσπου σκάσαμε και οι δυο στα γέλια μ’ ένα βλέμμα.
Τα μάτια σου δυο άστρα στον σκοτεινό ουρανό μου.
Κοιτούσες ολόγυρα τον λιγοστό κόσμο
και μια παρέα παιδιών που καλαμπούριζε.
Εκεί ψηλά με θυσίασα στον Έρωτά σου – ανυποψίαστος.
Σου ψιθύρισα την πίστη μου, όσο εσύ σιγοτραγουδούσες
πάνω σ’ έναν ήχο που ερχόταν από μακριά.
Και ήταν για μένα εκείνο το γέρμα του Σεπτέμβρη
μια μικρή σταλαγματιά ευτυχίας,
ένας πόνος γλυκός
και μια λύπη ανυπεράσπιστη
για ό,τι δεν αρχίνησε ποτέ.
Καστέλλα, κάποιον Σεπτέμβρη στο διάβα των αιώνων
ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΟ*
Εκείνοι που στροβιλίζονται στον κυκεώνα της θλίψης
χαμογελούν τα μεσημέρια, όταν βλέπουν τα παιδιά
να γυρνάνε στα σπίτια τους με τις σάκες στους ώμους.
Εκείνοι που σκορπίζονται στον κυκεώνα της μοναξιάς
μελαγχολούν με το δροσερό αεράκι του φθινοπωρινού απογεύματος.
Εκείνοι που διάγουν τον κυκεώνα της σιωπής
κλαίνε με τη μυρωδιά της χλόης και του νωπού χώματος.
Εκείνοι που μεθούν με τον κυκεώνα της φιλοδοξίας
εγκλωβίζονται στο διάτρητο πλέγμα των ψευδαισθήσεων.
Εκείνοι που συντρώγουν με τον κυκεώνα της ματαίωσης
προσμένουν το εωθινό των πουλιών κελάηδημα.
Εκείνοι που δοκιμάζουν τον κυκεώνα της απαξίας
διψούν για μια στάλα απαντοχής.
Εκείνοι που γεύονται τον κυκεώνα της υποτίμησης
ασθμαίνουν για μια πράξη αυταπάρνησης.
Εκείνοι που εκκολάπτονται στον κυκεώνα της απόγνωσης
ανατριχιάζουν με το αβρό της πεταλούδας πέταγμα.
Εκείνοι που προσμένουν στον κυκεώνα της ματαιοδοξίας
μια αποτίμηση συμφέρουσα και ανταποδοτική
ξεχνούν ποιο είναι το πρόσωπο και ποιο το προσωπείο.