Αθετημένη υπόσχεση
Με την Άρτεμη είμαστε αχώριστοι. Τα σπίτια μας έχουν την ίδια αυλή. Η ζωή στο χωριό μας ήταν δύσκολη και σκληρή. Οι χωριανοί παλιότερα πουλούσαν στους εμπόρους της Χώρας το λάδι και το κρασί που έκαναν και αγόραζαν τα απολύτως αναγκαία, για να επιβιώσουν. Όταν έφτασαν και στο χωριό μας οι Γερμανοί κατακτητές, έφτασε και η πείνα. Μια μέρα που είχε σωθεί το ψωμί στο σπίτι, η μητέρα μου μαγείρευε σκέτα χόρτα και μου είπε ν’ ανέβω μέχρι την πλατεία, να περάσει η ώρα μου και να ξεχάσω την πείνα μου. Βγαίνοντας από το σπίτι συνάντησα την Άρτεμη. Κρατούσε στο χέρι ένα κομμάτι ξερό ψωμί, άπλωσε το χέρι και μου το πρόσφερε «Κι εσύ;», τη ρώτησα, «έφαγα το άλλο μισό κι αυτό το κράτησα για σένα, Στέφανε», είπε και χαμήλωσε το βλέμμα. Από τότε αισθανόμουν ότι την αγαπώ. Πηγαίναμε μαζί στην πλατεία του χωριού, καθόμασταν γύρω απ’ τον μεγάλο πλάτανο και συζητούσαμε. Σχεδιάζαμε το μέλλον μας, το κοινό μας μέλλον με όνειρα κι ελπίδες.
Τον Ιούνιο του 1952 έδωσα εξετάσεις για το Γυμνάσιο. Ήταν στη Χώρα και τα έξοδα, για να μείνω εκεί, ήταν πολλά. Έτσι, ο πατέρας μου παρακάλεσε τον Δεσπότη να με βοηθήσει, για να γίνω παπάς. Εκείνος τού είπε ότι μπορεί να με στείλει υπότροφο της Μητρόπολης σε μια σχολή στα Γιάννενα. Δεν ήθελα να γίνω παπάς αλλά βρέθηκα, το τέλος Αυγούστου, καβάλα στον γάιδαρο. Θα πήγαινα στη Χώρα και από ’κει Γιάννενα. Η Άρτεμη είχε κρεμαστεί στο σαμάρι του γαϊδάρου, με τράβηξε πάνω της και με φίλησε. Έκλαιγε.
Η Σχολή ήταν ένα παλιό ορφανοτροφείο. Οι μαθητές έκαναν μαθήματα οκτώ χρόνια και έπαιρναν πτυχίο παπά και πτυχίο δασκάλου. «Άρτεμη, θα γίνω δάσκαλος», είπα μέσα μου και γέλασα. Οι συνθήκες διαβίωσης ήταν καλές. Κύρια φαγητά ο τραχανάς και η φασολάδα. Δεν είχα παράπονο. Χόρταινα, ενώ στο χωριό δεν είχα νιώσει ποτέ χορτάτος. Στο μεταξύ από το χωριό και απ’ όλη τη Λευκάδα άρχισαν να φεύγουν πολλοί μετά τον εμφύλιο. Πήγαιναν, κυρίως, Πάτρα, Αθήνα, Αυστραλία, Καναδά.
Τα Σαββατοκύριακα και όλες τις γιορτές οι καθηγητές – παπάδες μάς οδηγούσαν στη Μητρόπολη για εκκλησιασμό. Εγώ είχα βαρεθεί το καθημερινό κατηχητικό στη Σχολή και τους αγέλαστους παπάδες. Εδώ στη Μητρόπολη θαύμαζα τις τεράστιες αγιογραφίες στον θόλο και τις αυστηρές μορφές των αγίων στο τέμπλο. Στον θόλο, πλάι από μια εικόνα της Παναγίας, εγώ έβλεπα καθαρά και την μορφή της μικρής δικής μου Παναγίας, της Άρτεμης. Φορές φορές νόμιζα ότι μου χαμογελούσε.
Στο τέλος του τρίτου έτους πήγα για το καλοκαίρι στο χωριό. Είχα, βέβαια, λαχτάρα να δω τους δικούς μου και την Άρτεμη. Η μητέρα μου με δέχτηκε με κλάματα. Η Άρτεμη άκουσε πως ήρθα και φάνηκε στην αυλή. Είχε αλλάξει. Με αγκάλιασε λίγο σφιγμένη και με καλωσόρισε. Τις επόμενες μέρες δεν την έβλεπα. Δεν έβγαινε και στο μπαλκόνι της, όπως παλιά. Κάποτε μάς επισκέφτηκε.
«Καλημέρα, θεία! Ήρθα να σε δω», είπε στη μητέρα μου. «Στέφανε, τι κάνεις;»
Η μητέρα μου την καλοδέχτηκε. Ύστερα απομακρύνθηκε, για να πλύνει τα ρούχα που είχε στη σκάφη. Περισσότερο, για να μας αφήσει να μιλήσουμε.
«Δεν βγαίνεις ούτε στο μπαλκόνι σου. Εκεί μακριά που είμαι σε σκέφτομαι πάντα. Εδώ θέλω να σε βλέπω. Το ξέρεις ότι σ’ αγαπώ», είπα με χαμηλή φωνή.
«Μην το ξαναπείς αυτό. Αν το μάθει ο πατέρας μου, θα με σκοτώσει. Είναι σκληρός άνθρωπος. Εδώ στέλνει ο γαμπρός τον πατέρα του και ζητάει τη νύφη από τον πατέρα της. Δεν ξέρουν την αγάπη», απάντησε χαμηλόφωνα.
Χαιρέτησε τη μητέρα μου και έφυγε γρήγορα.
«Είναι τόσο όμορφη και σ’ αγαπάει σα να σε γέννησε αυτή», είπε η μητέρα μου.
Την άλλη μέρα ξαναήρθε πρωί πρωί. Έλειπαν οι δικοί μου και καθίσαμε για λίγο στο σπίτι.
«Τα’ χω χαμένα. Κι εγώ σ’ αγαπώ, χαζέ. Αλλά δεν θα το λες, δεν θα το λέω. Μην ξεχνάς ότι είμαι δεκαπέντε χρονώ και εσύ δεκαέξι. Πόσες και πόσες φορές κοίταζα προς την πλατεία, να σε δω να κατεβαίνεις απ’ το λεωφορείο. Δεν σ’ έβλεπα και βούρκωνα.»
Όταν τέλειωσε το καλοκαίρι, μια μέρα προτού φύγω για τη Σχολή μού είπε: «Φεύγεις μακριά. Μη με ξεχάσεις. Εγώ θα σε περιμένω». Με φίλησε πάλι δυνατά και με δάκρυα στα μάτια, έφυγε. Εγώ συνειδητοποίησα τότε ότι έχω δώσει μια υπόσχεση και ότι κουβαλάω μαζί μου ένα μεγάλο «χρέος». Η αγάπη της Άρτεμης ήταν ανυπόκριτη και ανιδιοτελής. Όπως ήταν όταν μου πρόσφερε το ψωμί, για να ξεγελάσω την πείνα μου. Αγαπιόμασταν και είχαμε πλάσει ένα όνειρο βαθιά κρυμμένο μέσα μας. Ότι τελικά μαζί θα περάσουμε μια μαγική γέφυρα και θα βρεθούμε από το χωριό μας σε έναν άλλο κόσμο, κόσμο οπωσδήποτε καλύτερο.
Όταν τελείωσα τη Σχολή, πήγα στην Πάτρα, γιατί εκεί είχαν μετακομίσει οι γονείς μου, μαζί και η οικογένεια της Άρτεμης. Ήθελα να καταθέσω το πτυχίο δασκάλου στη Διεύθυνση Εκπαίδευσης αλλά δεν είχα πάει στρατό και έτσι ο διορισμός μου ήταν αδύνατος. Θυμάμαι ήταν Σεπτέμβρης, όταν ήρθε η Άρτεμη καταμεσήμερο στο σπίτι μας.
«Ήρθα να σας δω», είπε με ξέπνοη φωνή. «Θα φύγω για την Αυστραλία.»
Κατάλαβα αμέσως ότι έγινε αυτό που φοβόμουν, ότι παντρευόταν. Κόμπιασα και δεν μπορούσα να μιλήσω. Δάκρυα πότισαν τα μάτια μου. Μου κράτησε σφιχτά το χέρι.
«Ήρθα να σου ζητήσω συγγνώμη που δεν μπόρεσα να σε περιμένω, αγάπη μου. Με ζήτησε σε γάμο ένας γέρος από άλλο χωριό για τον γιο του, που ζει και δουλεύει στην Αυστραλία και πρότεινε στον πατέρα μου να ταξιδέψω μαζί του και να παντρευτώ τον γιο του εκεί. Ο πατέρας μου δέχτηκε και με αναγκάζει να φύγω.»
Η Άρτεμη ήταν περήφανη κοπέλα. Δεν το ομολογούσε αλλά θέλησε να δοκιμάσει, μήπως και κρατήσω εγώ την υπόσχεσή μου. Ήμουν η τελευταία ελπίδα της. Ελπίδα πουλιού που με σπασμένα φτερά θέλει να πετάξει. «Τον άλλο μήνα θα μπω στον στρατό για δυο χρόνια. Τι μπορώ να κάνω;» ψέλλισα. Η Άρτεμη είδε την ελπίδα της να σκορπίζει. Η μητέρα μου είχε έτοιμο καφέ. Δεν κάθισε. «Με περιμένει ο πατέρας μου», είπε. «Καλή τύχη, κόρη μου!», είπε η μητέρα μου. Και η Άρτεμη με δάκρυα στα μάτια απάντησε: «Μανούλα, έχω κακή τύχη!»
Μέρες και μέρες περπατούσα στους δρόμους της Πάτρας. Σκουντουφλούσα πάνω στους διαβάτες. Ένιωθα βαριές ενοχές που δεν στάθηκα ικανός να κρατήσω την Άρτεμη κοντά μου. Το να αποκτήσω πτυχίο δασκάλου δεν ήταν παρά το κόμπλεξ κάθε φτωχού να ανέβει κοινωνικά. Έτσι, όμως, άφηνα ελεύθερο πεδίο στον φτωχό αλλά και εξουσιαστή πατέρα της Άρτεμης, να τη στείλει νύφη – μπόγο στην Αυστραλία. Θα έπρεπε να παρατήσω τη Σχολή πριν χρόνια και να έκανα ό,τι και τα άλλα παιδιά από το χωριό μου που βρήκαν δουλειές στην Πάτρα βοηθώντας παράλληλα τις οικογένειές τους. Έτσι θα είχα κοντά μου σήμερα την Άρτεμη.
Αυτό το τηλεφώνημα δεν το περίμενα ποτέ. «Είμαι η Άρτεμη. Με θυμάσαι;» Ακούγοντας αυτή τη φωνή στην άλλη άκρη της γραμμής μισοζαλίστηκα αλλά συνήλθα αμέσως.
«Πέρασαν πάνω από εξήντα χρόνια από τότε που έφυγες κι όμως σ’ αγαπώ ακόμα», ψιθύρισα.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ. Θα σ’ αγαπώ μέχρι να πεθάνω!», απάντησε με υψωμένη φωνή.
Μιλήσαμε αρκετή ώρα. Της έδωσε το τηλέφωνό μου η Κορίνα, η αδερφή της. Μου είπε ότι μένει σε ένα γηροκομείο στη Μελβούρνη. Ήρθε στο σπίτι του γιου της για μια βδομάδα. «Ήθελα να δω τα εγγόνια μου. Αλλά ήθελα και να σου τηλεφωνήσω. Τώρα που σε άκουσα για μια τελευταία φορά νιώθω καλά. Θα πεθάνω ήσυχη.»
Στο γηροκομείο είναι κάμποσα χρόνια. Μου μίλησε λίγο για τη ζωή της. Ρώτησε για μένα. Της είπα ότι γεράσαμε πια αλλά τη σκεφτόμουν πάντα. Για πολλά χρόνια είχα σουβλερές τύψεις, που δεν κατάφερα να κρατήσω την υπόσχεσή μου.
«Στο γηροκομείο μένω σε ένα μικρό δωμάτιο. Βλέπω, όμως τον ουρανό, βλέπω κι εσένα. Βρίσκομαι κάπου μόνη και έρχεσαι κοντά μου περνώντας βουνά και θάλασσες. Είμαι λυπημένη, μου χαμογελάς. Είμαι απογοητευμένη, μου λες “μα, εσύ ήσουν πάντα γενναία!” Με τα όνειρά μου ξεχνώ τα βάσανά μου», μου απάντησε αποστομωτικά με φωνή γερασμένη αλλά στεντόρεια.
Μετά δυο μέρες μου τηλεφώνησε και η Κορίνα. Μένει στην Καλλιθέα. Μου είπε ότι η Άρτεμη ξανάνιωσε που μιλήσαμε. Δεν μου είπε όμως πώς έζησε. Ζωή σκυλίσια. «Ο γαμπρός που βρήκε στη Μελβούρνη ήταν μεγαλύτερός της είκοσι χρόνια και το είχαν κρύψει απ’ τον πατέρα της. Δούλευε σε μια ταβέρνα ενός Ηπειρώτη. Λαντζέρης ήταν. Έβαλε για δουλειά στην ταβέρνα και την ίδια. Την πήρε, όμως, γρήγορα από τη δουλειά, γιατί ζήλευε αρρωστημένα να την βλέπουν οι άλλοι άντρες, ενώ εκείνη ούτε τολμούσε να κοιτάξει κανέναν. Ερχόταν από την ταβέρνα συχνά πιωμένος. Φώναζε. Τη χτυπούσε. Την κλωτσούσε, το κτήνος. Μέχρι που μεγάλωσε ο γιος τους και την υπερασπίστηκε. Τον απείλησε και ο γέρος μαζεύτηκε. Δεν έζησε πολύ. Πέθανε από καρκίνο. Ο γιος της έκανε ό,τι μπορούσε για την ίδια και την οικογένειά του.» Αυτά είπε η Κορίνα που έψαξε και με βρήκε μετά από τόσα χρόνια εκπληρώνοντας την τελευταία επιθυμία της Άρτεμης.
Της Άρτεμης τής σημάδεψαν τη ζωή τα τέρατα της οικουμένης. Στο χωριό μας έλεγαν ότι για όλα τα κακά, όλες τις κακουχίες ευθύνονται τα τέρατα της οικουμένης. Αυτά οριοθετούν τη ζωή μας. Το ποια ήταν αυτά τα τέρατα δεν το ήξεραν και δεν μπορούσαν να μαντέψουν. Φαντάζονταν ότι θα είναι κάποιες κρυφές δυνάμεις που διαφεντεύουν τον κόσμο…