You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς*: Φάνης Παπαγεωργίου, Με λάθος σκιά, εκδόσεις Κουκκίδα, 2021   

Δημήτρης Μπαλτάς*: Φάνης Παπαγεωργίου, Με λάθος σκιά, εκδόσεις Κουκκίδα, 2021  

Ο Φάνης Παπαγεωργίου μάς συστήνει τη νέα του ποιητική συλλογή με τον παράδοξο, απροσδόκητο και φιλοσοφικά επιφορτισμένο τίτλο Με λάθος σκιά (εκδόσεις Κουκκίδα, 2021). Το θέμα της σκιάς, της σκίασης των αντικειμένων, του αντικατοπτρισμού αποτελεί προσφιλές πεδίο τόσο της φιλοσοφίας όσο και της ποίησης. Αρκεί κανείς να φέρει στη μνήμη του την περίφημη Αλληγορία του σπηλαίου της πλατωνικής Πολιτείας. Στον Πλάτωνα η σκιά – δημιούργημα της φωτιάς – είναι συνώνυμη του απεικάσματος, της ψευδαίσθησης, της αυταπάτης και της συνεπαγόμενης απομάκρυνσης από την αλήθεια, η οποία εντοπίζεται στο φως του ήλιου. Η σκιά, είτε πρόκειται για ανθρώπους και αντικείμενα είτε πρόκειται για ιδέες, δηλώνει το απατηλό, το αντικαθρέφτισμα που γιγαντώνει τις πραγματικές διαστάσεις αυτού που η σκιά αντικατοπτρίζει. Στην ποίηση η σκιά λειτουργεί ως το έτερο εγώ του ποιητικού υποκειμένου, ενταγμένη σε μια πάλη μεταξύ του δημιουργού και του εαυτού του, ενώ το ζήτημα της αναμέτρησης με τον εαυτό είναι, επίσης, οικείο στην ποιητική τέχνη θέμα. Το ουσιαστικό λάθος που λειτουργεί συμπληρωματικά στη φράση του τίτλου επιτείνει την αίσθηση της ψευδαίσθησης, της ματαίωσης και της ανάγκης για μια αλλαγή ουσιαστική και γόνιμη, που θα απομακρύνει από την ανθρώπινη σκέψη την αχλύ των ειδώλων και θα επαναφέρει στο προσκήνιο το αυθεντικό μωσαϊκό της αντικειμενικής αλήθειας.

Τα ποιήματα του Φάνη Παπαγεωργίου, ελευθερόστιχα στο σύνολό τους, αποπνέουν έντονα τη μοντερνιστική διάθεση που τα διέπει εμποτισμένη με ισόποσες δόσεις υπερρεαλισμού. Ο Παπαγεωργίου μετέρχεται της ποιητικής γραφής με τρόπο τέτοιο, ώστε η ποιητική φόρμα να μη λειτουργεί εις βάρος του θεματικού πυρήνα του κάθε ποιήματος και το αντίστροφο, πετυχαίνοντας έτσι μια γεωμετρική ισορροπία, η οποία διακρίνει τη συλλογή σε όλο της το εύρος. Θεματικά, θα μπορούσε κανείς, όχι άδικα, να χαρακτηρίσει την ποίηση του Παπαγεωργίου ως μια μονήρης αλλά και συλλογική πορεία από το σκοτάδι στο φως. Μονήρης αφενός διότι ο ποιητής ξεδιπλώνει το φάσμα των προσωπικών του σκέψεων και αναζητήσεων και αφετέρου συλλογική, καθώς ανιχνεύονται διακριτά στοιχεία κοινωνικής και πολιτικής θεώρησης του κόσμου, της ανθρώπινης κοινωνίας με αναφορές σε αντίστοιχα ιστορικά γεγονότα. Πρέπει να σημειωθεί ότι η κοινωνική και πολιτική θέαση των ποιημάτων δεν αντιβαίνει στην ποιητική αξία των κειμένων, καθώς η ίδια αποδίδεται από τον ποιητή ελλειπτικά, κρυπτικά και υπαινικτικά ενισχύοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο τη δυναμική της ποιητικής πένας. Η επιρροή δε της υπερρεαλιστικής γραφής στην ποιητική σκευή του Παπαγεωργίου λειτουργεί επικουρικά στην παραπάνω διαπίστωση.

Η ερωτική προέκταση κάποιων από τα ποιητικά κείμενα της συλλογής διαλύει την εντύπωση μιας απόλυτα στρατευμένης πολιτικά ποίησης και δηλώνει την ανάγκη του ποιητή να μιλήσει – μεταξύ άλλων – για θέματα του ιδιωτικού βίου. Η υπέρβαση της λογικής και η συνεπαγόμενη σουρεαλιστική ενατένιση των ποιητικών κειμένων, βρίσκουν πρόσφορο έδαφος και σε αυτήν την περίπτωση. Υπολόγιζε να λυγίσει την άμμο/ υπολόγιζε να ανατινάξει τη νύχτα/ να οργανώσει το φως/ να περάσει τον ήλιο μέσα από τα φινιστρίνια/ να κάνει τα μαλλιά της να αχνίσουν// την τάιζε με αστέρια// Η νύχτα κυλούσε/ μέσα από το κορμί της («Κυκλοτομία», σ. 13). Η καρδιά είναι ίδια/ η Παμβώτιδα («Ασκήσεις αφαίρεσης», σ. 23), είναι εκείνη που τρέφει όλα τα συναισθήματα τα οποία εκδηλώνει ψυχικά και σωματικά. Ενδεχομένως, με ανάλογο τρόπο λειτουργεί και η ποίηση, η οποία συμφιλιώνει ή διαρρηγνύει τον ίδιο τον ποιητή με τον εαυτό του. Ο Παπαγεωργίου τεχνουργεί στίχους άλλοτε διαλλακτικούς και άλλοτε συγκρουσιακούς ακροβατώντας μεταξύ γραμμών παράλληλων και ευθειών τεμνόμενων σε μια προσπάθεια ανακάλυψης της εγκάρσιας εκείνης τομής, όπου εδράζεται η αλήθεια· η αλήθεια που αναζητεί κάθε φορά. Στηρίξαμε το κεφάλι μας/ με ό,τι βρήκαμε μπροστά μας/ ίσως το είχαμε ετοιμάσει/ στα ασαφή όρια/ του καιρού της ειρήνης/ όταν οτιδήποτε μοιάζει να ταιριάζει/ στον γκρεμό («Μεσοτοιχίες», σ. 19) και […] Το είχαν ετοιμάσει/ στα ασαφή όρια/ του καιρού της ειρήνης/ όταν ο θάνατος απέχει/ όσο το φαγητό/ από την κλοπή/ ενώ σε καιρό πολέμου/ τα κλοπιμαία/ έμειναν άθικτα// όπως/ στην Παρισινή Κομμούνα («Η διαχείριση των κλοπιμαίων», σ. 35). Πρόκειται για δυο σημεία από δυο διαφορετικά ποιήματα, που βρίσκονται σε απευθείας λεκτικό και νοηματικό διάλογο μεταξύ τους. Τα ασαφή όρια του καιρού της ειρήνης και του πολέμου προετοιμάζουν προοδευτικά τον αναγνώστη για τη σταδιακή κλιμάκωση – σαν ένα crescendo –  του δεύτερου ποιήματος, το οποίο λαμβάνει πλέον ξεκάθαρη κοινωνική και πολιτική θέση.

Αδιαμφισβήτητα η ποίηση του Φάνη Παπαγεωργίου εμποτίζεται από την αριστερή πολιτική θέαση του κόσμου και την κομμουνιστική ιδεολογία, την οποία, εντούτοις, ο ποιητής χρησιμοποιεί δειγματοληπτικά και όχι αποκαλυπτικά, διατηρώντας, όπως ήδη αναφέρθηκε, μια ισορροπία που αποτρέπει τη γείωση και την καθυπόταξη της ποίησης στην υπηρεσία ενός φιλοσοφικού δοκιμίου ή πολιτικού μανιφέστου. Έτσι, καταφέρνει με χειρουργική ακρίβεια να πετύχει την προσήκουσα δοσολογία, ούτως ώστε να εκπληρώνεται ένας στόχος διττός. Από τη μια η προλείανση του εδάφους για μια ποίηση κοινωνικά και πολιτικά τοποθετημένη και από την άλλη η συγκινησιακή πλήρωση ενός άρτιου αισθητικά αποτελέσματος. Πώς να κρεμάσεις έναν άνθρωπο/ από ένα σκοινί/ όταν όλο το βάρος πέφτει στο κεφάλι; Αυτοί οι ακροτελεύτιοι στίχοι του ποιήματος «Πάν – ηττος» (σ. 49) συμπυκνώνουν την κοινωνική ματιά του Παπαγεωργίου, ο οποίος αναφέρεται διάσπαρτα στα ποιητικά κείμενα της συλλογής σε κοινωνικά/ πολιτικά προβλήματα, τα οποία ενδιαφέρουν τόσο στη διαχρονία τους όσο και στη συγχρονία τους. Γι’ αυτόν τον λόγο τον ποιητή απασχολεί το ζήτημα της γενιάς, της εποχής, καταλήγοντας επαγωγικά και άρρητα στο συμπέρασμα ότι μάλλον όλες οι εποχές και οι γενιές εμφορούνται από πανομοιότυπα αιτήματα και παραπλήσιες συνθήκες.

Η πορεία αυτή στην πραγματικότητα/ οδήγησε σε στρεβλώσεις τέτοιες/ που ο λόγος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει/ την ομιλία και την ακοή («Ο λογικός κύκλος», σ. 45). Είναι συνεκδοχικά η ποίηση του Παπαγεωργίου μια πορεία προς την πραγματικότητα, κατά την οποία ποιητής και αναγνώστης καλούνται σε μια διαρκή και κοπιαστική παρατήρηση του βλέμματος εκείνου που αποδίδει τη μαγιά όλων όσων δημιουργούν το συμπαγές και συνάμα ρευστό τοπίο της συνειδητότητας και της αντιληπτικότητας του ανθρωπίνου νου. Κάθε φορά που τα μάτια/ καταπιάνονται με την αφαίρεση/ των επάλληλων μανδυών του κόσμου/ ελευθερώνοντας το τοπίο από τα περιττά/ και εστιάζουν στις ευθείες/ που αρθρωτά τοποθετημένες/ τις ονομάζουμε σταυρό («Μάντεψε ποιος», σ. 53) ο ποιητής γιγαντώνεται διαστέλλοντας τα επιβεβλημένα στενά όρια της γενιάς του και ασκώντας με παρρησία και τόλμη κριτική απέναντι σε ένα σύνολο αντιλήψεων, το οποίο κατακερματίζει την εποχή του. Δεν διστάζει να εντοπίσει τα τρωτά σημεία του κοινωνικού «γίγνεσθαι» και με καλλιτεχνική ευαισθησία αλλά και πνευματική ωριμότητα τα εκθέτει θέτοντάς τα υπό συζήτηση σε μια προσπάθεια ευαισθητοποίησης και κινητοποίησης του αναγνωστικού κοινού έχοντας, παράλληλα, και πλήρη συνείδηση της ατομικής του θέσης: είμαι ένα κούτσουρο/ και νιώθω στα νάιλον περιτυλίγματα/ τον ήλιο και τη βροχή/ τις εποχές// Ακουμπώ περίτεχνα/ σε μάντρα με υλικά οικοδομών/ για να πάρω στα χέρια/ κάποιον χειμώνα («Ισορροπώντας σε στοίβα ο χειμώνας», σ. 61). Επομένως, ο ποιητής διατρανώνει ένα αίτημα κοινωνικής εγρήγορσης και ανάληψης ευθυνών γύρω από φλέγοντα – διαχρονικά και επίκαιρα – προβλήματα, τα οποία μόνο συλλογικά μπορούν να αντιμετωπιστούν και να αποσοβηθούν, προειδοποιώντας συνάμα για τη συνενοχή όσων παραμένουν παθητικά αδιάφοροι απέναντι στα τεκταινόμενα.

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.