Ο Αριέλ Μύλλερ (γ. 1979), ετερώνυμος του Κολομβιανού συγγραφέα και ποιητή, υπήρξε από το 2005 έως το 2010 τρόφιμος του Νευροψυχιατρικού Νοσοκομείου Χ.Τ. Μπόρδα στο Μπουένος Άιρες, όπου με την προτροπή και την υποστήριξη της ψυχιάτρου που ουσιαστικά τον σώζει, της «δεσποινίδος Νταλσόττο», μετά από μήνες ψυχοθεραπείας, προσπάθησε να βάλει σε τάξη τις φωνές που υπήρχαν στο μυαλό του, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του κατά την περίοδο της νοσηλείας στο νοσοκομείο. Σκέψεις που σχοινοβατούν μεταξύ λογικής και παραληρήματος με απότοκο σύντομα κείμενα, πεζοποιήματα, που αφηγούνται ένα συμβάν, μια ιστορία, ένα όνειρο, μια προσωπική εμπειρία ή μια μαρτυρία, διατυπωμένα με όχημα απαράμιλλης γοητείας εικόνες και εξαίσιες μεταφορές, ανοίκειες, πράγματι, σε μια πρώτη ανάγνωση αλλά, απολύτως, συμβατές με το πνεύμα και, κυρίως, την ψυχική κατάσταση του Μύλλερ.
Τέτοια πεζά ποιήματα διαβάζουμε στο μικρού σχήματος βιβλίο Το αλάτι της τρέλας του Φρέδυ Γεσσέδ σε μετάφραση Αγαθής Δημητρούκα και επιλογικά σχόλια Χόρχε Μποκανέρα, το οποίο κυκλοφορήθηκε τον Σεπτέμβριο 2024 από τις εκδόσεις Πατάκη. Η μεταφυσική εμπειρία του ποιητή συνομολογεί με τις υπαινικτικές αναφορές στην πραγματικότητα και σε γεγονότα δημιουργώντας μια συγκλονιστική αναπαράσταση του ψυχισμού, απόκοσμου όσο και χειροπιαστού, αυτής της φωνής που πληγώνεται, πονά, συλλογίζεται, απογοητεύεται, διαμαρτύρεται, αντέχει και μάς εκπλήσσει. Ο ποιητής περιπλανάται ανάμεσα σε ήχους, αναμνήσεις, σιωπές και οράματα με καθοδηγητή το φως. Εστιάζει την προσοχή του σε κάτι απλό, ίσως ασήμαντο, και γύρω απ’ αυτό δομεί τη σκέψη του. Ακόμα κι αν δεν γνωρίζει, ακόμα κι αν δεν κατανοεί, νιώθει την εσωτερική δύναμη που τον ωθεί να σκάψει μέσα του και να βρει τον δρόμο που θα τον οδηγήσει στο φως, δηλαδή, στην αλήθεια. Γι’ αυτό κατά τόπους προβάλλονται ήρεμες, γαλήνιες ή και νοσταλγικές εικόνες. Η αλήθεια και η θέση του σε σχέση με εκείνη τον ταλανίζει και τη σκέφτεται άλλοτε ψύχραιμα άλλοτε παράφορα.
Η γραφή του Γεσσέδ σε κάνει να αισθάνεσαι το ποίημα, να θέλεις να το διαβάσεις ξανά και ξανά, για να ξεκλειδώσεις και να δοκιμάσεις τα επιμέρους συστατικά που κρύβει το κάθε κείμενο, να δεις τον σκελετό του και να συλλάβεις την πορεία που ακολούθησε ο ποιητής μέχρι την τελεία. Η τρέλα με όλη την αθωότητα και τη στιλπνότητα που τη χαρακτηρίζει είναι μια τρυφερή πληγή που σε κάνει, εν τέλει, να αναρωτιέσαι ποια είναι τα όρια του φυσιολογικού. Ο Γεσσέδ χρησιμοποιεί τη φύση και τους νόμους της ως καθρέφτη της ψυχικής του διάθεσης και της πνευματικής του κατάστασης. Από τη γραφή του αναβλύζουν μια αδιάπτωτη συναισθηματική ένταση και συγκινησιακή φόρτιση, γιατί φωτίζει μια αθέατη ή και παραγνωρισμένη όψη του κόσμου. Φαίνεται ο ποιητής να φοβάται να γνωρίσει καλύτερα τον ίδιο, όμως μοιάζει αυτή η καταγραφή και διαφύλαξη της εμπειρίας με μια προσπάθεια καλύτερης και πιο συστηματικής ανάγνωσης του εαυτού.
Το σκοτάδι και η νύχτα λαμβάνουν διάφορες σημασίες στα γραπτά του Γεσσέδ. Η νύχτα συνταιριάζει με την ελευθερία, την περιπλάνηση στη μνήμη. Οι ώρες που μένει ξάγρυπνος και αφήνεται σε συλλογισμούς ατέλειωτους πηδώντας άναρχα από τον έναν στον άλλον. Οι σκέψεις και οι μνήμες σωματοποιούνται και παραμορφώνουν το πρόσωπο, τόσο που καμιά φορά φαντάζει άγνωστο. «Λέω ψεύτικες λέξεις με το κεφάλι καρφωμένο στο στήθος και τα δάχτυλά μου πλεγμένα στον σβέρκο: μέσα μου είμαι εγώ και η δική μου εικόνα. Μέσα μου είν’ ο καθρέφτης μου. Αλλά ο καθρέφτης μου δεν αντανακλά. Είμαι ένας άνθρωπος δίχως πρόσωπο». (σ. 28) Από την άλλη το σκοτάδι εγκυμονεί κινδύνους, ήχους των σκέψεων ανεπαίσθητους και σκιές της σιωπής απελπιστικές για τη μοναξιά, το μέλλον, τον θάνατο. Επιπλέον, στα πεζοποιήματα αυτού του βιβλίου, επανέρχονται σταθερά ο αέρας, η θάλασσα, ο ουρανός εντός ενός παραληρηματικού πλαισίου με αξιοθαύμαστη λογική συνοχή. Έχει σημασία ότι ως τρόφιμος ψυχιατρικού νοσοκομείου ο ποιητής επικεντρώνει την προσοχή του σε επαναλαμβανόμενες, σχεδόν εμμονικές, πρακτικές – συνήθειες μέσα από τις οποίες προσδιορίζεται ο ίδιος ή η περσόνα του. Έτσι αποκαλύπτεται ό,τι στοιχειοθετεί τη δική του προσωπική ευτυχία, την οποία, συνήθως, καλύπτει ο μανδύας της μελαγχολίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι οι λέξεις δεν βοηθούν, δεν σώζουν τον ποιητή από την ψυχική του διαταραχή. Μάλλον τον αποστασιοποιούν από τον εαυτό του, ώστε να τον κοιτάξει περισσότερο ψυχρά και σκληρά. Οι λέξεις παρουσιάζονται άτεγκτες και ασυγκίνητες: «Υπάρχει μια τρομερή άβυσσος από λέξη σε λέξη, που ο πυθμένας της είν’ αυτό που δεν μπορώ να ονοματίσω. […] Η αδυναμία να επινοήσω μια λέξη που να με κατονομάζει. Η ευτυχία βρίσκεται σ’ αυτό που ποτέ δε θα πουν. Οι λέξεις: θηλιές καμωμένες στα μέτρα κανενός, κορδόνια που δε φτάνουν για να δεθούν, νερό που δεν ξεδιψάει. Ούτε το βασανιστήριο ούτε η υπομονετική αναμονή ούτε η αγνόηση τις συγκινεί. Θα ήθελα να ξέρω όλο το αίμα που κυλάει στη λέξη ψυχή. Θα ήθελα, για μια στιγμή, να ξεμυτίσω στον κήπο της λέξης νύχτα. Θα ήθελα ένα θαύμα και, τότε, να πω γι’ αυτόν τον πόνο την αλήθεια». (σ. 35) Οι λέξεις υπενθυμίζουν ότι ο εχθρός είναι εσωτερικός και το βλέμμα εστιάζει στις επώδυνες αναμνήσεις.
Και όσο η θλίψη εμφιλοχωρεί στην ψυχή, τόσο πιο εύθραυστη γίνεται και συντρίβεται ακόμα και από τα ταπεινά και ασήμαντα: «Σου συνέβη ποτέ εκεί που είσαι μόνος σ’ ένα παγκάκι του πάρκου, να δεις ξαφνικά πάνω στην παλάμη σου να περπατάει ένα μυρμήγκι; Βιαστικά, από τη μια άκρη στην άλλη, ανάμεσα στις γραμμές, κρυμμένο στο βαθούλωμα. Το κοιτάζεις σαν να του λες: “Όχι εδώ, ηλίθιο”. Το ζωύφιο σταματάει στη μέση του χάρτη, κουνάει τις κεραιούλες του και δοκιμάζει τη γεύση του αλατιού στα δάχτυλά του. Αλλά συμβαίνει επίσης από το μικροσκοπικό του γαργάλημα να βγαίνει μια μουσική που λιανίζει από εκεί μέσα τον ασήμαντο άνθρωπο που είσαι. […]» (σ. 43).
Είναι, άραγε, η τρέλα μια προσπάθεια να το σκάσουμε; Να ξεφύγουμε απ’ ό,τι ορίζεται ως «φυσιολογικό και κανονικό», ως «ανθρώπινη ύπαρξη»; Ο ποιητής προσπαθεί να καταλάβει συνομιλώντας με την ψυχίατρο. Σκέφτεται κι ας τρώνε οι σκέψεις τη σάρκα του. Θυμάται κι ας είναι η λήθη «νοσταλγικό ζώο». Μιλά κι ας είναι η σιωπή «θανατερή σαν την κόψη του φτερού μιας πεταλούδας» (σ. 50). Το αλάτι της τρέλας, σπαρακτικό και τρυφερό, ορμητικό και σκληρό, αναδίδει όλη τη μυρωδιά της ομορφιάς του κόσμου.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.