Ο Γιώργος Δομιανός μάς συστήνει τη νέα του ποιητική δουλειά με τον τρυφερό, υπαινικτικό αλλά και δηκτικό τίτλο Εγώ θα σου μάθω πουλάκι μου (Κάπα Εκδοτική, 2022), με συγγραφική ωριμότητα, κατασταλαγμένο λεξιλόγιο, ανατρεπτική διάθεση και, ενίοτε, σουρεαλιστικούς στίχους κουβαλώντας στην πλάτη του ήδη τρία ποιητικά βιβλία. Τα ποιητικά κείμενα της συλλογής χωρίζονται σε τέσσερις διακριτές ενότητες, οι οποίες ωστόσο συνομιλούν και συμπληρώνουν δημιουργικά η μία την άλλη. Στο πρώτο και στο τρίτο μέρος της συλλογής τα ποιήματα είναι ολιγόστιχα, σχεδόν επιγραμματικά, ενώ στο δεύτερο και στο τέταρτο μέρος έχουμε να κάνουμε με δύο προσεκτικά τεχνουργημένες, ευρύτερες, ποιητικές συνθέσεις. Τα ποιητικά κείμενα είναι άτιτλα. Ο λόγος είναι μεστός, πυκνός, εικονοπλαστικός, ενώ από την ποιητική του Δομιανού δεν απουσιάζουν στοιχεία λυρισμού και ρομαντισμού, όσο και στοιχεία νατουραλισμού και κυνισμού.
Πιο αναλυτικά, στην πρώτη ενότητα της συλλογής, η οποία φέρει τον τίτλο «Μη μου κάνεις παζάρια», αποτυπώνονται έντονα η σωματοποίηση του έρωτα, η φθαρτότητα του σώματος και η απουσία του ερωτικού αντικειμένου. Το ποιητικό υποκείμενο χαρτογράφει το ανθρώπινο σώμα, με έμφαση στο γυναικείο, το οποίο ενσαρκώνει τον έρωτα, το συνδέει δε με την εποχή του θέρους προσπαθώντας να ιχνηλατήσει τα ερωτικά σημεία στην καλοκαιρινή αύρα, η οποία θεωρείται κατάλληλη προϋπόθεση για την ευόδωση του έρωτα, και εντοπίζει το αίτιο της μοναξιάς στο αγαπημένο σώμα που δεν υπάρχει πια κοντά του. Είναι αισθητή η αντίστιξη μεταξύ του βροχερού παρόντος, όπου το ερωτικό αντικείμενο λείπει, και του ηλιόλουστου παρελθόντος, όπου ο έρωτας κάρπιζε και ανθοφορούσε. Όσον αφορά στο γυναικείο σώμα, ο ποιητής το κατατάσσει στα θαύματα του κόσμου χωρίς, όμως, να απουσιάζει η σαρκαστική διάθεση εμποτισμένη με ερωτικά – σαρκικά – υπονοούμενα. Σε κάθε περίπτωση ο έρωτας, ο οποίος θα μας απασχολήσει και στη συνέχεια, είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση, για ν’ αντέξει κανείς την αλγεινή του ύπαρξη. Συμβαίνεις/ για να αντέχω/ το άσπλαχνο βάρος/ του πάντοτε (σ. 22).
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής φέρει τον τίτλο «Η ιστορία του κόσμου» και πρόκειται για έναν εξομολογητικό μονόλογο του ποιητικού υποκειμένου απευθυνόμενου στον ποιητή, ή καλύτερα, στην ποιητική τέχνη συμπορευόμενη, εμφανώς, με το «Εσύ», με την ετερότητα εντοπιζόμενη στο πρόσωπο που ενσαρκώνει τον έρωτα. Εκεί που τα σύνορα – όχι μόνον τα γεωγραφικά – καταργούνται και το σύμπαν διαστέλλεται, για να χωρέσει τους ζωντανούς αλλά και τους νεκρούς, ο ποιητής (ή η προσωποποιημένη Ποίηση) αναμετριέται με τις θύμησες της παιδικής ηλικίας, το νοσταλγικό παράπονο, την ανεκπλήρωτη αγάπη και τον καιροφυλακτούντα θάνατο. Το ποιητικό υποκείμενο εξομολογείται: θέλω να σου πω:// πως/ όταν βλέπω απελπισμένους/ τότε βρίσκω ελπίδα (σ. 40), ενώ δεν αργεί η άμεση αποστροφή με μια οχληρή ερώτηση: ποιητή, πριν ανυψωθείς/ για το πεζοδρόμιο της Βεΐκου/ γιατί δεν άφησες μιαν οδηγία/ να μη χάνω χρόνο;/ μήπως δεν αναγνώριζες τον χρόνο; (σ. 41). Είναι, άραγε, ο αδυσώπητος χρόνος η οδηγία που λείπει από το εγχειρίδιο της ζωής; Κι αν ναι, πώς λειτουργεί αυτός ο χρόνος; Ο ποιητής μάς καλεί να σκεφτούμε, όσο εκείνος δημιουργεί μια μικρή παρέκβαση αναφερόμενος σε μια αχτένιστη πόλη που την προτιμά ακριβώς επειδή, σαν γυναίκα, είναι αφτιασίδωτη. Και όταν βρίσκει αυτή την πόλη – γυναίκα εξομολογείται εκ νέου αυτό που τον βαραίνει: η εφεύρεση της πείνας ως υπαίτια για την καταστροφή του κόσμου, ενώ αμέσως με ύφος κυνικό αποκαθιστά την ευαίσθητη και θλιμμένη εξομολόγησή του, σαν να μη θέλει να φανεί τρωτός και ευάλωτος. Με την πρώτη πείνα/ γύρισε η κλεψύδρα// τέλος πάντων// ας βγει ένα χάπι/ της επόμενης μέρας/ που να αφορά/ την προηγούμενη χιλιετία (σ. 43). Μετά από αυτή τη σύντομη διακοπή επανέρχεται στο αρχικό ζήτημα αποστρεφόμενος εκ νέου στον ποιητή: κοίτα, τα στιχάκια από πάνω/ μοιάζουν με τη σκάλα που κατέβηκα/ στην άβυσσό σου (σ. 44). Είναι ζωντανή και έκδηλη η επιθυμία του να συναντηθεί με το σύμβολο – ποιητή, τον οποίο βρίσκει και χάνει εναλλάξ. Τον βρίσκει, κυρίως, εν υπνώσει, στα όνειρα, στις σκέψεις, στο υποσυνείδητο, ενώ τον χάνει στην πραγματικότητα, μόλις ανοίγει τα μάτια του, οπότε εναγωνίως ρωτά να μάθει την αλήθεια· αν πρόκειται για πραγματικότητα ή οπτασία, αν τον έχουν δει κι άλλοι, εκτός από εκείνον. Η σύνθεση ολοκληρώνεται σουρεαλιστικά με την άθελη αλλά συμβαίνουσα διασάλευση και κατάργηση των τεχνών, των εικαστικών, της γλυπτικής, της λογοτεχνίας, ώσπου όλες οι ταινίες/ της ιστορίας/ ενώνονται/ σε μια σκηνή/ που δείχνει ένα σκυλί/ να δαγκώνει τον θάνατο (σ. 46).
Η τρίτη ενότητα της συλλογής φέρει τον τίτλο «Να γλυτώναμε» και είναι εμποτισμένη με έντονα διαπιστωτικό ή και αποφθεγματικό λόγο. Ο ποιητής ενδοσκοπεί στα άδυτα μιας χαρτογραφημένης και συνοριακά πεπερασμένης ανθρωπογεωγραφίας, όπου κυριαρχούν η ματαιότητα και η λύπη για την αέναα επαναλαμβανόμενη καθημερινή ρουτίνα, ενόσω ο ίδιος ως παρατηρητής αλλά και ρακοσυλλέκτης στιγμών και αναμνήσεων περνά λοξά από κάθε ιστορία, κάθε ζωή. Παρόλη τη βίωση της μοναξιάς και τα πικρά διαπιστευτήριά της, δεν λείπει ο αισιόδοξος τόνος σαν μια αχτίδα φωτός στα σκοτάδια της ζωής. Χαλάλι του/ του κόσμου αυτού/ αφού έχει/ και κάτι τέτοια σούρουπα/ που θέλεις να σηκώσεις/ ψηλά το ποτήρι σου/ να χαμογελάσεις στο συμβάν της ύπαρξης/ και να πεις,/ πάμε πάλι (σ. 55).
Στην τέταρτη και τελευταία ενότητα της συλλογής, η οποία δανείζει τον τίτλο της σε ολόκληρο το βιβλίο, ο ποιητής με ψυχραιμία αλλά και τρυφερότητα, συνθέτει μια ποιητική σύνθεση που ακροβατεί ανάμεσα στον έρωτα και τη μοναξιά, ενώ, παράλληλα, τη χωρίζει σε τρεις υποενότητες που θυμίζουν φαρμακευτική συνταγή. Το πρωί τρία χάπια, το μεσημέρι δύο και το βράδυ άλλα δύο. Σύνολο επτά χάπια συγκροτούν αυτήν την ενότητα, όπου το καθένα θεραπεύει ή τουλάχιστον απαλύνει διαφορετικό πόνο. Στην αρχή ο ποιητής, θα λέγαμε, ότι θέτει σε ένα πεδίο μάχης τον Θεό και τον Έρωτα, ενώ πάνω από κάθε θεό είναι το παιδί με όλη του την αθωότητα. Ο έρωτας από την άλλη είναι δυο αυτοκίνητα που μέσα σε μιαν άδεια πόλη/ τη νύχτα, ψάχνει το ένα το άλλο/ για να συγκρουστούν μετωπικά (σ. 74). Το ποιητικό υποκείμενο βρίσκεται μέσα σε θραύσματα – ίσως και πληγωμένο – παιδικών αναμνήσεων, ενώ απευθύνεται μάλλον σε ένα αγαπημένο πρόσωπο. Έπειτα, ο ποιητής αναφέρεται σε έναν αλλιώτικο αλλά επίκαιρο, αψύ και ύπουλο πόλεμο: όταν στις πυρκαγιές/ δεν υπάρχουν ανθρώπινα θύματα/ σημαίνει/ πως οι άνθρωποι νίκησαν/ και τα δέντρα έχασαν// αυτός είναι ο πόλεμος […] αλλά, έλληνα φορολογούμενε/ για τον έρωτα/ ούτε μισό ευρώ δεν δίνεις/ αυτός κι αν είναι πόλεμος (σ. 75-76), ενώ η αθωότητα επανέρχεται στο ποιητικό προσκήνιο και οριζεται ως ένα φουσκωμένο μπαλόνι με μία μικρή τρύπα (σ. 77). Ο θεός (ή η θρησκεία) επανέρχεται και θεάται ως εφεύρεση για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της ερωτικής απογοήτευσης. Οι διαπιστώσεις πικρές αλλά απέριττα αληθινές. Στο τέλος ο ποιητής συμμαζεύει το πρότερο υλικό του και όσα τον απασχολούν και κορυφώνει και τούτη τη σύνθεση με τους στίχους σε όλη μου τη ζωή/ προσπαθώ να βρω/ τον σωστό ορισμό/ της μοναξιάς (σ. 80). Από μια θέση ξεχωριστή αλλά και παράταιρη, διακριτικά ρεαλιστική αλλά και σουρεαλιστική εμβολιασμένη ο ποιητής προχωρά σε τρεις διαφορετικούς αλλά ταυτόχρονα εν πολλοίς συγκλίνοντες ορισμούς της μοναξιάς, που εναπόκεινται στη διάθεση του αναγνώστη να τους ανακαλύψει.
Θα κλείσω αυτή τη σύντομη παρουσίαση επιμένοντας λίγο παραπάνω στη σχέση του Γιώργου Δομιανού με την ποίηση. Πρόκειται για μια σχέση ειλικρινή και έντονα επιδραστική στη ζωή του ποιητή, για μια σχέση από την οποία ο ίδιος επωφελείται αλλά πολλές φορές βγαίνει και ζημιωμένος συναισθηματικά, ψυχικά. Έμμεσα, αν διαβάσουμε προσεκτικά τους στίχους του, μάς προσδιορίζει αυτή τη σχέση γράφοντας: πολύ φοβάμαι πως αυτό το ποίημα/ δεν θα έχει καλό τέλος/ πρέπει να πεθάνουν πολλά πράγματα/ μαζί του (σ. 78). Είναι, λοιπόν, μια σχέση αδιαμφισβήτητα θεραπευτική, αφανώς επώδυνη και αναπότρεπτα προελαύνουσα, μια σχέση ζωτικής σημασίας για τον ποιητή.