You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς: Γιώργος Γκανέλης, Ρετάλια Α΄ διαλογής, εκδόσεις στίξις, 2022

Δημήτρης Μπαλτάς: Γιώργος Γκανέλης, Ρετάλια Α΄ διαλογής, εκδόσεις στίξις, 2022

Η μελαγχολική διάθεση και η πεσιμιστική οπτική αποτελούν εδραιωμένα ποιητικά μοτίβα και έχουν αξιοποιηθεί ποικιλοτρόπως από τους ποιητές και τις ποιήτριες. Στην χορεία αυτών των ποιητών ανήκει ο Γιώργος Γκανέλης, ο οποίος, όμως, στην ποιητική του συλλογή Ρετάλια Α΄ διαλογής (εκδόσεις στίξις, 2022) δεν αναλώνεται μόνον στην εκμετάλλευση και αποτύπωση αυτών των μοτίβων αλλά προσαρμόζει τα τελευταία στη δική του προσωπική ποιητική, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί στο βάθος του χρόνου. Ο Γκανέλης, ως ένας γνήσιος τεχνίτης του λόγου με ειλικρινείς ποιητικές και όχι μόνον ανησυχίες, αξιοποιεί τον απαισιόδοξο τόνο με τέτοιον τρόπο, ώστε να προβάλει απόψεις, ερωτήματα, προβληματισμούς και εν τέλει τη δική του στάση απέναντι στη ζωή, τον θάνατο και την ποίηση. Είναι ένας απλός άνθρωπος/ περιμένοντας το αναπόφευκτο[1] και ένας ηττημένος στρατιώτης/ ανάμεσα στους νικητές[2]. Ευθύς εξαρχής το ποιητικό υποκείμενο απασχολεί ο χρόνος, η κατάλληλη και σωστή στιγμή για το καθετί, ενώ η κάθε ώρα φορτίζεται από τη διάθεση και την ψυχική κατάστασή του. Γι’ αυτό υπάρχουν ώρες/ που κόβεται/ η σελήνη στα δυο […] Υπάρχουν ώρες/ που είναι πολύ αργά/ για να πεθάνεις νέος[3] και η σελήνη γεμάτη καρφιά[4] περιμένει τον ποιητή στο κρεβάτι. Το παρελθόν στερεί από το μέλλον τη δόξα και ανάμεσά τους το παρόν/ βαυκαλίζεται ότι υπάρχει[5].

Ο χρόνος, φυσικά, συσχετίζεται με τον θάνατο, όπου ο ποιητής με σύντομα – σχεδόν κινηματογραφικά – ενσταντανέ και με επαρκείς αλληγορικές και υπερρεαλιστικές δόσεις καταθέτει άφοβα τη δική του ματιά. Οι άνθρωποι πεθαίνουν πολλές φορές καθημερινά («ΟΙ ΓΚΙΛΟΤΙΝΕΣ») χωρίς τη συγκατάθεσή τους («ΠΟΛΛΕΣ ΦΟΡΕΣ»), οι κηδείες πληθαίνουν («ΑΣΥΝΟΔΕΥΤΟΣ»), ο φόβος του θανάτου ξυπνά αξημέρωτα τον ποιητή, για να γράψει ποιήματα («Ο ΦΟΒΟΣ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ»), όταν ένας υποψήφιος διδάκτωρ του θανάτου παραδίδει μαθήματα καταστροφής («ΔΙΑΤΡΙΒΗ»)· το ποιητικό υποκείμενο αποφεύγει τον κόσμο των ζωντανών («ΣΥΝΝΕΝΟΗΣΗ»), ενώ επιθυμεί να κατοικίσει τον θάνατο με μικρό ενοίκιο («ΕΞΩΣΗ») όντας για δεύτερη φορά νεκρός («ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΗ ΕΠΟΧΗ») και μη έχοντας απαντήσει στο ερώτημα σχετικά με τη θνητότητα του θανάτου («ΟΜΙΛΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΥΚΑ»), καταλήγει στο συμπέρασμα ότι ο θάνατος είναι ο μοναδικός αληθινός ύπνος[6]. Ο Γκανέλης θεματοποιεί τον κύκλο της ζωής με διάχυτη την αγωνία για το μέλλον, για ό,τι συμβεί από τη στιγμή του βιολογικού θανάτου και έπειτα. Γράφει: Θα έχουν βρει τα οστά μας σε ανασκαφές/ τη θλίψη μας σε μια μποτίλια στο πέλαγος;[7] Αξίζει να σημειωθεί ότι ο φόβος για τον θάνατο πυροδοτεί την ποιητική γραφή και σηματοδοτεί την έξοδο κινδύνου από σουβλερές σκέψεις.

Τα ποιήματα ποιητικής και η ποίηση διάχυτα είναι παρόντα στα ποιητικά κείμενα της συλλογής. Τα ποιήματα είναι συχνά ρακένδυτα («ΠΟΙΗΤΙΚΟ ΣΥΜΠΟΣΙΟ»), ηττημένα («ΠΡΟΠΟΝΗΤΗΣ»), οι λέξεις συνομιλούν με όσους έχουν να πουν κάτι («ΔΙΑΛΟΓΟΣ ΜΕ ΤΙΣ ΛΕΞΕΙΣ»), οι πιο αισιόδοξοι στίχοι αυτοκτονούν («ΛΥΠΑΜΑΙ»), ενώ ο ποιητής για τα δικά του ποιήματα γράφει: Μην ανθολογήσετε τα ποιήματά μου/ μονάχα βάλτε τα στα ράφια της νύχτας/ τροφή για τους παρωρίτες της ζωής[8]. Το ποιητικό υποκείμενο συναντά στην ποίηση ανθρώπινες μορφές που δε γνώρισε («ΕΝΤΡΟΜΟΣ»), ενώ βλέπει τους ποιητές ως θεατρίνους νοημάτων που καταβυθίζουν τις λέξεις στη σιωπή («ΦΟΡΤΙΟ») και ως περίεργα πλάσματα/ που μουντζουρώνουν λευκές σελίδες/ για να νιώσουν λίγο ότι υπάρχουν[9]. Ο ποιητής ενδιαφέρεται για την τύχη της τέχνης του (Καθαρή να είναι η Ποίηση/ λίγο πριν την υστεροφημία[10]) παρόλο που καρφιτσώνει τους στίχους του στο κενό («ΣΤΟ ΚΕΝΟ»), ενώ διατείνεται ότι δεν πρέπει οι ποιητές να μαντρώνουν τις λέξεις σε ελευθεριακούς στίχους, γιατί θα τις μακελέψουν τα ιδεολογήματά τους («ΑΠΟΠΕΙΡΕΣ»). Για τον Γκανέλη η διόρθωση των ποιημάτων/ είναι πιο επώδυνη από τη γραφή:/ μπουκάρει η λογική/ και τα ισοπεδώνει όλα[11] και οι ποιητές πέφτουν σε λαγούμια/ εκεί παραμένουν πρηνείς/ μέχρι να τελειώσουν το ποίημα[12]. Τα ποιήματα πριν τυπωθούν περνάνε από τα έγκατα της ψυχής («ΤΟΥΝΕΛ»), ενώ, όταν τις νύχτες το φεγγάρι ξεκοιλιάζει το όνειρο, το πρωί ο ποιητής βρίσκει ένα μαχαίρι καρφωμένο στο ποίημα («ΠΕΙΣΤΗΡΙΟ»). Ο Γκανέλης αναφέρεται, επίσης, με σαρκασμό στην κριτική της ποίησης γράφοντας: όσο καλουπώνω τη γραφή μου/ τόσο αυτή με σνομπάρει/ είναι γιατί οι κριτικοί/ ξεπουπούλιασαν τα ποιήματα/ και μου άφησαν αλλεργίες[13], ενώ αποδέχεται την ιδιαίτερη σημασία της φιλοσοφικής του σκευής που τον προετοιμάζει προτού ριχτεί στη μάχη με τις λέξεις, στη μάχη με την ποίηση («ΠΑΡΑΔΟΧΗ»).

Από την ποίηση του Γκανέλη δεν απουσιάζει δε η ερωτική πτυχή, το κοινωνικό σχόλιο, καθώς και σκηνές θλιμμένης καθημερινότητας. Ο έρωτας είναι το αντίδωρο της ζωής[14], ρακένδυτος με ρετρό ονειρώξεις[15] και συχνά απατηλός, καθώς δημιουργεί κλίμα ψευδαίσθησης, ατυχούς έκβασης και μελαγχολικής ενατένισης: κι όταν σταματήσει να βρέχει/ θα κρατώ δυο άδεια πουκάμισα/ με τον ιδρώτα των σωμάτων[16]. Για τη σχέση έρωτα – θανάτου γράφει: περίγραψέ μου τον έρωτα/ μέσα απ’ τον θάνατό σου/ κι όταν χαράξει και ζεις/ διάβασέ μου ποιήματα/ χωρίς ημερομηνία λήξης[17]. Ο ποιητής μιλά απαυδισμένος και ασκεί αψιά κριτική στα κρατικά σκυλιά και τα τρωκτικά της εξουσίας («ΚΑΤΑΛΗΨΗ»), για την αδικία που κραυγάζει για να ακουστεί («ΘΟΡΥΒΟΙ»), αλλά και για συγκεκριμένα ανεπίλυτα κοινωνικά ζητήματα, όπως το μεταναστευτικό – προσφυγικό («ΥΠΕΝΘΥΜΙΣΗ»). Η μοναξιά στην καθημερινότητα και τη ζωή του ποιητικού υποκειμένου κυριαρχεί («Η ΜΟΝΑΞΙΑ») και καραδοκεί («ΑΡΤΗΡΙΟΣΚΛΗΡΩΣΗ»), ενώ η θλίψη τρυπώνει και φωλιάζει σε απαρατήρητες στιγμές της καθημερινής ρουτίνας ως ατίθασο τέρας («ΕΚ ΓΕΝΕΤΗΣ», «Η ΘΛΙΨΗ»). Η μελαγχολία των εορτών («ΤΙΣ ΓΙΟΡΤΕΣ»), η απουσία ερωτικού συντρόφου («Η ΤΟΥΡΙΣΤΡΙΑ»), οι μοναχικές και ξεχασμένες ηλικιωμένες γυναίκες («ΣΥΝΤΡΟΦΙΑ»), η μοναξιά του καλοκαιριού, η οποία έχει την στυφή γεύση του θανάτου («ΑΓΟΥΡΟ ΡΟΔΑΚΙΝΟ»), όλα αυτά και άλλα πολλά συνθέτουν το τοπίο, το φόντο της ποιητικής του Γιώργου Γκανέλη.

Αξίζει να γίνει μια ιδιαίτερη μνεία στις ενδιαφέρουσες υπερρεαλιστικές εικόνες που εντοπίζονται στην ποίησή του. Εδώ σταχυολογούμε ορισμένα μόνο χαρακτηριστικά παραδείγματα: Σφάξε το σύννεφο/ να στάξει αίμα[18], μην ανθολογήσετε τα ποιήματά μου/ απ’ τα σκοινιά του ουρανού να κρέμονται/ ημίγυμνα και πληγωμένα[19],υποτονικά κοιτώντας τον χρόνο/ να επιπλέει στο ποτήρι του κρασιού[20], φυσικά και δεν πτοούμαι/ έριξα όλον τον υπερρεαλισμό στη χύτρα της κουζίνας/ τώρα αν θα πήξει το φαγητό/ εξαρτάται από τη λογοκρισία[21].

Ολοκληρώνοντας την περιήγησή μας στο ποιητικό σύμπαν του Γιώργου Γκανέλη αξίζει να κρατήσουμε δυο στοιχεία. Αφενός τους ανθρώπινους τύπους που επιλέγει να υψώσει ποιητικά (οι άνθρωποι που δεν γνώρισα/ είναι αυτοί που με κάνουν να κλαίω[22]) και αφετέρου ότι ο ίδιος ο ποιητής μέσα από τα συστατικά υλικά της ποίησής του, στα οποία ακροθιγώς αναφερθήκαμε, παρόλο τον αυτοσαρκασμό, τη θλίψη, τα άλογα στοιχεία, τη μελαγχολική ρομαντικότητα, τον συχνά ματαιωμένο ερωτισμό, την ανάγκη επιστροφής στη χαμένη πια παιδικότητα και την αγωνία για την τύχη της ανθρώπινης ύπαρξης, μάς καλεί να μη λησμονούμε ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά το μέλλον της Ιστορίας/ μέσα από θαμπά μυωπικά γυαλιά[23].

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.

[1] Από το ποίημα «ΤΕΛΙΚΑ», σ. 9.
[2] Από το ποίημα «ΧΩΡΙΣ ΠΡΟΣΩΠΟ», σ. 40.
[3] Από το ποίημα «ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΗ», σ. 16.
[4] Από το ποίημα «ΤΟ ΠΑΛΙΟ ΣΠΙΤΙ», σ. 78.
[5] Από το ποίημα «ΑΝΑΜΕΣΑ», σ. 91.
[6] Από το ποίημα «Ο ΥΠΝΟΣ», σ. 56.
[7] Το ποίημα «102.020 Μ.Χ.», σ. 99.
[8] Από το ποίημα «ΜΗ ΜΕ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΕΤΕ», σ. 33.
[9] Από το ποίημα «ΑΝΑΣΦΑΛΕΙΑ», σ. 62.
[10] Από το ποίημα «ΚΥΚΝΕΙΟ ΑΣΜΑ», σ. 64.
[11] Το ποίημα «ΔΙΟΡΘΩΣΗ», σ. 86.
[12] Από το ποίημα «ΤΕΛΕΤΟΥΡΓΑ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ», σ. 88.
[13] Το ποίημα «ΑΛΛΕΡΓΙΕΣ», σ. 101.
[14] Από το ποίημα «ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΕΙΑ ΤΟΥ ΕΡΩΤΑ», σ. 14.
[15] Από το ποίημα «ΜΕΤΑΜΕΣΟΝΥΧΤΙΟ», σ. 38.
[16] Από το ποίημα «ΤΑ ΣΩΜΑΤΑ», σ. 55.
[17] Το ποίημα «ΠΕΡΙΓΡΑΦΗ», σ. 71.
[18] Από το ποίημα «ΑΙΜΑ», σ. 30.
[19] Από το ποίημα «ΜΗ ΜΕ ΑΝΘΟΛΟΓΗΣΕΤΕ», σ. 33.
[20] Από το ποίημα «ΕΣΤΡΙΨΑ», σ. 81.
[21] Το ποίημα «ΣΤΗ ΧΥΤΡΑ», ό.π.
[22] Από το ποίημα «ΟΙ ΑΝΘΡΩΠΟΙ», σ. 51.
[23] Από το ποίημα «ΕΙΜΑΣΤΕ», σ. 34.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.