Η Ιωάννα Φάσσου Καλπαξή, κατά κόσμον Γιοβάννα, χαλκέντερη δημιουργός, επανέρχεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο με την ποιητική συλλογή φως… φως… φως… (εκδ. Μετρονόμος, 2022) στην οποία φαίνεται να περπατά μεταξύ δύο κόσμων μέσα από έναν δρόμο ή ένα μονοπάτι, όπου από τη μία πλευρά βρίσκονται τα αποκαΐδια και οι στάχτες του παρελθόντος και από την άλλη ο προσωπικός μικρόκοσμος της ποιήτριας στην παροντική του διάσταση. Η ποιητική συλλογή είναι χωρισμένη σε επιμέρους ποιητικά κείμενα που φέρουν λατινική αρίθμηση δίνοντας στον αναγνώστη την εντύπωση ότι πρόκειται για μια ενιαία μακροσκελή ποιητική σύνθεση και συνάμα για ξεχωριστά, αυτοτελή ποιήματα. Το ποιητικό υποκείμενο αγωνιά. Αγωνιά για ό,τι απομένει στο διάβα του χρόνου, για ό,τι αφήνει πίσω, για ό,τι παρέρχεται και για ό,τι αξίζει να διατηρηθεί στη μνήμη. Η αίσθηση του χρόνου είναι διαρκώς παρούσα σε αυτήν την ποιητική σύνθεση. Μάλιστα, διακρίνεται εμφανώς μια αποστροφή, μια άρνηση για το παρελθόν, από το οποίο αξίζει κανείς να συγκρατεί στη μνήμη του – άλλο θεμελιώδες συστατικό στοιχείο της εν λόγω σύνθεσης – το απόσταγμα, και, σίγουρα, μια προτίμηση για το παρόν, για ό,τι συμβαίνει τώρα αλλά και για το μετά, για ό,τι πρόκειται να συμβεί. Και εδώ παρατηρείται η διάσταση της μεταθανάτιας αγωνίας, η αγωνία του επέκεινα. Ό, τι απομένει δεν είναι παρά σκιές, ενώ η μνήμη είναι ακίνητη, σκουριασμένη και σιωπώσα στην ποίηση της Γιοβάννας, η οποία διερωτάται για το τι θα αφήσει πίσω της και τι είναι αυτό που θα την ακολουθήσει. Θα την ακολουθήσουν τα χρώματα, τα τραγούδια, οι μελωδίες, το κλάμα και το χάδι, ο έρωτας και το σεργιάνι. Τίποτα υλικό, τίποτα χειροπιαστό, δηλώνοντας με τον τρόπο αυτό και τη ματαιότητα της ύλης, των υλικών αγαθών. Μόνον όσα φρόντισε να καλλιεργήσει στο διάβα της ζωής, να τα γευτεί, να τα μοιραστεί και εν τέλει να τα κομίσει στους άλλους αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό.
Η συμφιλίωση με τον εαυτό διαπερνά το έργο της Γιοβάννας, η οποία στρατεύει για τον σκοπό αυτό την αίσθηση της όρασης, του βλέμματος. Η καταβύθιση στον εαυτό, στις πιο μύχιες εκφάνσεις του αποτελεί μείζον θέμα στην ποίησή της. Αναφέρω ενδεικτικά κάποιους στίχους. Έχω δίπλα μου εμένα τώρα/ Εμένα πια. // Μαζί ανασαίνουμε ήσυχα ήσυχα/ Χέρι χέρι περπατάμε. (XXVI, σ. 41) Κοιτάξου,/ μού λέω,/ αγάπησέ σε. (XXXIII, σ. 52) Κάποιες φορές αυτός ο εσωτερικός αγώνας για την κατανόηση του εαυτού οδηγεί σε μια αναμέτρηση μαζί του που εκφράζεται ποιητικά ως λυγμός και κραυγή για ό,τι, συνειδητά ή ασυνείδητα, λειτούργησε διαβρωτικά στη σχέση του ποιητικού υποκειμένου με τον εαυτό του. Γι’ αυτό τον λόγο σε ορισμένα σημεία παρατηρείται η έλλειψη γνώσης για μια προ πολλού διαμορφωμένη ταυτότητα: Δεν με ξέρω/ Μέρα τη μέρα ξετυλίγομαι/ – για πόσο ακόμα; -/ Ποιο, πίσω από/ το πρόσωπό μου,/ το πρόσωπό μου;/ Ποιον ρόλο/ δεν έπαιξα ακόμα και/ η αυλαία όπου να ʼναι πέφτει; (XXXVII, σ. 59). Η αίσθηση της όρασης, στην οποία αναφέρθηκα, εντοπίζεται και στο ζήτημα της κληρονομιάς, σε ό,τι δηλαδή η ποιήτρια αφήνει πίσω της. Βλέμματα/ Ανοίγουν τρύπες στο κορμί μου// Ψάχνουν/ «Τι κρύβεις και δεν μας το ʼδωσες/ Τι έχτισες,/ Τι έσπειρες;/ Οι δρόμοι που άνοιξες,/ πού πάνε; (XXIV, σ. 38). Τα μάτια κοιτούν μέσα στον εαυτό γυρεύοντας να δουν ελπίδες, χρώματα της προσωπικής Άνοιξης της ψυχής.
Η ποιήτρια ακολουθώντας την πορεία της μέσα στον χρόνο, αφήνει πίσω της την φωτιά και την τέφρα και επικεντρώνει αισθήσεις και πνεύμα στον προσωπικό της χώρο, ο οποίος σκηνοθετικά θα μπορούσαμε να πούμε ότι σηματοδοτείται με τα όρια ενός δωματίου. Ενός δωματίου με ένα παράθυρο στον ήλιο. Όλος ο κόσμος της είναι αυτός. Ο τόπος, όπου πλάθει και πλάθεται. Ο τόπος, όπου ονειρεύεται αλλά και συλλογίζεται τον προορισμό της. Δυο στοιχεία εξίσου σημαντικά στην ποίησή της. Τα όνειρα της παιδικής ηλικίας, των χρόνων της αθωότητας επανέρχονται με την ωριμότητα του παρόντος. Τα όνειρα που δεν έπιασα/ με κυνηγάνε/ Στέκουν στις παιδικές γωνιές μου και/ φωνάζουν να γυρίσω πίσω/ «Έλα μαζί μας τώρα που ξέρεις […] (V, σ. 16). Τα όνειρα επανέρχονται σταθερά στην ποίηση της Γιοβάννας, προκειμένου να νοηματοδοτήσουν τη ζωή και να διανοίξουν τον δρόμο του μέλλοντος. Από την άλλη το ζήτημα του προορισμού διαπερνά υπόγεια τα ποιητικά κείμενα της συλλογής και συνδέεται άμεσα με την ποιητική τέχνη. Κύριε, μην ψάχνεις άλλο/ Με έστειλες ποιήτρια/ Σε μένα θα βρεις/ – φυλακτό επτασφράγιστο-/ τον χαμένο/ Σου/ παράδεισο. (XI, σ. 23) Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός ότι στην ποίηση της Γιοβάννας τα όνειρα – τα οποία, βέβαια, αποτελούν κοινό τόπο στη λογοτεχνία ήδη από την αρχαιότητα – συνδέονται με τον προορισμό του ανθρώπου, εν προκειμένω του ποιητικού υποκειμένου. Ξυπνάω ξέπνοη με/ μόνη επιθυμία/ να ξανακοιμηθώ / μήπως και/ με οδηγήσουν [ενν.: τα όνειρα] επιτέλους/ αλλού/ στο κάπου. (XVIII, σ. 30).
Από την ποίηση της Γιοβάννας, φυσικά, δεν απουσιάζει ο έρωτας. Μπορεί το αποπνικτικό παρελθόν να λειτουργεί ως τροχοπέδη στο ζωογόνο παρόν, έως ότου περάσει κι αυτό στη μνήμη, όμως ο έρωτας κυριαρχεί σε όλες τις χρονικές φάσεις χωρίς να ξεθωριάζει. Ο έρωτας κυριαρχεί./ Το άρωμά του δεν σβήνει/ Οι φτερούγες του δεν σταματούν να ριπίζουν/ και νεκρά τα όνειρα/ Τα χείλη μου ακόμα καίνε. (ΧΧ, σ. 32). Και η ποίηση είναι εκείνη που συλλαμβάνει τον έρωτα, τη στιγμή της έντασης, του πάθους, ώστε ακόμα και όταν το ποιητικό υποκείμενο δεν μπορεί “να δει” τον έρωτα (διαρκώς παρούσα η όραση) να μην τον αποχωρίζεται, να τον κρατά σφιχτά με τις λέξεις. Γι’ αυτό κα μαζεύω από τη χρονόσκονη/ τα σκόρπια πούπουλά του [ενν.: του έρωτα] και/ τα κολλάω/ με λέξεις. (ΧΧ, σ. 33). Ένα ακόμα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό του ποιητικού κόσμου της Γιοβάννας είναι η αίσθηση της ακινησίας, του αενάως επαναλαμβανόμενου και διαχρονικά επιστρέφοντος ρυθμού. Δεν πρέπει να λησμονούμε την επαγγελματική ιδιότητα της ποιήτριας ως τραγουδίστριας και, ασφαλώς, δεν υπάρχει κανένας λόγος – θα ήταν εντελώς ανούσια – μια τέτοια προσπάθεια να διαχωριστεί και να διασπαστεί η μουσική της ταυτότητα από την ποιητική. Άλλωστε, στα ποιήματά της και θεματικά και μορφικά οι μελωδίες και η ρυθμικότητα είναι διάχυτα, εμποτισμένα μάλιστα με μοντερνιστικές εικόνες και λεκτικές συνάψεις. Αναφέρω ενδεικτικά κάποιους στίχους. Επιστρέφεις πάλι και πάλι εκεί που δε θες. […] Τίποτα δεν σαλεύει./ Ο ήλιος έχει ακουμπήσει στον τοίχο/ σαν κουρασμένη πόρνη. (XXII, σ. 35) Αφήνω τις μέρες να περνάνε/ Δεν τις βλέπω/ – με βλέπουν άραγε; -/ Κουρασμένες σέρνονται,/ έτσι που άλλοτε τις σπρώχνω/ κι άλλοτε/ τις κρατώ να μη φύγουν (ΧΧΙΧ, σ. 44).
Αξίζει, τέλος, να σταθεί κανείς λίγο στον τρόπο με τον οποίο η ίδια η ποιήτρια βλέπει τη θέση της στον κόσμο αλλά και τη συνεπαγόμενη με αυτήν τη θέση ροπή της στον ποιητικό λόγο. Νιώθει σαν κάποιος να την πέταξε μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, χωρίς εγχειρίδιο με οδηγίες για τη ζωή, και έτσι εκείνη ξαφνικά βρέθηκε μέσα σε ένα κενό, όπου έπρεπε να μάθει να ζει. Είναι χαρακτηριστικοί οι στίχοι: Κενό με ζώνει/ μ’ απομακρύνει/ με σπρώχνει/ Πέρα./ Κυκλωμένη μ’ αυτό/ μ’ έσπρωξαν στον κόσμο./ «Άντε στο καλό», μου είπαν/ «να δούμε τι θα ʼχεις να πεις/ στην απολογία» (ΧΧΧΙ, σ. 47). Όσο για τη σχέση της με την ποίηση, αυτή προσδιορίζεται από τη δύναμη της λέξης. Ο δρόμος είναι δύσβατος για την ποιήτρια που καλείται να μάθει να ακούει και να καταλαβαίνει τις λέξεις. Οι λέξεις είναι η σκυτάλη της στον δρόμο της ζωής. Άλλοτε τις αρπάζει και αποθηκεύει στιγμές και άλλοτε είναι εκείνες οι ίδιες οι λέξεις που γίνονται ο εχθρός που την πυροβολεί και την πληγώνει καταλήγοντας στην αφοπλιστική διαπίστωση: Αίμα πιο καυτό,/ πιο διπολικό απ’ το δικό τους [ενν.: από των λέξεων]/ δεν γεύτηκα./ Ρέει με το δικό μου./ Κι όλο ψάχνω,/ σε ποιο ράφι να τις βάλω,/ πού να τις κατατάξω, αφού/ δεν χωράνε/ το/ Γιατί του Κόσμου. (XL, σ. 63).
Πρόκειται εν συνόλω για ποίηση βαθιά προσωπική και εξομολογητική με έντονη τη φιλοσοφική ενατένιση του κόσμου και, πρωτίστως, της ανθρώπινης ύπαρξης, και με σαφή πρόθεση σε ό,τι αφορά στο σκάλισμα της ψυχής, όπως η τελευταία διαπλάθεται στο διάβα του χρόνου.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.