Σε πτώση δοτική τιτλοφορείται η δεύτερη κατά σειρά ποιητική συλλογή του Κωνσταντίνου Γεωργίου, η οποία κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Ιωλκός τον Απρίλιο του 2023. Η συλλογή αυτή βρίσκεται σε ανοικτό και απευθείας διάλογο με την πρώτη συλλογή του ποιητή, η οποία έχει τον τίτλο σε πρώτο πληθυντικό (εκδόσεις Ιωλκός, 2020), και, όπως είναι φυσικό, το νέο αυτό ποιητικό έργο παρουσιάζει και, ενδεχομένως, συμπληρώνει επί τα βελτίω τον πυρήνα και τα συστατικά υλικά με τα οποία ο δημιουργός δομεί τον ποιητικό του κόσμο. Εν αρχή, αξίζει να σημειωθεί ότι ο ποιητής χρησιμοποιεί άριστα το πολυτονικό σύστημα και διατρέχοντας κανείς τα ποιητικά κείμενα της συλλογής αντιλαμβάνεται την αρχαιομάθεια, την εις βάθος μελέτη και την αγάπη του Κωνσταντίνου Γεωργίου, ως φιλολόγου αλλά πρωτίστως ως ανθρώπου που αγαπά την τέχνη και δημιουργεί, για την αρχαία ελληνική γραμματεία αφενός και αφετέρου για τους σύγχρονους Έλληνες ποιητές. Στη συλλογή αναφέρονται ο μέγας ιστορικός Θουκυδίδης, ο Γιάννης Ρίτσος, ο Τάσος Λειβαδίτης, ο Γιώργος Σεφέρης, ο Ανδρέας Εμπειρίκος και η Μάτζη Χατζηλαζάρου. Το δε λεξιλόγιο του ποιητή είναι πλούσιο και βρίθει από λέξεις της αρχαίας ελληνικής γλώσσας – ουσιαστικά, επίθετα, επιρρήματα – αλλά και από λόγιες και καθαρά ποιητικές λέξεις. Το ύφος του λόγου του διαπνέεται από λυρισμό, ρομαντισμό και από μια υπερχιλείζουσα τρυφερότητα, ενώ δεν λείπουν οι ισορροπημένες υπερρεαλιστικές δόσεις, με τις οποίες ο ποιητής εμβολιάζει κάποιους στίχους του. Ως προς αυτό το τελευταίο στοιχείο, ενδεικτικά αναφέρονται οι στίχοι: […] έντονο πορφυρό σε κάθε ηλιοβασίλεμα,/ σαν ένα μαχαίρι καρφωμένο στα πλευρά του ήλιου/ που πέφτει αιμόφυρτος στην αγκαλιά της Δύσης.[1] Και: […] είναι τα ανακινούμενα φτερά των αγαλμάτων/ στους πελιδνούς τρούλους των ουρανών,/ είναι τα αρώματα των χρωμάτων/ στο ουράνιο τόξο των αιωνόβιων συνειρμών, […][2]
Σε πτώση δοτική επιλέγει ο ποιητής να συνομιλήσει μαζί μας και η επιλογή του, ασφαλώς, δεν είναι τυχαία. Στα ποιητικά κείμενα της συλλογής εξαίρεται η σημασία του αρχαιοελληνικού ρήματος «δίδωμι», η σημασία της ανιδιοτελούς προσφοράς, του «δοῦναι», της αλληλοβοήθειας, της ευγένειας, της καλοσύνης, της κατανόησης, της συγχώρεσης, της εξάλειψης του ρατσισμού και κάθε μορφής ιδεοληψίας, της ελευθερίας, της ανεξαρτησίας των λαών, του θάρρους, του σθένους, της ρώμης, του δικαίου, της συλλογικότητας, του «εμείς», της ανθρωπιάς. Αναφέρω εντελώς ενδεικτικά, διότι είναι πολυάριθμα τα παραδείγματα, κάποιους στίχους:
Την μόνη/ πτώση/ που σου αναγνωρίζω/ είναι αυτή,/ σε πτώση δοτική.[3]
Γιατί τότε μόνο υπάρχω, όταν δηλαδή ανασαίνω αδιάκοπα στα χέρια όλων των ανθρώπων, σαν γίνομαι μετάληψη κοινωνίας λευκοφορεμένων πουλιών, που τιτιβίζουν τα ποιήματά μου, που τραγουδούν ανθισμένα συναισθήματα σε λεπτεπίλεπτα κλωναράκια στίχων, διασχίζοντας στο πέρασμά τους όλον τον κόσμο με το φτερωτό πέταγμα της αγάπης.[4]
Είχε μάθει από νωρίς στην ζωή του να δίνει. Αλλά, όταν τον λήστεψαν, δεν είχε τίποτα πάνω του.// Έτσι, το μόνο που βρήκε να τους δώσει ήταν η αγάπη του.[5]
Αυτό που έδωσες να θυμάσαι/ ότι σου το ʼχαν κάποτε δανείσει./ Μην το ζητήσεις πίσω./ Τους το επέστρεψες.[6]
Ψηλαφίζεις το φως/ που σαν δόρυ αιχμηρό/ τρυπά την καρδιά σου/ και χύνεται από τις πληγές της/ όλη σου η καλοσύνη/ στο τίποτα του κόσμου.[7]
Λεύτερος να προχωράς/ στις στράτες και στ’ αλώνια/ και θάρρος μην ξεχνάς/ στα δύσκολα τα χρόνια.[8]
Από την ποίηση του Κωνσταντίνου Γεωργίου όχι μόνο δεν απουσιάζει αλλά αναλαμβάνει καίριο και πρωταγωνιστικό ρόλο ο έρωτας και η αγάπη, ενώ η φύση και τα φυσικά φαινόμενα υποτάσσονται στη δύναμή τους και συνομολογούν: Ο ψίθυρος της θάλασσας πολιορκούσε τις διψασμένες ξερολιθιές,/ πηδούσε με το ήσυχο κύμα στον κήπο σμίγοντας με την ανάσα των πεύκων,/ έφτανε στ’ αυτιά μας το λεπτό χτυποκάρδι τους, φωνή μυστικών ήχων,/ απ’ αυτούς που είναι η τύχη των λίγων ν’ ακούσουν./ Μας διάβαζαν το μικτό αλφαβητάρι των άστρων/ κι έπειτα τραβούσαν στον μαυροπίνακα της νύχτας μια μεγάλη/ γραμμή, […][9] Η αγάπη είναι ένα ιστιοφόρο και το βάρος της συσχετίζεται με τα τζιτζίκια του Δεκαπενταύγουστου που τραγουδούν· η αιθέρια ερωτική ύπαρξη είναι το φωτεινό χαμόγελο της ζωής· η στέρηση, η “νηστεία” από τον έρωτα είναι αμάρτημα· ο πόθος καθιστά το ποιητικό υποκείμενο συνεπιβάτη ονείρων και η φλόγα του έρωτα κατακαίει το κορμί του· ο έρωτας παίρνει τη σάρκα ώριμου ροδάκινου που το ποιητικό υποκείμενο γεύεται μυσταγωγικά συνάμα και αχόρταγα· η αφοσίωση στον έρωτα καθίσταται ζωτικής σημασίας – όπως η ανάγκη για νερό, φαγητό και ζεστασιά –, είναι καταφύγιο θαλπωρής και ζεστή αγκαλιά· το αντικείμενο του πόθου εξυψώνεται σε φωτεινό παράθυρο του κόσμου· τα φλογερά ηδονικά μάτια αντικατοπτρίζουν το άρρητο σχήμα της αιωνιότητας· η αγκαλιά πρέπει να είναι σφιχτή, όπως γραπώνει το χώμα η ρίζα του δέντρου· τα γυμνά σώματα μιλούν για την αγάπη καλύτερα από το βαθύ πηγάδι της σκέψης, ενώ η Αγάπη είναι ό,τι δεν καίγεται μες στην φωτιά του Έρωτα[10]· ακόμα και οι ακροτελεύτιοι στίχοι της Ποίησης ανήκουν στον Έρωτα.
Ο ερωτισμός είναι διάχυτος στην ποίηση του Κωνσταντίνου Γεωργίου και η αγαπημένη, η Γυναίκα, υμνείται και εξυψώνεται, ενώ τα στοιχεία που την καθιστούν ύψιστη συμβολική μορφή είναι το χαμόγελο, η ομορφιά, η θεϊκή θωριά, η λευκή ωραιότητα, τα μάτια της που παρομοιάζονται με το φως του ήλιου, το γυμνό σώμα με την ερωτική διέγερση που προκαλεί στο ποιητικό υποκείμενο και όχι μόνο· ακόμα, και τα αντικείμενα προσωποποιούνται και μετέχουν στην ερωτική πράξη. Είναι εν τέλει η Γυναίκα εξαίσια ομορφιά, αναγεννησιακός πίνακας μεγάλου ζωγράφου[11], ενώ παράλληλα είναι διακριτή μια τρυφερή και βαθιά ανθρώπινη αίσθηση καθήκοντος: Αγαπημένη μου, μην ξεχνάς να ονειρεύεσαι γιατί μόνο με τα όνειρα χτίζουμε τον κόσμο μας από την αρχή.[12] Ο έρωτας είναι άλωση ολοκληρωτική, ίσως επειδή ο ερωτισμός στην πιο αθώα και τρυφερή διάστασή του και, ειδικά, τώρα που το ποιητικό υποκείμενο φαίνεται να διανύει τα χρόνια της ωριμότητας με τα χρόνια της νιότης να έχουν παρέλθει, ανάβει τους ψιθύρους της φωτιάς αλλά και της θύμησης, των ονείρων, της νοσταλγίας της παιδικότητας. Και οι ψίθυροι της φωτιάς όσο ποτέ άλλοτε/ θερμαίνουν την έφηβη ψυχή, ζεσταίνουν το γέρικο κορμί.[13] Χαρτογραφούνται, επομένως, μέσω της ποίησης, τα χρονικά όρια μεταξύ παρόντος και παρελθόντος, ενώ καταγράφονται με ειλικρίνεια οι σφυγμοί μιας ζωής παρελθούσης.
Στη συλλογή θεματογραφείται και η ίδια η τέχνη της ποίησης, η αποστολή της αλλά και η έμφυτη – αληθινή ανησυχία του εν γρηγόρσει δημιουργού. Μας δόθηκε/ η ποίηση/ σε τούτην την ζωή/ για να διαβάζουμε/ στο χέρι Του/ το δυσανάγνωστο/ της μοίρας της ανθρώπινης,/ για να γράφουμε,/ τέλος πάντων,/ νυν και αεί/ το ανερμήνευτο της αιωνιότητας/ και το ανεκλάλητο της αγάπης.[14] Ο ποιητής στο «ΙΚΕΤΗΣ ΛΟΓΟΣ» (σ. 16) επικαλείται την ποίηση, ως Μούσα, να τον βοηθήσει να συλλάβει την ομορφιά, την ψυχή, την σκέψη με τον στίχο – επωδό Άκουσε, Ποίηση, και λέγε μου· ενώ στο τέλος του ποιήματος, που μας φέρνει στο νου τους επικλητικούς αλλά και τους ομηρικούς ύμνους της αρχαιοελληνικής γραμματείας, προστάζει την Ποίηση στην αρχή, ενώ στον ακροτελεύτιο στίχο την ικετεύει να τον συντρέξει στην αποστολή του. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στον συσχετισμό της Ποίησης με την Ειρήνη:
Μια μέρα, ω μια μέρα, είναι βέβαιο ότι θα επιστρέψουμε και θα είναι η μέρα που οι άνθρωποι δεν θα συνομιλούν με όπλα παρά μόνο με ποιήματα και τραγούδια.[15]
Η ζωή είναι για τον ποιητή, όπως την περιγράφει στο «ΤΟ ΠΟΙΗΜΑ» (σ. 66) ένα μικρό ανολοκλήρωτο ποίημα που μες στην ατέλειά του κρατά κρυμμένο επιμελώς το άρωμα της ματαιοδοξίας του δημιουργού του, ενώ η ποίηση συγκαταλέγεται στα απολύτως απαραίτητα, στα εκ των ων ουκ άνευ, στοιχεία που χρειάζονται στη ζωή του ανθρώπου.
Λίγο ψωμί, λίγο τυρί,/ ένα φεγγάρι κόκκινο/ κομμένο στα τέσσερα,/ ένα κανάτι ολόγιομο ποίηση/ – και τους χόρτασες όλους.[16]
Για τον ποιητή οι στίχοι πρέπει να είναι στρατευμένοι και να υπερασπίζονται το τελευταίο οχυρό του ονείρου και παράλληλα η ποίηση είναι και διασπορά λέξεων εύφλεκτων υλικών σε υγρές επιφάνειες μαζικής ευαισθησίας.[17]
Η ανάδειξη της ποιητικής του Κωνσταντίνου Γεωργίου δεν μπορεί να είναι εξαντλητική στο πλαίσιο μιας κριτικής παρουσίασης. Επομένως, θα επιλέξω να ολοκληρώσω την περιήγησή μου στη νέα του ποιητική συλλογή αναφερόμενος σε δύο ποιήματα. Στο ποίημα «Η ΣΤΙΓΜΗ ΤΗΣ ΑΓΑΠΗΣ» (σ. 97 – 99) και στο προτελευταίο ποίημα της συλλογής με τίτλο «ΤΟ ΚΟΚΚΙΝΟ ΠΟΥ ΜΑΣ ΠΝΙΓΕΙ» (σ. 100 – 103), όπου, κατά τη γνώμη μου, ο ποιητής συνοψίζει όλα εκείνα τα θεμελιώδη ζητήματα που παρουσίασε στα ποιητικά κείμενα που προηγήθηκαν. Η ωριμότητα του κόσμου, η έμπνευση για την εργασία, η ελπίδα και το όνειρο, το ψωμί και το μέλλον, η αγάπη και η αλληλεγγύη, η ειρήνη και η ελευθερία αποτελούν προϋποθέσεις για τη μεγάλη και ουσιαστική αλλαγή στην ανθρωπότητα. Είναι αίτημα παγκόσμιο, οικουμενικό. Τότε θα καλλιεργηθεί το εύφορο κλίμα, όπου και οι στίχοι των ποιητών θα λευτερωθούν από τα χάρτινα δεσμωτήρια,/ θα κυρτώσουν την ράχη τους και θα μοιάζουν με πετρόχτιστα γεφύρια/ που θα μας μεταφέρουν στις πλάτες τους/ για να συναντήσουμε την ήπειρο της αγάπης[18]. Το κόκκινο του ήλιου, των λουλουδιών, της αγάπης, της πληγής, της φωτιάς, των λαβωμένων ονείρων, των χαροκαμένων μανάδων, των φτωχών χωρικών, των εργατών, του φεγγαριού, της ποίησης, το κόκκινο κρασί της μετάληψης των ελπίδων και των αναμμένων ήλιων θα συναντήσουν τον μακρινό ορίζοντα, όπου οι άνθρωποι θα ψηλώσουν ψυχικά και πνευματικά. Η πλάση θα γεμίσει κόκκινο που θα στάζει από τις γυμνές πλάτες των ονείρων. Η καρδιά του ποιητή αλλά και των ανθρώπων χωρούν ολάκερο τον κόσμο. Μένει η προσπάθεια· η ανηφορική οδός του ανατέλλοντος μέλλοντος και η στιγμή που περιγράφουν εξαιρετικά οι στίχοι: Τώρα στις χούφτες μας μαζί με τον ιδρώτα μας σφίγγουμε ένα σίγουρο φως και ένα κομμάτι ουρανό.[19] Και θα επιλέξω να αποχαιρετήσω προσώρας τον ποιητικό κόσμο του Κωνσταντίνου Γεωργίου – μέχρι το επόμενο πόνημά του – με τους ακροτελεύτιους στίχους του προτελευταίου ποιήματος:
Το κόκκινο είμαι εγώ, το κόκκινο είμαι εσύ, το κόκκινο είμαστε ʼμεις./ Είμαι εσύ, είσαι εγώ, είμαστε μεις, όλοι, όλοι εμείς ένα μεγάλο κόκκινο,/ μια μεγάλη σφραγίδα κόκκινη, ολοκόκκινη, που υπογράφει το δίκιο μας στις λευκές σελίδες του κόσμου,/ που σφραγίζει τον όρκο μας για την λευτεριά και την ειρήνη στα λυπημένα μάτια των παιδιών όλου του κόσμου,/ που χρωματίζει την ζωή και τον κόσμο μας με το χυμένο μελάνι της ανυποχώρητης τρυφερότητας.[20]
Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.