Το 1968 ο Νίκος Καββαδίας ταξιδεύει στην Κεφαλονιά μετά από 35 χρόνια απουσίας. Ανήμερα Χριστούγεννα γράφει το μικρό πεζό Λι, το οποίο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1987 από τις εκδόσεις Άγρα. Το 1994 η Βελγίδα Marion Hansel βάσισε στο Λι την ολλανδο – αγγλική ταινία «Between the devil and the deep blue sea» με την οποία εκπροσώπησε το 1995 τη χώρα της στο Φεστιβάλ των Καννών με πρωταγωνιστές τους Στήβεν Ρία (στον ρόλο του ασυρματιστή Νίκου) και Λινγκ Τσου (στον ρόλο της νεαρής κινέζας Λι). Το ιδεόγραμμα του ονόματος Λι, που εμφανίζεται στο εξώφυλλο και στο εσωτερικό του βιβλίου σε διάφορες παραλλαγές, καλλιγραφήθηκε από τον Κινέζο ηθοποιό και ζωγράφο Tielin Zhang το 1987 ειδικά για την έκδοση της Άγρας. Η ιστορία της Λι είναι ένα από τα ελάχιστα πεζά κείμενα που έγραψε ο Καββαδίας και εκτείνεται σε περίπου 50 σελίδες μικρού μεγέθους (12×17).
Το αφήγημα διηγείται τη σύντομη συνάντηση του αφηγητή – ασυρματιστή με μια μικρή δεκάχρονη Κινεζούλα, στην οποία ο πρώτος δίνει το όνομα Λι, όταν το πλοίο του φούνταρε ανάμεσα Καουλούν[1] και Χονγκ Κονγκ και περίμεναν να το παραδώσουν στους καινούργιους αγοραστές και να φύγουν. Το κείμενο εισάγει ευθύς εξαρχής τον αναγνώστη στο κλίμα, στις συνθήκες, τα έθιμα και στη φιλοσοφία του τοπικού πολιτισμού, που επικρατούσαν πριν πολλά χρόνια στην Κίνα και, συγκεκριμένα, στα Σαμπάν (πλωτές κατοικίες) με τα γιόγκα (Κινέζικα καΐκια) ολόγυρα. Είναι συγκλονιστική η περιγραφική απλότητα και λιτότητα του αφηγήματος, το οποίο κυλά διηγούμενο τη βαθιά ανθρώπινη σχέση που απέκτησε ο ασυρματιστής του πλοίου με τη μικρή Λι, η οποία ήταν διατεθειμένη να δουλέψει για εκείνον, προκειμένου να πάρει σε αντάλλαγμα οτιδήποτε της έδινε ο ναυτικός. Ο νους της ήταν πάντοτε στην πάμφτωχη οικογένειά της και στο έξι μηνών αδελφάκι της, του οποίου είχε ουσιαστικά αναλάβει την ανατροφή και το είχε συνεχώς μαζί της.
[…]
– Τι θέλεις, ρώτησα.
– Να σε δουλέψω όσο μείνετε, μου απάντησε με χελιδονίσια εγγλέζικα.
– Τι ξέρεις;
– Σάρωμα, σφουγγάρισμα. Μαντάρω και κάλτσες.
Τα χέρια της μιλούσαν. Σου ʼδινε να καταλάβεις με χειρονομίες.
– Θα μου δίνεις φαΐ για μένα και τον αδερφό μου. Δεν τρώμε πολύ. Δε θα σου στοιχίσει.
Την έπιασα να κοιτάζει λαίμαργα ένα πιάτο με αυγά που βρισκόταν στο τραπέζι. Της έδωσα τέσσερα. Έβαλε δύο στις τσέπες και κράτησε τ’ άλλα δύο στα χέρια. Κίνησε να φύγει.
– Πού πας;
– Στο Σαμπάν, στο σπίτι μου.
– Πώς θα κατέβεις την ανεμόσκαλα;
– Έλα να δεις.
[…][2]
Η μικρή Λι δεν έχει βγει ποτέ έξω από τον πλωτό τόπο που ζει, δεν έχει δει ποτέ το Χόνγκ Κόνγκ, εντούτοις ξέρει καλά το μέρος ακούγοντας ιστορίες και παραμύθια για αυτόν από τον δάσκαλο και τον παραμυθά που έρχεται στα Σαμπάν κάθε εφτά μέρες. Η συμπεριφορά, η διακριτικότητα, η ευγένεια και η φαντασία της Λι αναδύονται έντονα μέσα από την τόσο λιτή και απογυμνωμένη από περιττά εκφραστικά μέσα γραφή του Καββαδία.
Ο αφηγητής αφήνεται στα χέρια και στο μυαλό της μικρής Λι, η οποία παραμυθητικά τον ταξιδεύει και του γνωρίζει τον τόπο της. Την ανάπτυξη της αφήγησης πυροδοτεί η πρόσκληση του ναυτικού – ασυρματιστή να σεργιανίσουν μαζί με τη Λι την πολιτεία του Χονγκ Κονγκ. Η μικρή Λι, που ποτέ μέχρι τότε, δεν είχε πατήσει στεριά, με θαυμαστή αξιοπρέπεια, ωριμότητα και σθένος πορεύεται πλάι στον αφηγητή και με μια παράδοξη για την ηλικία της συνειδητότητα κλείνει οικογενειακές εκκρεμότητες μεταφέροντας μηνύματα πρώτα στον μεγάλο αδερφό και τον πατέρα της και τέλος στην αδερφή της. Έπειτα η μικρή Λι απολαμβάνει τη βόλτα της στη μεγαλούπολη, όσο την αφήγηση εμποτίζουν τα κινέζικα εξωτικά τοπωνύμια και φαγητά, η κινέζικη νοοτροπία, η παρακμιακή και περιθωριακή, ενδεχομένως, εξεικόνιση της πολιτείας, όπου οι ναρκέμποροι, οι πόρνες και οι λαθρέμποροι τίθενται σε πρώτο πλάνο, ως εκ των ων ουκ άνευ περσόνες για την ταυτότητα του τόπου και την εγκυρότητα της αφήγησης.
Μετά από λίγες μέρες ήρθε το όρντινο[3] της αναχώρησης. Μια αναχώρηση πικρή, μελαγχολική μετά από αυτή την απροσδόκητη εμπειρία. Η γραφή του Καββαδία πάντα βιωματική και εναργής αποδίδει την εμπειρία του με αισθαντικότητα και σεβασμό, ενώ ξεδιπλώνει υποβλητικά τη σοφία, την πείρα της ζωής που έχει κατακτήσει η μικρή Λι για τους ανθρώπους και τη ζωή. Μια ζωή γεμάτη βάσανα και δυσκολίες, φτώχεια και κακοπέραση. Αλλά και μια ζωή ζηλευτή, πλούσια σε περηφάνια, αξιοπρέπεια και ανθρωπιά.
Στο τελωνείο του Πειραιά ένας ελεγκτής ψάχνοντας τις αποσκευές μου, βρήκε στο πάτο ενός σάκου που δεν είχε ανοίξει από την ημέρα που αφήσαμε το καράβι ένα μικρό δέμα από στρατσόχαρτο. Το άνοιξε. Ξετύλιξε με προσοχή μια μικρή παλιά παντιέρα που ʼχε στο μάκρος της ένα Δράκοντα κεντημένο με χρυσοκλωνά ξεφτισμένη.
Τη χαρακτήρισε «αντικείμενο άνευ αξίας» και την ξανάβαλε στη θέση της.[4]