Συχνά με επισκεπτόταν τις μεταμεσονύχτιες ώρες ο πατέρας μου. Τον έβλεπα στα όνειρά μου. Όμως αυτή η φορά ήταν διαφορετική. Δεν κοιμόμουν, βρισκόμουν στο γραφείο, όταν σώθηκε το λάδι από τη λάμπα και πήγα να την ανάψω ξανά. Δεν πρόλαβα. Το βλέμμα μου γύρισε στο πορτρέτο του πατέρα μου στον τοίχο απέναντι από τη βιβλιοθήκη. Ήταν κρεμασμένο στο ίδιο σημείο από τότε που έγινε η κηδεία του. Με τρόμο είδα τον πατέρα μου να βγαίνει από το κάδρο και να με πλησιάζει. Κόντευα να λιποθυμήσω από τον φόβο και την έκπληξη αλλά εκείνος με πλησίασε ήρεμος και χαμογελαστός. Δεν ήταν όπως στο πορτρέτο. Τα μαλλιά του ήταν πυκνά μαύρα, τα μάτια του φωτεινά και το πρόσωπό του αρυτίδωτο. Ήταν νέος κι εγώ το παιδί που ήμουν κάποτε. Με πήρε απ’ το χέρι και πήγαμε βόλτα στη λιμνούλα με τα ψαράκια, όπως κάναμε παλιά. Ύστερα φτάσαμε στο ποτάμι πλάι στο μεγάλο πευκοδάσος. Εκεί που συνηθίζαμε να κάνουμε πικ νικ μαζί με τη μητέρα μου. Τα πόδια μου πατούσαν στα βότσαλα και προσπαθούσα να ισορροπήσω. Έβρεχα τα πόδια μου στο ποτάμι και πετούσα ένα ένα μικρά και μεγάλα βότσαλα που μάζευα. Ο πατέρας μου μού έπιασε το χέρι και το οδηγούσε, έτσι ώστε να ρίξω το βότσαλο όσο πιο μακριά μπορούσα. Αισθανόμουν την ανάσα του στον σβέρκο μου. Αρχίσαμε να τρέχουμε κατά μήκος του ποταμού και να γελάμε δυνατά. Στο τέλος ο πατέρας μου με έπιασε και με σήκωσε ψηλά με τα χέρια του. Έτσι με πήγε κάτω από ένα πεύκο, για να ξεκουραστούμε. Η αναπνοή μας ήταν γρήγορη απ’ το τρέξιμο και την ομιλία μας διέκοπτε ένα εύθυμο λαχάνιασμα. Γυρνώντας στο σπίτι αγοράσαμε τα απαραίτητα για το ψάρεμα. Απόχη, δολώματα και δύο καλάμια. Την επόμενη μέρα ξεκινήσαμε αχάραγα για τη θάλασσα που ήταν στην άλλη πλευρά της κοινότητας που ζούσαμε. Δανειστήκαμε τη βάρκα ενός φίλου του πατέρα μου και ξανοιχτήκαμε. Ο πατέρας μου μού έδωσε το ένα καλάμι και άρχισε να μιλάει για τις τεχνικές του ψαρέματος, να μου δίνει συμβουλές και να με καθοδηγεί. Ήταν ηλιόλουστη μέρα, ζεστή. Ο βυθός φαινόταν πεντακάθαρα από τη βάρκα. Τσίμπησαν αρκετά ψαράκια τα δολώματά μας. Γυρίσαμε στην ακτή και αμέσως βουτήξαμε στη δροσερή θάλασσα. Είχαμε κορώσει από τη ζέστη και το θαλασσινό νερό ήταν πραγματική όαση. Επιστρέψαμε στο σπίτι χαρούμενοι και κουρασμένοι. Ξαφνικά το βλέμμα του πατέρα μου σκοτείνιασε. Η μορφή του άλλαζε μπροστά στα μάτια μου. Τα μαλλιά του άσπρισαν, τα χέρια του ρόζιασαν, το πρόσωπό του αυλακώθηκε. Σάστισα. Δεν μπορούσα να αρθρώσω ούτε μια κουβέντα. Μόνο τον κοιτούσα, όταν σε μια στιγμή έφερε τα δυο του χέρια μπροστά στο στήθος και προσπαθούσε με κόπο να αναπνεύσει. Εγώ έμενα ακίνητος λες και κάποιος μού είχε δέσει τα πόδια ή το πάτωμα είχε γραπώσει τα πόδια μου. Δεν ξέρω, πάντως δεν μπορούσα ούτε να κουνηθώ ούτε να μιλήσω. Ο πατέρας μου προσπάθησε να πιαστεί απ’ το γραφείο και να κάτσει στην καρέκλα. Έβηχε και δεν μπορούσε να ανασάνει. Με ένα βήμα σωριάστηκε. Βλέποντάς τον όρμησα πάνω του πιάνοντάς τον σφιχτά από τα χέρια. Άκουσα τους παλμούς της καρδιάς μου τόσο δυνατά που θα μπορούσα να τους μετρήσω. Το θέαμα ήταν αναπάντεχα τρομακτικό. Στα χέρια μου δεν κρατούσα το σώμα του. Ήμουν πεσμένος στο χαλί κάτω από το γραφείο, έσφιγγα τα χέρια μου σε σημείο που κόντευα να τα ματώσω και το βλέμμα μου έπεσε σε μια πεσμένη, φαγωμένη στις άκρες, παλιά φωτογραφία. Αμέσως σηκώθηκα και κοίταξα τον τοίχο απέναντι από τη βιβλιοθήκη. Το πορτρέτο του πατέρα μου, σοβαρό και ψυχρό, ήταν στη θέση του. Κι εγώ απόλυτα ξύπνιος.
Δημήτρης Μπαλτάς: Ο πατέρας μου
- Post author:Δημήτρης Μπαλτάς
- Post published:16 Μαρτίου 2024
- Post category:ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑ / Πεζογραφία