Η αφήγηση ως αντίσταση
[…] Σε ένα δευτερόλεπτο, ένα εκτυφλωτικό φως έλαμψε ακριβώς μπροστά μου και με πέταξε πίσω στον τοίχο της κουζίνας, και μετά στο πάτωμα. Τα τούβλα τσακίστηκαν στο έδαφος και τα σπασμένα τζάμια ακολούθησαν δευτερόλεπτα αργότερα. Τα γόνατα και τα χέρια μου έτρεμαν και δεν μπορούσα να σηκωθώ όρθιος. Υπήρξε ένας παράξενος βόμβος στ’ αφτιά μου, που ακουγόταν σαν ένα πολύ ενοχλητικό, διαρκές σφύριγμα. Ο καπνός με έπνιγε. Η μητέρα μου έτρεξε προς το μέρος μου φωνάζοντας υστερικά. Έλεγξε κάθε σημείο του σώματός μου για να βεβαιωθεί ότι δεν είχα χτυπήσει. Μετά με πήρε αγκαλιά. Αλλά δεν με ένοιαζε‧ εγώ ήθελα να δω τι απέγιναν οι φίλοι μου. Αμέσως σηκώθηκε και με κουβάλησε έξω από το σπίτι γιατί ο καπνός συνέχιζε να εισβάλλει. Τα χέρια μου έτρεμαν και το μυαλό μου δεν μπορούσε να ξεχάσει το γεγονός ότι όλοι μου οι φίλοι έπαιζαν στον δρόμο πριν από δευτερόλεπτα. Σε ένα λεπτό, η μητέρα μου κι εγώ στεκόμασταν στη μέση του δρόμου, προσπαθώντας να αναπνεύσουμε λίγο οξυγόνο, αλλά το μόνο που κάναμε ήταν να καταπίνουμε αέρα γεμάτο τσιμέντο και να τον ξαναβγάζουμε βήχοντας. […]
(απ. από το διήγημα «Άθικτος» της Ραγουάν Γιάγι, σ. 60-63)
Ο Ρεφάτ Αλαρίρ (Refaat Alareer) ήταν Παλαιστίνιος ακαδημαϊκός και ποιητής. Γεννήθηκε στις 29 Σεπτεμβρίου 1979 στη Γάζα και σκοτώθηκε στις 6 Δεκεμβρίου 2023 μαζί με τον αδερφό του, την αδερφή του και τα τέσσερα παιδιά της στο σπίτι της από τους βομβαρδισμούς των Ισραηλινών. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο ισλαμικό πανεπιστήμιο της Γάζας, με υποτροφία στο Λονδίνο και τη Μαλαισία, όπου έκανε διδακτορική διατριβή για τον Άγγλο ποιητή Τζον Νταν. Οι σπουδές του διακόπηκαν αρκετές φορές, επειδή οι Ισραηλινοί δεν του επέτρεπαν την έξοδο από την Παλαιστίνη.
Ο Ρεφάτ, μεταξύ πολλών δράσεων με γνώμονα πάντοτε την ελευθερία της Παλαιστίνης, επιμελήθηκε το 2013 τον συλλογικό τόμο διηγημάτων Gaza Writes Back (Η Γάζα απαντά). Ο τόμος επανεκδόθηκε το 2024, επικαιροποιημένος και συμπληρωμένος, από τον εκδοτικό οίκο Just World Publishing, με τη φροντίδα της διευθύνουσας συμβούλου, Έλενα Κόμπαν, και του Γιούσεφ Αλτζαμάλ, ο οποίος είναι και ένας από τους συγγραφείς του τόμου. Τον Ιούνιο 2024 κυκλοφορήθηκε στην Ελλάδα από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια. Τη μετάφραση στα ελληνικά από το αγγλικό πρωτότυπο επιμελήθηκε η Βικτωρία Λέκκα.
Ο Ρεφάτ εσκεμμένα έγραφε και παρότρυνε και τους φοιτητές του να γράφουν στα αγγλικά διδάσκοντάς τους αγγλική γλώσσα και λογοτεχνία στο Ισλαμικό Πανεπιστήμιο της Γάζας, όπου υπηρέτησε ως καθηγητής αγγλικής φιλολογίας, συγκριτικής λογοτεχνίας και δημιουργικής γραφής. Ήθελε με τον τρόπο αυτό να επικοινωνήσει με όλον τον κόσμο και τα γραπτά του ίδιου αλλά και των νεαρών συγγραφέων που συγκροτούν τον ανά χείρας τόμο να μπορούν να διαβαστούν από όλους, ώστε να διαρραγεί, επιτέλους, η απομόνωση την οποία το Ισραήλ προσπαθούσε διαρκώς να επιβάλλει στη φωνή της Παλαιστίνης.
Το βιβλίο αυτό περιλαμβάνει είκοσι τρία διηγήματα από δεκαπέντε νέους Παλαιστίνιους συγγραφείς, εκ των οποίων μόνο οι τρεις είναι άντρες. Σύμφωνα με τον Ρεφάτ τα διηγήματα αυτά «ξεκίνησαν ως εργασίες στα μαθήματα δημιουργικής γραφής ή μυθοπλασίας που παρέδιδα. Πολλές/οί από τους συγγραφείς ξεκίνησαν ως μπλόγκερ και οι περισσότερες/οι δεν είχαν γράψει ποτέ λογοτεχνία στο παρελθόν. Η στενή συνεργασία μου με πολλά νεαρά ταλέντα στη Γάζα μού απέδειξε ότι το μόνο που χρειάζονται είναι κατάλληλη ενθάρρυνση, πρακτική άσκηση και ιδιαίτερη προσοχή προκειμένου να ανθίσουν.» (σ. 22) Οι γυναίκες συγγραφείς υπερτερούν σε αριθμό καθώς στη Γάζα περισσότερες νέες γυναίκες χρησιμοποιούν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, απ’ όπου ξεκίνησε το γράψιμο αυτών των ιστοριών, σε σχέση με τους νεαρούς άντρες. Οι αναρτήσεις τους στην αρχή ήταν περισσότερο ειδησεογραφικού και περιγραφικού χαρακτήρα με σύντομα σχόλια και απόψεις τους για τα γεγονότα που διαδραματίζονταν στον τόπο τους. Αυτό το πρωτογενές υλικό, το οποίο αν και σημαντικό, εντούτοις έχει εφήμερο χαρακτήρα, μεταπλάστηκε σε λογοτεχνικό κείμενο, σε μυθοπλασία με ανθρωποκεντρική και οικουμενική στόχευση εξυπηρετούμενες από τη διαχρονία που παρέχει το λογοτεχνικό γεγονός. Και, παράλληλα, πρέπει να επισημανθεί η σημασία των μπλογκ και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης ως μειζόνων εργαλείων αντίστασης για τους Παλαιστίνιους απέναντι στην ισραηλινή κατοχή και ως μέσο ενημέρωσης προσβάσιμο σε όλον τον κόσμο.
Με εφόδια, επομένως, την άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας αλλά και την παλαιστινιακή γραμματεία την οποία μελετούν, οι νέοι συγγραφείς γράφουν ιστορίες με επίκεντρο τον παλαιστιανιακό αγώνα για ανεξαρτησία από το 1948 μέχρι και σήμερα, με αφορμή όμως την αποκαλούμενη επιχείρηση «Χυμένο Μολύβι», τη γενικευμένη, δηλαδή, στρατιωτική επίθεση που εξαπέλυσε το Ισραήλ στη Γάζα μεταξύ 27 Δεκεμβρίου 2008 και 18 Ιανουαρίου 2009. Μια επιχείρηση τραυματική με εκτεταμένες επιπτώσεις για τη Γάζα αλλά συγχρόνως αναπόσπαστο τμήμα όλων εκείνων των θανατηφόρων επιθέσεων που πλήττουν ακατάπαυστα την Παλαιστίνη.
Ο Ρεφάτ σημειώνει: «Το Η Γάζα απαντά παρέχει πειστικές αποδείξεις ότι η αφήγηση είναι μια πράξη ζωής, ότι η αφήγηση είναι αντίσταση, ότι η αφήγηση διαμορφώνει τη μνήμη μας.» (σ. 16) Αντιλαμβανόμαστε, δηλαδή, ότι αυτοί οι νεαροί συγγραφείς και όχι μόνον αυτοί στον αντίποδα της ισραηλινής κατοχής, χρησιμοποιούν ως όπλο τους την πένα, καθιστώντας την αφήγηση όχι μονάχα πολιτική πράξη αλλά, κυρίως, ως επιλογή, ως στάση ζωής απέναντι στον πόλεμο που μαίνεται δίπλα τους, απέναντι στον θάνατο που καραδοκεί ανά πάσα στιγμή να τους συνθλίψει. Αλλά η φωνή τους δεν φιμώνεται και δεν κάμπτεται, παρά τις συνεχείς εξοντωτικές προσπάθειες του ισραηλινού κράτους. Η φωνή τους αναρριχάται διαυγής και κοφτερή, νοσταλγική όσο και ρεαλιστική επιχειρώντας να σκιαγραφήσουν τη δική τους Παλαιστίνη, τη δική τους πραγματικότητα.
Και σε τούτη την προσπάθεια που κάνουν το μόνο που επιθυμούν είναι να διαβαστούν, να βρουν τα κείμενά τους αποδέκτες. Μετά, λοιπόν, από την αιματηρή και απάνθρωπη στρατιωτική επιχείρηση, ο Ρεφάτ γράφει ότι ήταν πολλοί εκείνοι που «ορκίστηκαν να εκθέσουν την επιθετικότητα του Ισραήλ γράφοντας στα αγγλικά, ώστε όλος ο κόσμος να γνωρίσει τη λεγόμενη “μοναδική δημοκρατία” στη Μέση Ανατολή, που δύο χρόνια πριν από το 2008 είχε, με τη βοήθεια των δυτικών δυνάμεων, καταπνίξει μια νεογέννητη δημοκρατία στην Παλαιστίνη.» (σ. 21) Οι συγγραφείς θίγουν ζητήματα που οφείλουν να απασχολήσουν κάθε ευσυνείδητο άνθρωπο. Θίγουν ζητήματα πανανθρώπινα χωρίς να περιορίζονται στη δική τους περίπτωση και χωρίς να ομφαλοσκοπούν. Φυσικά, εκθέτουν την παθολογία του πολέμου και δεν ωραιοποιούν την κοινωνική πραγματικότητα στην Παλαιστίνη. Αντιθέτως, καυτηριάζουν ανεπιθύμητες κοινωνικές συμβάσεις και πεποιθήσεις – ενέργειες της γηράσκουσας παλαιστινιακής ηγεσίας. Βλέπουν τη συγγραφή ως «γραπτή αντεπίθεση» και ως καθήκον σε μια Γάζα και μια Παλαιστίνη που αιμορραγεί αλλά αντέχει. Επιδιώκουν να ευαισθητοποιήσουν και να κινητοποιήσουν τους ανθρώπους ανά την υφήλιο να σκύψουν πάνω από τον παλαιστινιακό λαό και να ενδιαφερθούν για τη συντελούμενη εδώ και δεκαετίες γενοκτονία.
Σύμφωνα με τον Ρεφάτ «οι ιστορίες κυμαίνονται από απλά γλαφυρά κομμάτια μέχρι πιο μεγάλα και σύνθετα, από αλληγορίες μέχρι παραμύθια παιδικού τύπου» (σ. 27-28) και με κύρια θέματα τη μνήμη, τη γη και τον θάνατο περικλείοντας την Παλαιστίνη στο σύνολο της και στέλνοντας ηχηρό μήνυμα σε όλους τους λαούς που γνώρισαν κάποτε την κατοχή. Σε αντίξοες πολεμικές συνθήκες με ελλείψεις σε βασικά αγαθά πρώτης ανάγκης και δίχως ηλεκτρικό ρεύμα, με ελλιπή ιατροφαρμακευτική περίθαλψη και απουσία υποδομών, με την απώλεια αγαπημένων προσώπων και με τον πόνο σκορπισμένο παντού, οι συγγραφείς του τόμου αντιστέκονται γράφοντας και ζωγραφίζουν την ελπίδα. Παραμερίζουν το σκοτάδι που τους κυκλώνει απελπιστικά και βρίσκουν απάγκιο στο φως των λέξεων. Δεν παραιτούνται. Ζουν. Ζουν και απαντούν.
Στον τόμο συμμετέχουν με κείμενά τους οι: Χανάν Χαμπάσι, Μαχάμαντ Σουλιμάν, Ραγουάν Γιάγι, Νουρ Αλ-Σούσι, Σάρα Άλι, Σαμίχα Ελγουάν, Νουρ Ελ Μπόρνο, Ρεφάτ Αλαρίρ, Τζιχάν Αλφάρα, Γιούσεφ Αλτζαμάλ, Γουάφα Άμπου Αλ-Κούμποζ, Τανσίμ Χαμούντα, Ιλχάμ Χιλς, Σαχντ Αγουαντάλαχ, Άια Ραμπάχ. Όλοι τους χρησιμοποιούν το γράψιμο ως όπλο αντίστασης. Όλοι τους αφηγούνται ιστορίες που αξίζει να ειπωθούν και πρέπει να ειπωθούν, για να διασώσουν τη μνήμη, την ιστορία, τον αγώνα του Παλαιστινιακού λαού.
Θα ολοκληρώσω αυτό το σύντομο σημείωμα για αυτό το πραγματικά ξεχωριστό βιβλίο όπως το ξεκίνησα, αποτίνοντας ελάχιστο φόρο τιμής στον αδικοχαμένο Ρεφάτ Αλαρίρ, ο οποίος λίγες εβδομάδες πριν πεθάνει έγραψε το ποίημα «If I Must Die» προοικονομώντας το τέλος του. Το ποίημα γνώρισε τεράστια απήχηση και κυκλοφορεί ευρέως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εύκολα ο αναγνώστης μπορεί να το εντοπίσει. Όμως, αξίζει να παραθέσουμε εδώ τα λόγια του Ρεφάτ Αλαρίρ, έτσι όπως τα είχε διατυπώσει σε μια από τις τελευταίες του συνεντεύξεις και τα μεταφέρει ο συγγραφέας του βιβλίου Μνήμες Παλαιστίνης, Σαλάχ αλ-Μούσα, ο οποίος προλογίζει την ανά χείρας έκδοση. Λόγια που αποδεικνύουν την πίστη του Ρεφάτ στο θεμελιώδες δικαίωμα του ανθρώπου στην έκφραση και την ελευθερία του λόγου: «Είμαι άνθρωπος των γραμμάτων. Έχω μόνο το στυλό μου και θα το πετάξω στους στρατιώτες κατοχής αν εισβάλλουν, ακόμα κι αν είναι το τελευταίο πράγμα που θα κάνω» (σ. 11).
[…] Τρία χρόνια αργότερα, η Σάλμα, τώρα σε ηλικία σαράντα πέντε χρονών, φαινόταν πιο χλομή και πιο αδύναμη από ποτέ. Ξαπλωμένη στο κρεβάτι της, μέσα σε ένα κουβάρι από εσάρπες, προσπαθούσε να φέρει στον νου της τη θολή εικόνα του γιου της, τον οποίο είχε δει για τελευταία φορά πριν από έξι χρόνια. Ο ιδρώτας, αναμεμειγμένος με δάκρυα, κυλούσε στα μάγουλά της. Καθώς αναπαρήγαγε στο μυαλό της τις τελευταίες στιγμές που πέρασε με τον γιο της, θυμήθηκε την υπόσχεσή του ότι θα επέστρεφε. Άλλο ένα δάκρυ πήρε τον δρόμο του προς το μάγουλό της. Η φτωχή μητέρα ένιωσε την καρδιά της να σφίγγεται ξανά καθώς άκουσε έναν ήχο να αντηχεί δυνατά στο μυαλό της, τον ήχο που διαπερνούσε τ’ αφτιά της εδώ και τρία χρόνια. Ήταν ο ήχος που της μετέφερε την είδηση του θανάτου του γιου της. Το τελευταίο δάκρυ είχε σταθεί στα χείλη της. Τα χείλη της συσπάστηκαν. Το δάκρυ έπεσε.
(απ. από το διήγημα «Δέματα» του Μαχάμαντ Σουλιμάν,σ. 96-103)