Οδός Τάκη Οικονομάκη (εκδ. Μετρονόμος, 2024) επιγράφεται η πρόσφατη ποιητική συλλογή του Στέργιου Ντέρτσα. Μια ποιητική συλλογή, μια κατ’ ουσίαν μακροσκελής ποιητική σύνθεση, όπου ο εσωτερικός ρυθμός εμποτίζει τον ολιγοσύλλαβο κοφτό στίχο και ο χαμηλόφωνος λυρισμός ισοσκελίζει τον υποδόριο αλληγορικό λόγο αποκαθιστώντας έτσι τον κατεξοχήν προσωπικό τόνο αυτής της ποιητικής. Ο Στέργιος Ντέρτσας αποτίει φόρο τιμής στον Τάκη Οικονομάκη, εξέχουσα δημοσιογραφική, λογοτεχνική και εν γένει πνευματική μορφή της πόλης του Βόλου, όπου το όνομά του έχει δοθεί σε έναν από τους πιο κεντρικούς δρόμους της πόλης, τιμώντας τη γενέτειρά του αφενός και αφετέρου επικυρώνοντας την εκλεκτική συγγένειά του με τον άνθρωπο και ποιητή Τάκη Οικονομάκη, του οποίου το όνομα δεν αναφέρεται παρά μονάχα στο ακροτελεύτιο ποιητικό κείμενο του βιβλίου, απ’ όπου οι παρακάτω αυτοαναφορικοί στίχοι:
η οδός Τάκη Οικονομάκη
είναι το Δεῦτε Λάβετε
της περιφοράς μου
στο ξεχαρβαλωμένο κάρο της καθημερινότητας (σ. 92)
Στην ποιητική σύνθεση του Ντέρτσα ο αναγνώστης παρακολουθεί την πορεία από τη γέννηση και τη γαλουχία μέχρι τη θαλερή ανάπτυξη και εμπέδωση της ποιητικής φωνής. Γι’ αυτό ήδη από τα πρώτα ποιητικά κείμενα του βιβλίου εντοπίζεται η σχοινοβασία ανάμεσα σε κάποια δίπολα που συνηγορούν στο σμίλευμα της ποιητικής φωνής. Η ρωγμή του χρόνου και η διαστολή του παρόντος, η πολεμική του χθες με το σήμερα, η ευθραυστότητα της μνήμης και η ειρκτή της λήθης, η πάλλουσα σιωπή και η ξέφρενη αισιοδοξία, ο αλλοτινός εαυτός και το τωρινό είδωλό του, η γλώσσα της ωμότητας και η γλώσσα της αφέλειας. Αυτά είναι κάποια δίπολα στα οποία ο ποιητής διαχέει το υλικό του και δομεί τους πυλώνες, όπου στηρίζεται η ματιά του τόσο σε ό,τι αφορά στον ίδιο όσο και σε ό,τι ο ίδιος με τις αισθήσεις του αντιλαμβάνεται να συμβαίνει γύρω του, στον κοινωνικό ιστό. Χαρτογραφεί, δηλαδή, τους σταθμούς ενός έσω τοπίου με σαφείς πρωτοπρόσωπες αναφορές όντας ταυτόχρονα μέτοχος και συνομιλητής με τα εξωτερικά ερεθίσματα.
Ο ποιητής σαν φωτογράφος αιχμαλωτίζει με τις λέξεις του το ψυχορράγημα της στιγμής. Της στιγμής που μέσα στο ποίημα γιγαντώνεται διανοίγοντας δρόμους για την προσωπική διερώτηση της ποιητικής φωνής με την οποία συνομιλεί ο αναγνώστης. Έτσι, η ποιητική φωνή δεν ομφαλοσκοπεί. Αντιθέτως, διαστέλλοντας τον χρόνο δίνει τον χώρο τόσο στις λέξεις της όσο και στους αποδέκτες να βρουν τη θέση τους στα όρια ενός φλεγόμενου μετώπου, μιας αφιλόξενης οικουμένης και να επιχειρήσουν να αυτονομηθούν. Η αυτονόμηση είναι πράξη επαναστατική, όταν το ποιητικό υποκείμενο νιώθει ότι δεν είναι τίποτα άλλο παρά μια καλοκουρδισμένη μαριονέττα σε έναν εχθρικό και απρόσιτο κόσμο. Το ποιητικό υποκείμενο οπλίζεται με την ομιλούσα σιωπή, την ιλαρότητα του φωτός, το κλάμα των καθαρών προσώπων, την εναγώνια ανάγκη της αντίδρασης και την ηχώ της συνείδησης, προκειμένου να λάβει τον ρόλο που του ταιριάζει.
θα μπαίνει το απρόκλητο μαχαίρι
βαθιά στις λαγόνες του απογεύματος
με μαύρα αίματα θα βάφονται
οι πασχαλιές στο πρόσωπο του ήλιου
και μια ανεξήγητη γλύκα θ’ αποχτάει
ο οίνος στης απαισιοδοξίας τα κροντήρια
κι εγώ
ακόμη θα ζυγίζω
πότε τη μια
πότε την άλλη
λέξη
που ανάλαφρο υποτίθεται θα κάνει
το ποίημα
το έρμα του
κι όσα δεν λέει
όπως εδώ και τόσους αιώνες κάνω (σ. 19)
Ο ποιητής εκμεταλλεύεται τη διαλεκτική των ψευδαισθήσεων, της κατάλυσης των χωροχρονικών συμβάσεων και το κλίμα της γενικευμένης αποτελμάτωσης και απελπισίας. Οι λαβωματιές της ψυχής εκκρίνονται στις λαβωματιές που επισείουν οι λέξεις, τις οποίες με προσοχή και τρυφερότητα ξεδιαλέγει. Και αυτή η τρυφερότητα, η συμπόνοια και η ευαισθησία που σίγουρα χαρακτηρίζουν το ποιητικό εγώ γίνονται φανερές όταν εκείνο συνδιαλέγεται με τον εαυτό του. Έτσι το δίστιχο παράλογο θέατρο του εαυτού/ διαιρεμένου σε άπειρους κομπάρσους (σ. 24) ηχεί στ’ αυτιά μας ως μια αφοπλιστικά ειλικρινή κατάθεση του ψυχικού κόσμου του. Ο ποιητής καθημερινά παλεύει με τα δόντια της μέρας και στο τέλος ερήμην ένοχος καταδικάζεται λαβωμένος από το τόξο των προθέσεων. Οι προθέσεις είναι πολλές και συχνά συγκρουόμενες μεταξύ τους και το ποιητικό εγώ αδυνατεί να φανεί αντάξιό τους. Έτσι απομονώνεται πασχίζοντας να μείνει αμερόληπτο κατά τη διάρκεια της προσωπικής του δοκιμασίας, έτσι όπως την τελευταία μάς την προσφέρει. Πρέπει να πούμε ότι η δοκιμασία στην οποία υποβάλλει τον εαυτό του, καθώς και το ποίημα, ολοκληρώνονται με τη νομοτελειακή έλευση του έρωτα, ως από μηχανής θεού, ο οποίος είτε σώζει είτε κατακρημνίζει το ποιητικό εγώ. Η ανάσα του αγαπημένου προσώπου χαϊδεύει τον ώμο και τ’ αυτιά του ποιητικού εγώ διαδραματίζοντας θεμελιώδη ρόλο στην ποιητική του προσωπικού του νόστου. Ενεργοποιεί τον μουδιασμένο νου και απελευθερώνει το είναι αποκολλώντας το από την εγωπάθειά του. Άλλωστε αυτό τον ρόλο καλείται να ενσαρκώσει και η ποίηση με την αρραγή σχέση της με την ανθρωπότητα. Να βγάλει από τη νάρκη τις συνειδήσεις και να επιχειρήσει να επουλώσει τραύματα αρχέγονα.
Ένα βασικό συζητήσιμο στοιχείο στην ποίηση του Ντέρτσα είναι η θέση και η πρόσληψη της πραγματικότητας στο φόντο της μοναξιάς. Η πραγματικότητα ή ο ρεαλισμός αποτελεί μείζον θέμα για το οποίο η ποίηση δεν μπορεί να αδιαφορεί. Η πραγματικότητα επηρεάζει και φορές φορές συνθλίβει την ποιητική φωνή, η οποία δοκιμάζει να παροχετεύσει τον θυμό και την αγανάκτησή της στους στίχους. Ο διάλογος με την πραγματικότητα είναι ανοιχτός και διαρκής. Ενδεικτικό το κάτωθι απόσπασμα:
πραγματικότητα
πραγματικότητα
ποια είσαι επιτέλους;
σε ψάχνω ή με ψάχνεις;
πού είσαι μέσα μου;
ποιος είμαι μέσα σου;
καθηγεσία στην ανάσα μου
παράπλευρη απώλεια
στους πολέμους της επίγνωσης
κι εγώ έξω από σένα
φλέβα ζεστή μοναχική
όταν η μοναξιά μου
αρνείται
να πουλήσει την ψυχή της (σ. 36)
Όμως, ακόμα και η πραγματικότητα έχει δυο όψεις. Εκεί που ο θυμός πρωταγωνιστεί, κάπου αλλού η μπλε ώρα αγκαλιάζει το θέρος, εκεί που η μοναξιά αργοσαλεύει, κάπου αλλού η τρυφερότητα υποθάλπει την τυφλότητα του άδειου κόσμου. Έτσι, ο ποιητής πετυχαίνει μια λεπτή ισορροπία την οποία μπολιάζει με τη δική του προσωπική εμπειρία, την οποία και εξομολογείται.
υποστρέφω
την κομπορρημοσύνη
που είναι καμιά φορά ο τραυλισμός μου
για να πω πως σήμερα
που δεν σε βλέπω πουθενά
και δίπλα μου κοντανασαίνεις
ότι σε μεταγγίζω
ακόμη περισσότερο
στη μοναξιά μου
[…]
πού να φανταστώ πως η ποίηση
θέλει λεπίδι να γραφτεί
και
μαχαίρι στα δόντια
για να διαβαστεί καθαρά; (σ. 42-43)
Αυτοί οι στίχοι δηλώνουν απερίφραστα την τόλμη και το σθένος του ποιητή που δαμάζει τον κόσμο του, της προσωπικές του νίκες και, κυρίως, τις ήττες εισερχόμενος στην ποίηση, αλλά και την απαιτούμενη αντίστοιχη πνευματική εξάρτυση και ωριμότητα του αναγνώστη, προκειμένου να συνομιλήσει με το βαρύ φορτίο των λέξεων. Αξίζει να σημειωθεί ακόμη ότι αυτό το σθένος που προϋποθέτει η ποίηση του Ντέρτσα αριστοτεχνικά συναντάται με τη ρωγμή του χρόνου, τη σαρωτική δύναμη του φόβου και την διαφιλονικούμενη έννοια της ειμαρμένης.
Ο ποιητής μετέρχεται αρκετών εκφραστικών σχημάτων, τα οποία τεχνηέντως υποτάσσει στη δυναμική των στίχων του. Για λόγους οικονομίας χώρου, θα αναφερθούμε μονάχα σε ένα εκφραστικό σχήμα, την παρήχηση, την οποία συναντούμε σε αρκετά από τα ποιητικά κείμενα της συλλογής. Δυο παραδείγματα από δυο αποσπάσματα απολύτως ενδεικτικά:
στόμα
ακρωτήρι
κροντήρι
αμετάκλητη σιωπή
φαρμακολύτρια (σ. 51)
και
φυλλορροώ
φυλλοβολώ
φυλλίζω
ξεφυλλίζω (σ. 57)
Αυτά τα δύο μικρά αποσπάσματα δεν επιλέχτηκαν τυχαία, καθώς συγγενεύουν μεταξύ τους ως προς το είδος της παρήχησης, η οποία συναντάται στην επανάληψη των υγρών συμφώνων [ρ] και [λ], ενισχύοντας την εσωτερική ρυθμικότητα του στίχου, που πολλές φορές αποτελείται από μια μονάχα λέξη, όπως εδώ. Ο ποιητής δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην προσεκτική χρήση και τοποθέτηση των εκφραστικών σχημάτων αποδεικνύοντας έτσι την βαθιά και καλή αίσθηση του γλωσσικού εργαλείου.
Εκτός, όμως, από τα εκφραστικά σχήματα, ο αναγνώστης διατρέχοντας την ποιητική σύνθεση μπορεί να εντοπίσει και κάποια μοτίβα, τα οποία σταθερά επανέρχονται και συνέχουν το ποιητικό υλικό. Θα δούμε από κοντά ένα τέτοιο μοτίβο: την αίσθηση της ακινησίας και ταυτόχρονα της συντριβής μέσα από δύο πάλι χαρακτηριστικά παραδείγματα.
μείνε ακίνητος λοιπόν
παντού πλανάται μια άφεση αμαρτιών
μέσα απ’ την ανάφλεξη
μίας αιμάσσουσας σιωπής (σ. 59)
και
[…]
δίχως καμία απολύτως κίνηση
μέσα στο πολλάκις ματαιωμένο ραντεβού
με τα ρεφραίν του θανάτου
συννεφιάζει στις δήθεν περήφανες σημαίες
υποτρίζει στην έπαρσή του
η συντριβή
ως κυρτωμένη γραία
που θα εισέλθει στη σκηνή
όταν εκείνη το θελήσει (σ. 61)
Επιπλέον, δεν πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας η διακριτική αλλά διακριτή συνάμα κοινωνική κριτική του ποιητή. Μια κριτική επιμελώς φροντισμένη, αιχμηρή όσο και λεπτή.
παρήκοος όποιος
τόσο πολύ
έτσι με ελαφριά καρδιά
και με συνοπτικές διαδικασίες
έχει αφαιρέσει την αφεντιά του
από την ασχήμια
και λιποτάχτης θλιβερός
μες στην πολλή διαφήμιση
του θάρρους του
τόσο που μοιάζει
υποταγή
στον φόβο
τον μεγάλο αφέντη (σ. 61-62)
Πολλά είναι αυτά που μπορεί να πει κανείς, να θίξει και να σχολιάσει με αφορμή τους στίχους του Στέργιου Ντέρτσα και, φυσικά, δεν μπορεί μια κριτική παρουσίαση να είναι εξαντλητική. Ούτε χρειάζεται να είναι. Ωστόσο, αξίζει ολοκληρώνοντας να αναφερθούμε σε μια γενικότερη αποτίμηση – αίσθηση, στην οποία η ίδια η ποίηση του Ντέρτσα μάς οδηγεί. Την απουσία, τον φόβο, τον καημό και το παράπονο υπερνικά η ανάγκη. Το ποιητικό εγώ κουβαλά στους ώμους του το σήμερα που είναι το χθες τυφλό (σ. 39) και το χτες τον αντιγραφέα του αύριο (σ. 82) και πορεύεται με πείσμα και θέληση κρατώντας ζεστή τη μνήμη αγαπημένων προσώπων, τους στεντόρειους ψιθυρισμούς της σκέψης του και την ετοιμόλογη σιωπή του.
γιατί
αγέρωχή μου Μάνα και κατάκοιτη Μητέρα
έρχομαι από εκεί
που όλες οι νύφες
μ’ έχουνε αποπλανήσει
μ’ έχουνε αυτόματα προικίσει
μ’ επιρρήματα σύρματα αγκαθωτά
με μια καθαρεύουσα ανεξήγητη
γλυκόπικρη
αφυπνιστική
σαν μέλι κουμαριάς (σ. 72)
Ώριμη ποιητική φωνή, κατασταλαγμένη και μεστή, κλυδωνιζόμενη από τον τριγμό της μοναξιάς και τους κραδασμούς της απελπισίας, ξορκίζει τον φαρμακερό εγωισμό, προσεύχεται στον ερωτόληπτο διονυσιακό άγγελο και γεύεται τους καρπούς του αχανούς νου και της εναπομείνασας παρθενικής αθωότητας των έσω τοπίων φτύνοντας τα ξέφτια του άγονου κόσμου, φυλάττοντας δάκρυα εωθινά.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.