Μετά τα Αιχμηρά (εκδ. Μετρονόμος, 2019) και το Ενός λεπτού σιγή (εκδ. Μετρονόμος, 2022) η Βασιλική Λαμπίρη συστήνει στο αναγνωστικό κοινό την τρίτη ποιητική συλλογή της, Έρχομαι από τη θάλασσα (εκδ. Μετρονόμος, 2024) , με δεκαοχτώ ελευθερόστιχα ποιητικά κείμενα. Στο νέο της βιβλίο κυριαρχεί η θάλασσα ως το αρχέτυπο από το οποίο όλα ξεκινούν και καταλήγουν.
Η θάλασσα λαμβάνει αλληγορική διάσταση, καθώς παρουσιάζεται ως αρχέγονη μήτρα με υπερτοπικό και υπερχρονικό χαρακτήρα. Το βιβλίο αφιερώνεται στη Γυναίκα, στη Θηλυκή Αρχή και απευθείας δικαιολογεί το πρίσμα υπό το οποίο η ποιήτρια θα επιχειρήσει να αναδείξει ό,τι την απασχολεί. Μετέρχεται μιας πρωτεϊκής αρχής, η οποία σχημάτισε και καθόρισε τη φύση, τη ζωή αλλά και την ίδια. Αυτή η αρχή εντοπίζεται στη θηλυκότητα της γυναίκας και της θάλασσας.
Η ποιήτρια αποδίδει μεγάλη σημασία στην αίσθηση της όρασης και στην παρουσία του χρώματος. Μάλιστα το βιβλίο ολοκληρώνεται με μια κυκλική αναφορά στο χρώμα και τις συνδηλώσεις του. Την όραση η ποιήτρια τη συνδέει με το φως, με τη μέρα, με την άνοιξη αποκλείοντας από το οπτικό της πεδίο τη σκοτεινιά της νύχτας και του χειμώνα.
Φόντο σχεδόν σε όλα τα ποιήματα της συλλογής είναι η φύση. Η ποιήτρια αξιοποιώντας σαν καμβά της τα έμβια όντα και τα φυσικά στοιχεία, εγγράφει στη βάση τους όλα όσα θέλει να πει με τους στίχους της και δεν είναι λίγες οι φορές που το κάνει αυτό χρησιμοποιώντας σαν όχημα την ερώτηση. Σαιξπηρικά – Αμλετικά ερωτήματα – διλήμματα. Ερωτήματα ρητορικά. Ερωτήματα αναπάντητα. Και αναρωτήθηκα:/ Ο ήλιος χρυσαφίζει το αμπέλι/ ή το αμπέλι χρυσαφίζει τον ήλιο; […] Η Πηγή αν στερέψει/ θα φταίει η Πηγή; («Πηγή», σ. 10-11)
Στο παραπάνω ποίημα συναντάμε κι ένα από τα βασικά σημεία που στοιχειοθετούν τη συλλογή. Η ψυχή – που, σύμφωνα με την ποιήτρια, ανήκει στην οικογένεια των πτηνών – απειλείται και ρημάζεται από τα κάθε λογής «όρνεα», τα οποία της πληγώνουν τα φτερά και εμποδίζουν το ελεύθερο, ίσως και άναρχο, πέταγμά της.
Ένας ακόμα σημαντικός συμβολισμός είναι η πεταλούδα, η οποία σημαίνει την παιδικότητα, την αθωότητα, την ελπίδα, το φως, την άνοιξη της φύσης και της ψυχής. Η ποιητική φωνή καταφάσκει στην ομορφιά και την αρμονία της ζωοδότρας φύσης με τις ακουστικές εικόνες να ψιθυρίζουν στα αυτιά του αναγνώστη τους υποβλητικούς ήχους της. Η ποιήτρια χρησιμοποιεί τη δρώσα φύση αντιθετικά προς ό,τι απειλεί να ταράξει την εσώτερη αρμονία της και κατ’ επέκταση την αρμονία της ψυχής.
Παράλληλα, είναι έκδηλη η ερωτική διάσταση που αποδίδει στη φύση και τη συσχετίζει με το δικό της αγαπημένο πρόσωπο στο οποίο απευθύνεται: Πίνοντας άστρα/ Μου χαμογέλασες/ Πάνας μέσα στο πλήθος. […] Σκύψαμε στα όνειρά μας./ Πλάθαμε με λάσπες και με χώμα αυτοσχέδια/ μουσικά όργανα και πασχαλιές./ Να αποστηθίσουμε ένα κομμάτι ψωμί στην τσέπη, για ώρα ανάγκης. […] Συγχωρέστε με/ Αγάπησα/ Πολύ/ Πολύ. («Θυμάμαι», σ. 17-18). Η ψυχή αναγεννάται από τον ιερό έρωτα, μέσω του οποίου μεταλαμβάνει την αθανασία που συμβολίζει η θάλασσα. («The temple of love», σ. 23-24).
Η ιεροσύνη του έρωτα που κατασπαράζει μα και καθαγιάζει τα πάντα αναπτύσσεται στο ποίημα «Το κορίτσι του έλους» (σ. 25-26), όπου η ποιήτρια σκηνοθετεί τον καμβά στον οποίο εγγράφεται το ποίημα σαν να πρόκειται για πίνακα του Μονέ. Ο έρωτας για την ποιητική φωνή είναι χώμα και ποίηση και η μετάληψη του αγαπημένου προσώπου μοιάζει με μια χαοτική άναρχη επιθυμία ανάμεσα σε στάχτη, δάκρυα, αυταπάτες, εγωισμό, ουρλιαχτά και συντριβές. Η θάλασσα έρχεται νομοτελειακά ως λύτρωση και ο βυθός ως καταφύγιο για την πολύπαθη ψυχή («Μετάλαβα», σ. 34-35).
Η ποιήτρια συγκρίνει, επίσης, τη ζεστασιά που προσφέρει ο ήλιος στον κόσμο με τη σπίθα στην καρδιά των ανθρώπων που παραμένει σβηστή («Κάθε βράδυ κλείνω τα μάτια», σ. 19-20). Συνταιριάζει δε καθημερινές συνήθειες, αντικείμενα και κορμιά – ψυχές απολιθωμένες από τον έρωτα με τον διαυγή βυθό του αγαπημένου της προσώπου και τον παφλασμό των κυμάτων, απόρροια του έρωτα που ευοδώνεται. Η θάλασσα προφέρεται ως «Αγία» και «Μητέρα» με την ίδια την ποιητική φωνή που καταφθάνει από τη θάλασσα να ονοματίζεται «Μάνα», «Ιέρεια», «Πηγή», «Ζωή», ενισχύοντας έτσι την αρχική διατύπωση, η οποία υποστήριζε την ανάγκη της ποιήτριας να βρει την αιώνια και αρχετυπική αλήθεια («Ζωή», σ. 21-22).
Η ποιήτρια, τέλος, συζητά την απώλεια και την πληγή αυτής. Είτε πρόκειται για μια βιολογική είτε για μια συναισθηματική απώλεια, ξιφουλκεί με τις σκιές την τέχνη/ του αποχαιρετισμού («Διάθλαση του φωτός», σ. 27-28). Μέσω της ποίησης σταχυολογεί ίχνη που μαρτυρούν την επιβίωση, τη ζωή έστω και απανθρακωμένη. Σ’ αυτόν τον αγώνα για την επιβίωση τα όρια μεταξύ ζωής και θανάτου είναι ρευστά και ευμετάβλητα. Κι εμείς προερχόμαστε από μια μήτρα/ Το κενό/ Το μηδέν/ Το μηδέν μοιάζει με μήτρα!// Έτοιμη να κυοφορήσει/ να γεννήσει κάτι! […] Όπως ένα ποίημα/ που πάνω σε μια σελίδα λευκή/ ένα μολύβι/ χαράζει.// Άλφα/ Ωμέγα («Ξέρεις πόσες φορές;», σ. 36-40). Άλλωστε για την ποιήτρια η ποίηση δεν είναι λέξεις/ είναι σπλάχνα. («Φέρτε μου την αγιαστούρα», σ. 29).