You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς: Ξένια Κακάκη, Συναντήσεις σε καφέ, εκδόσεις Μετρονόμος, 2024

Δημήτρης Μπαλτάς: Ξένια Κακάκη, Συναντήσεις σε καφέ, εκδόσεις Μετρονόμος, 2024

Το άρωμα του καφέ αιωρείται και εισχωρεί στις ποιητικές καταγραφές της Ξένιας Κακάκη, έτσι όπως αυτές σμιλεύονται στο τέταρτο ποιητικό της βιβλίο, το οποίο πολύ πρόσφατα κυκλοφορήθηκε από τις εκδόσεις Μετρονόμος. Οι Συναντήσεις σε καφέ (2024) με την καλαίσθητη φωτογραφία εξωφύλλου του Βασίλη Κολτούκη, που μάς παραπέμπει σε κάποιο παραδοσιακό καφενείο απ’ αυτά που συναντά κανείς τόσο στο αστικό όσο και στο επαρχιακό τοπίο και μοιάζουν σαν ξεχασμένα από τον χρόνο και τις τάσεις, περιλαμβάνει 31 ελευθερόστιχα και ολιγόστιχα ποιήματα, τα οποία διακρίνονται για τον ελλειπτικό και πυκνό τους λόγο, καθώς και για τη σκηνοθετική – οπτική τους διάσταση. Πραγματικά, το κάθε ποίημα θα μπορούσε να αποτελεί ένα κινηματογραφικό ενσταντανέ ή ένα θεατρικό μονόπρακτο, καθώς οι πολλαπλές περσόνες των ανθρώπων που “πρωταγωνιστούν” δρουν, μιλούν, αφουγκράζονται, συλλογίζονται, αποφασίζουν, ερωτεύονται, απογοητεύονται, ζουν στην “ποιητική σκηνή” που τοποθετείται τόσο μπροστά τους όσο και γύρω τους και πάντοτε μ’ ένα φλυτζάνι καφέ – ή ένα αλκοολούχο ποτό – στο χέρι.

Τα καφέ της ποιήτριας διατρέχουν τον χωροχρονικό άξονα‧ είναι τα παραδοσιακά καφενεία του άλλοτε, τα μοντέρνα καφέ μπαρ του νυν, ακόμα και τα πολύ πιο σύγχρονα βιβλιοπωλεία – καφέ. Η ποιήτρια επιλέγει συνειδητά τον χώρο αυτόν ως σημείο αναφοράς, γύρω από το οποίο πλάθει τις ποιητικές της πρόζες. Όσο για το ίδιο το ποιητικό υποκείμενο, εκείνο προσιδιάζει σε έναν σιωπηλό παρατηρητή, προσεκτικό και επίμονο, αποστασιοποιημένο όσο και εμπλεκόμενο στο πολυεπίπεδο ποιητικό γίγνεσθαι. Η Κακάκη επιλέγει τόσο το τρίτο όσο και το πρώτο πρόσωπο εξισορροπώντας αφενός την προσωπική – βιωματική ματιά και αφετέρου την εξωτερική εποπτεία ανθρώπων, συμπεριφορών, καταστάσεων σε μια προσπάθεια να κατανοήσει τόσο το εύλογο όσο και το τυχαίο – και τα δύο συμβαίνοντα αναπόφευκτα.

Κι ενώ έξω ο τόπος μοιάζει με ποτάμι που πάντα κυλά και ποτέ το νερό δεν είναι το ίδιο, όσες φορές κι αν μπει κανείς σε αυτό το ίδιο ποτάμι, μέσα στο κάθε είδους καφέ ο χρόνος παγώνει και προσαρμόζεται χαμαιλεοντικά στις ανάγκες των “πρωταγωνιστών”, οι οποίοι άλλωστε είναι κι εκείνοι που ζωντανεύουν τον χώρο, το πλαίσιο εντός του οποίου κινούνται. Η ποιήτρια έχει επιλέξει να διασπά την ποιητική συνέχεια του βιβλίου με κάποια λιλιπούτεια ποιήματα, πέντε το σύνολο, τα οποία επιγράφει ως «Reserved». Αυτά τα ολιγόστιχα, σαν ιντερμέδια, ποιήματα ξεφεύγουν αισθητικά και θεματικά φλερτάροντας με ό,τι εννοούμε ως δέσμευση, ακόμα και όταν – αλληγορικά – πρόκειται για ένα «κρατημένο» τραπέζι. Λειτουργούν ως ευθύβολα αυτοσχόλια εκφράζοντας το απότοκο της σωρευμένης αλήθειας της ποιήτριας. Μιας αλήθειας, κάπως στυφής και συνάμα ώριμης, που ψάχνει τον κατάλληλο χώρο να βολευτεί και τον βρίσκει κάτω από αυτόν τον δεσμευμένο ή και δανεικό τίτλο.

Το ποιητικό εγώ αναπαριστά με το χρώμα της φωνής του ανθρώπινες συμπεριφορές, καθημερινές και συνηθισμένες, τις οποίες όλοι μας προσπερνούμε ως απολύτως φυσιολογικές, ως αμελητέες και αθώες, χωρίς να αντιλαμβανόμαστε τι αντίκτυπο έχουν στις διαπροσωπικές σχέσεις. Η ποιήτρια μιλά για την αποξένωση, την απομάκρυνση των ανθρώπων, τη συναισθηματική αλλοτρίωση, που έχει φτάσει σε τέτοιο βαθμό, ώστε η ανόθευτη αγάπη να θεωρείται είδος υπό εξαφάνιση. Οι άνθρωποι στο ποιητικό σύμπαν της Κακάκη κυνηγούν την ουρά τους, ματαιώνονται και απελπίζονται για τ’ επουσιώδη αδιαφορώντας για τα μείζονα εγκλωβίζοντας εαυτούς σε έναν φαύλο κύκλο συναισθηματικής αποχαύνωσης και κοινωνικής αναπηρίας. Παράλληλα, βλέπουμε το ποιητικό εγώ να κρατά τις αποστάσεις του από το περιβάλλον, όπου ακούσια ανήκει, και πλανάται ψυχή τε και σώματι σε ατραπούς ονείρου και σιωπής με την πόλη πάντα στο φόντο. Καταλήγει στο κατώφλι του αγαπημένου του καφέ και μπαίνει αναγκαία μέσα. Μοιάζει το καφέ να είναι ένα μαγνητικό πεδίο που έλκει τους ανθρώπους στο πεπρωμένο τους που βρίσκεται καταχωνιασμένο στις καρέκλες, στα τραπέζια, στις κούπες. Μάλλον οι άνθρωποι εκκολάπτονται στο πεδίο αυτό κι όταν εξέρχονται, νιώθουν περισσότερο έτοιμοι, για να αντιμετωπίσουν τη ζωή τους. Φωτίζουμε ενδεικτικά το ποίημα «Απογνώσεις» (σ. 15): «Κι ένα άλλο στο βάθος χωμένο/ δίπλα στη βιβλιοθήκη του καφέ.// Ένας άνθρωπος ένα μολύβι κι ένα τετράδιο/ ξεχύνονται σαν χίμαιρες τρελές οι απογνώσεις/ στις λευκές σελίδες των τοίχων/ του καφεβιβλιοπωλείου.// Κάθε γωνιά κι ένας αγώνας/ του ανθρώπου που παλεύει/ με τις σκέψεις και τις λέξεις/ με τις χίμαιρες και τις ελπίδες// Ένας άνθρωπος αιωρείται στον αέρα/ πάνω από την καρέκλα που αιωρείται/ πάνω από το τραπέζι που αιωρείται/ μέσα στον αιωρούμενο καφέ// ξεχασμένος// σχεδόν με απελπισία.// (ας είναι τελικά σωτήρια αυτή η/ απελπισμένη αιώρηση της απόγνωσης).

Η Κακάκη μάς καλεί με τους στίχους της να οξύνουμε τις αισθήσεις μας. Τεχνουργεί στίχους επικριτικούς για τις ανούσιες και ψευδεπίγραφες κοινωνικές συμβάσεις και την επιτηδευμένη υποκρισία που κουρσεύει τις ανθρώπινες σχέσεις σε τέτοιο σημείο, ώστε η συγκράτηση να θεωρείται έμφυτη στους ανθρώπους που δεν μπορούν να αφεθούν συναισθηματικά, που φοβούνται την (αυτό)αποκάλυψη και εν τέλει χαίρονται για την μεταξύ τους απόσταση. Η θολότητα που επισείει η τρέχουσα συναισθηματική αφαίμαξη, καθώς και η ολίσθηση του νου σε σκέψεις περιχαράκωσης του ανθρώπου στο καβούκι του δημιουργούν «αόρατους ανθρώπους», ανθρώπους που συρρικνώνονται και στο τέλος χάνουν κάθε ψηφίδα ανθρωπιάς. Η ποιήτρια, λοιπόν, γνωρίζοντας ότι τα «πάντα ρει» στο καφενείο, στην καφετέρια, στο καφέ μπαρ, στο καφεβιβλιοπωλείο μάς καλεί να μυηθούμε ξανά και με τρόπο περισσότερο ωφέλιμο τούτη τη φορά στην ιερή τελετουργία του καφέ. Μοιάζει, πραγματικά, με μυσταγωγία, καθώς καλεί τους φευγάτους με την ανέστια και ελεύθερη ψυχή, την απομακρυσμένη από κάθε είδους δέσμευση, εκεί που η λήθη δίνει τη θέση της στη μνήμη και τανάπαλιν, σε ένα καφέ. «Να πίνουμε πάντα τον καφέ μας/ ουσιαστικά/ με ρήματα κι επιφωνήματα// Έτσι όπως ρουφάει και ξεστομίζει/ κανείς τις λέξεις όταν/ λέγονται με νόημα.// Φευ!» («Ουσιαστικά», σ. 27)

Για την ποιήτρια η Ιστορία της Ανθρωπότητας ζυμώνεται στο πατάρι ενός καφέ. Ο καφές λαμβάνει πολλαπλές διαστάσεις. Είναι ο καφές της συνήθειας, της μοναξιάς, της απώλειας‧ ο καφές της προσπάθειας, της ανακωχής, της συμφιλίωσης. Ασχέτως αποτελέσματος. Πρέπει να σημειωθεί, ακόμα, ότι η ποιήτρια άλλοτε με δηκτικό χιούμορ και λεπτή ειρωνεία και άλλοτε με την απουσία συστηματικής στίξης – κάτι που ούτως ή άλλως πολλαπλασιάζει τις αναγνωστικές προσλαμβάνουσες – υπονομεύει την αλήθεια για χάρη του μύθου και το αντίστροφο. Γι’ αυτό θα μπορούσαμε να πούμε ότι η ποίησή της σχοινοβατεί μεταξύ ρεαλισμού και υπερρεαλισμού, γνώσης και άγνοιας, λογικής και συναισθήματος. Και τη διατύπωση αυτή ενισχύει, και θα ολοκληρώσουμε τη σύντομη περιδιάβασή μας στο νέο ποιητικό πόνημα της Κακάκη με αυτή την τελευταία σημείωση, το ελεγειακό ποίημα «Στο κέντρο κανείς» (σ. 41), αφιερωμένο στη μνήμη του ποιητή και πεζογράφου Μιχαήλ Μήτρα, ο οποίος με το έργο του υπήρξε θιασώτης της «οπτικής» ποίησης, από την οποία σίγουρα και έως έναν βαθμό έχει επηρεαστεί και η Κακάκη. Η αγωνία της συνύπαρξης και της συνεπαφής διαχέεται από την ποιητική φωνή σε όλο της το εύρος και γίνεται αντιληπτή από τις ενδελεχείς και προσεγμένες σκέψεις της γύρω από πρόσωπα αγαπημένα, γύρω από τα προσφιλή καφέ.

 

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.