ΥΠΟ ΚΑΘΕΣΤΩΣ ΟΜΗΡΙΑΣ
Είναι κάποιες νύχτες που οι ώρες σέρνονται βαριές σαν πατήματα αρκούδας χωρίς προσανατολισμό, χωρίς προορισμό. Οι ώρες πάλλονται. Τις μισώ. Πιάνω τον σφυγμό τους. Τικ τακ τικ τακ. 120. Υπό καθεστώς ομηρίας‧ σε κατάσταση νηνεμίας. Μια νυχτερίδα λοξοδρόμησε όσο η σελήνη τάχα δεν έβλεπε. Αδιάκοπο το νυχτέρι επιβραδύνει την αναπνοή – σπασμωδική, απότομη. Αυξάνει τους παλμούς. Το παρόν διαστέλλεται ξερνώντας υποσχέσεις και όνειρα. Όλα επανέρχονται στα φυσιολογικά για την εποχή ημίμετρα. Εκτός απ’ τ’ ασπράδι του ματιού που ʼχει κοκκινήσει επικίνδυνα.