You are currently viewing Δημήτρης Μπαλτάς: Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα, Σαράντα δύο ποιήματα και ένα σύντομο διήγημα, εκδόσεις Μονόκλ, 2025, σελ. 192, ISBN 978-618-86634-5-9   

Δημήτρης Μπαλτάς: Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα, Σαράντα δύο ποιήματα και ένα σύντομο διήγημα, εκδόσεις Μονόκλ, 2025, σελ. 192, ISBN 978-618-86634-5-9  

Η ιδιόλεκτος της τρυφερότητας στο τοπίο της αγριότητας

 

Τον Φεβρουάριο 2025 οι εκδόσες Μονόκλ κυκλοφόρησαν μια επιλογή ποιημάτων και ενός μικρού διηγήματος του ποιητή Ζουζέ Αντόνιου Αλμέιντα, σε μετάφραση από τα πορτογαλικά του Νίκου Πρατσίνη. Η επιλογή του υλικού προέρχεται από τη συγκεντρωτική έκδοση του ποιητικού έργου του Αλμέιντα, Pouca Tinta (Λίγη μελάνη), η οποία κυκλοφορήθηκε στην Πορτογαλία το 2020 από τις εκδόσεις não (edições) και της οποίας το εξώφυλλο, σχεδιασμένο από τον Luís Henriques, κοσμεί την παρούσα ελληνική έκδοση.

 

Την ανά χείρας καλαίσθητη έκδοση συμπληρώνουν οι σημειώσεις του μεταφραστή και μια κατατοπιστική εισαγωγή, που, μεταξύ άλλων, περιλαμβάνει αυτοβιογραφικά στοιχεία του Ζ.Α. Αλμέιντα, πληροφορίες για τη γνωριμία του μεταφραστή με τον ποιητή, τις βασικές πηγές έμπνευσης και τα αγαπημένα αναγνώσματα του τελευταίου, καθώς και τις παραμέτρους που έλαβε υπόψη του ο Νίκος Πρατσίνης κατά την επιλογή και μετάφραση του υλικού. Ο μεταφραστής με συνέπεια σε ό,τι έχει να κάνει με τον τρόπο δουλειάς του, αλλά και με σεβασμό απέναντι στο πρωτότυπο, μάς γνωρίζει το λογοτεχνικό πορτρέτο του Αλμέιντα και τη μελαγχολική δημιουργική φωνή, που κρύβεται πίσω από «το γέλιο ενός επιμελώς χαρωπού θλιμμένου ανθρώπου», όπως τον χαρακτηρίζει στην Εισαγωγή του (σ. 12).

 

Η γραφή του Αλμέιντα είναι εύληπτη και η ποίησή του ειλικρινής ως προς τον εαυτό της. Η συναισθηματική ένταση δίνει τη θέση της στην πικρή απομάγευση της αλήθειας και η λεπτή ειρωνεία στο διακριτικό χιούμορ. Η ποιητική του διακρίνεται από τον ομόφυλο ερωτισμό της,  τη λαχτάρα του απαγορευμένου ή άπιαστου, την αλλοτινή μνήμη και την τωρινή απουσία του έρωτα, την εξύμνηση της ομορφιάς του αντρικού σώματος και της αρρενωπότητας, και την ενοχή ή ακόμα και την τιμωρία του εαυτού απέναντι σε ό,τι ποθεί. Στη γραφή του ποιητή παρεισφρέουν στοιχεία εντοπιότητας ή τοπόσημα – κυρίως από την επαρχία του Αλεντέζου, νότια του Τάγου, όπου ο ποιητής πέρασε την παιδική του ηλικία και ζει σήμερα – και σχόλια για την κοινωνική υποκρισία, την ενδεδυμένη με θρησκευτικότητα. Ο Αλμέιντα αξιοποιεί, επίσης, διαχρονικούς και γνωστούς κοινούς τόπους στη λογοτεχνία, είτε αυτοί προέρχονται από τους αρχαίους ελληνικούς ή ρωμαϊκούς μύθους, είτε από την παράδοση της Καθολικής χριστιανοσύνης.

 

Ο ΑΓΙΟΣ ΣΕΡΓΙΟΣ ΚΑΙ Ο ΑΓΙΟΣ ΒΑΚΧΟΣ ΣΤΟ ΕΠΕΚΕΙΝΑ

 

Ποτέ τους δεν τους άρεσε το όνομά μου: Βάκχος.

Και σήκωναν το φρύδι μπρος στον Σέργιό μου

– στο πάθος μας, στον παράλληλο βίο.

 

Σε αυτό αναφέρομαι, όχι σε εκείνα τα άλλα

του τόσο συμβατικού ευλαβούς θρύλου

που έλαχε να μας λαμπρύνει με τρόπο στραβό

– μες στο κεφάλι μας τον έχωσαν με το στανιό.

 

Καθότι πουριτανοί τους αρέσει να υποκρίνονται,

επειδή είναι κομφορμιστές, επειδή τους βολεύει,

πως ήμασταν τάχα ίδιοι κι όμοιοι, λόγω της αμφίεσης,

με τους άλλους όλους στο καλεντάρι ετούτο.

 

Το πάθος μας, ο παράλληλος βίος

– κάτι τέτοια προξενούν αμηχανία

σε ψυχές χριστιανών ατροφικές.

 

Ο διάχυτος ερωτισμός στην ποίηση του Αλμέιντα εκδηλώνεται υπό προϋποθέσεις. Το αστείρευτο πάθος αποκρύπτεται επιμελώς, ενώ η πραγμάτωσή του γίνεται εν κρυπτώ, με τον φόβο να σκεπάζει τις ψυχές που αγαπιούνται. Φόβος για το κοινωνικό στίγμα και τον κακόβουλο σχολιασμό από τρίτους, «από γλώσσες εχιδνών» (σ. 119). Φόβος που πηγάζει από βαθιά ριζωμένες ιδεοληψίες, οι οποίες εγείρουν ομοφοβικές αντιδράσεις. Αλλά ακόμα και οι εραστές, εκτός από το ενοχικό αίσθημα για το πάθος/πόθο τους, κυοφορούν πολλή σιωπή, όταν είναι μαζί, ενώ η γλώσσα τους λύνεται, όταν είναι χώρια, σαν η απόσταση να δυναμιτίζει τον έρωτα. Ο Αλμέιντα τεχνουργεί ενδιαφέρουσες μεταφορικές συνθέσεις, προκειμένου να αποδώσει το πλαίσιο, όπου εγγράφεται ο ερωτισμός.

 

ΦΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΓΟΡΑ

 

Τι αξιοθαύμαστη φάκα,

δεν είναι δόκανο, σας διαβεβαιώνω

 

– μέχρι που να μοιάζει πως το ποντίκι

ήτανε ο μεγαλοπρεπής εφευρέτης της.

 

Πολύ καλά μελετημένη συσκευή

– δίνει την εντύπωση πως είναι το σπίτι

 

του ποντικιού, όχι η φυλακή για το ζώο.

Για τιμωρία μένει εκεί κλειδαμπαρωμένο;

 

Με το δικό του πόδι δεν ήταν που τρύπωσε

– λόγω της κακής συνήθειας των τρωκτικών;

 

Είναι του κυρίου ποντικού η κατοικία,

εκείνος ο σωρός από μπλεγμένα σύρματα.

Τον οποίο ύψωσε επιτυχώς με μεράκι

και μαστοριά μπαγαπόντη πόντικα.

 

– απάγκιο για την ποντικοσύνη του

πληρωμένο με δάνειο τραπέζης.

 

Το όνειρο κάθε αρουραίου

του ιδίου φυράματος: γέρο-λιχούδη

 

που θέλει να δαγκάσει τρυφερό τυρί.

Υπάρχουν ίχνη από το προϊόν στο χώμα

 

– τα σιδερένια βρόχια οπωσδήποτε

ο κύριος ποντικός τα έχει στήσει.

 

Παγίδα; Όχι. Αυτός έφταιγε μόνο.

Ιδού η φοβερή τύχη του κατεργάρη:

 

ένα παλάτι για ένα θριαμβευτικό

«γκραν φινάλε» μιας ποντικίσιας ζωής.

 

Και ο χρόνος περνά και περνά και περνά. Και η ώριμη ποιητική φωνή ατενίζει πια μελαγχολικά περασμένους έρωτες, κυρίως, ανεκπλήρωτους. Ατενίζει την αγάπη με όχημα τις αναμνήσεις και με την απόσταση ασφαλείας που προσφέρουν οι φωτογραφίες. Συλλογιέται τις περιστάσεις «που πάντα περιπλέκουν υποθέσεις» (σ. 107) και την τρέπουν σε φυγή.

 

Στην ποιητική του Αλμέιντα η παλέτα των χρωμάτων ποικίλλει, αλλά κατά βάση είναι τετραμερής. Κυριαρχούν το γαλάζιο, το χρυσό, το κόκκινο και το άσπρο. Στο ποίημα «Γαλάζιο του Giotto» (σ. 113), ο ποιητής αναφερόμενος στον πίνακα του Ιταλού ζωγράφου για το φιλί του Ιούδα, γράφει: Η ψεύτικη λάμψη του πανιού/ προσκαλεί στο κέντρο το βλέμμα.// Έτσι το ζωγράφισε ο Giotto/ – χρυσάφι πάνω σε γαλάζιο, ένα φιλί. Ο Αλμέιντα αξιοποιεί τα Θεία Πάθη και την εικονογράφησή τους στην Καθολική Εκκλησία, για να μιλήσει για τη δι-α-χρονία της αγάπης διαπιστώνοντας και διατυπώνοντας την άποψη ότι πάντα με ένα φιλί γίνεται το πρώτο βήμα της πορείας προς τον προσωπικό σταυρό του καθενός. Το «κορμί από χρυσάφι» (σ. 137) αναδύεται με την εναλλαγή εικόνων, την εναλλαγή του σκηνικού, που κατακερματίζει την ήδη θραυσματική ποιητική αφήγηση. Κάτι που μορφικά ταιριάζει απόλυτα με το φευγαλέο πέρασμα του έρωτα, που περνά και χάνεται σαν αερικό κάτω απ’ το φεγγαρόφωτο. Με την πορεία της σελήνης επιστρατεύεται το άσπρο και κόκκινο χρώμα, ως οδοδείκτης ή νήμα, που χαρίζει πνοή στην εξιστόρηση της μυστικής – μυστικιστικής αλήθειας της νύχτας («Μεγάλη νύχτα», σ. 143). Το κόκκινο χρησιμοποιείται, ακόμα, και ως μετωνυμία για την ποιητική γραφή, αφενός λόγω της ζωντάνιας και της έντασής του, όπως η ηφαιστειακή λάβα, και αφετέρου λόγω της βιαιότητας και της οδύνης που προϋποθέτει η ποίηση, όπως το αίμα που αναβλύζει ορμητικά και επικίνδυνα από τις φλέβες. Έτσι, η παράξενη βιωτή του ποιητή σκιαγραφείται με τέτοιους στίχους:

 

ΣΧΕΔΙΑΣΜΑ ΜΕ ΚΟΚΚΙΝΗ ΩΧΡΑ

 

Κάπως έτσι, άμα η μέρα είναι μια καταστροφή

σπας το κεφάλι σου μες στο σπίτι σου

 

καθώς αλλάζεις τη θέση μιας πολυθρόνας.

Και αυτή η τόσο ατυχής κίνηση καταλήγει

 

με το κεφάλι σου μες στα αίματα

στη μέτρια άνεση του φτωχικού ετούτου

 

πύργου δίχως φίλντισι, στο ταπεινό σου λαγούμι

– γέρικο ζωντανό του τόπου κάτω από τον Τάγο.

 

Στην πολυθρόνα σχεδιάζεις με κόκκινο

κάτι βγαλμένο από το κεφάλι σου

– εναποθέτεις, πάντα ποιητής, την ημέρα σου

εντέλει σε ένα σχεδίασμα με κόκκινη ώχρα.

 

Ο Αλμέιντα γράφει ποίηση που ακροβατεί μεταξύ ομορφιάς και τρόμου. Το ποιητικό εγώ ακολουθεί ασυνείδητα και ασυναίσθητα αυτήν την ομορφιά που φέρει μέσα της ακόμα και κάτι το άγνωστο και μεταφυσικό, που γεννά τον φόβο. Παρ’ όλα αυτά η ψυχή του δεν μπορεί να αντισταθεί στο σφρίγος της νεότητας που εννοηματώνει τη ζωή και εν τέλει την ίδια την ποίησή του. Η ποίηση του Αλμέιντα διαστέλλει τον χρόνο επιτρέποντας έναν αναγκαίο αναστοχασμό, τη στιγμή που ο μανιασμένος αέρας απειλεί να κόψει το κλαδί, όπου ισορροπεί η εύθραυστη ποιητική φωνή.

 

 

 

*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.