Η Ελένη Χαϊμάνη με την τρίτη της ποιητική συλλογή μάς συστήνει τον ποιητικό της κόσμο ακροβατώντας μεταξύ παράδοσης και μοντερνισμού. Είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον το γεγονός της επιλογής έμμετρου στίχου, ενώ στην εποχή μας κυριαρχεί ο ελεύθερος ή πιο σπάνια ο ελευθερωμένος στίχος. Η ποιήτρια τεχνουργεί τους στίχους της με εξαιρετική δεξιοτεχνία και λεπτομερή προσοχή χρησιμοποιώντας όλα τα είδη ομοιοκαταληξίας με πρωτεύουσα την πλεκτή, ενώ συνομιλεί με την παράδοση του ιαμβικού στίχου, του δημοτικού τραγουδιού αλλά και με ποιητές όπως ο Παλαμάς και ο Σικελιανός. Η άρτια μορφολογική οργάνωση της ποιητικής της φόρμας συναντάται με την εξίσου άρτια δομική οργάνωση του ποιητικού υλικού, καθώς η Χαϊμάνη χωρίζει το υλικό της σε τρία μέρη και σε έξι συν μία ημέρες. Ο τίτλος της συλλογής, Η τρίτη βάρδια (εκδόσεις Σμίλη, 2023), αναφέρεται προφανώς στη νυχτερινή εργασιακή βάρδια, συνάμα όμως μάς φέρνει στο νου τη Βάρδια του Νίκου Καββαδία, ενός ποιητή με τον οποίο η Χαϊμάνη συνομιλεί τόσο τεχνικά όσο και θεματικά. Η ποίησή της θα μπορούσε να χαρακτηριστεί άλλοτε σατιρική και τολμηρή και άλλοτε κοινωνική και ρεαλιστική, πάντοτε όμως βαθιά ανθρώπινη και υπαρξιακή. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι επτά μέρες στις οποίες η ποιήτρια κατανέμει οργανικά το υλικό της διακατέχονται από θλίψη, σκοτεινιά, πένθος, οδύνη, απουσία, απώλεια, μαρασμό, άρνηση. Καταστάσεις, σίγουρα, μελαγχολικές, οι οποίες σωματοποιούνται και βρίσκουν ανταπόκριση ακόμα και στη φύση, όπου τα λουλούδια μαραίνονται και τα πουλιά λουφάζουν στις εσοχές των δέντρων αρνούμενα τροφή.
Όπως ήδη αναφέρθηκε, η συλλογή χωρίζεται σε ποιήματα κατανεμημένα σε τρεις ενότητες· ωστόσο, θα μπορούσε να ιδωθεί και ολιστικά στο πλαίσιο μιας ευρύτερης ποιητικής σύνθεσης. Στην πρώτη ενότητα αναφέρεται στον καθημερινό μόχθο μιας ζωής μηχανικής που φθείρει την ανθρώπινη ψυχή. Στον άνθρωπο που υπομένει πραγματικά τα πάνδεινα στο αλισβερίσι του εργασιακού ανταγωνισμού, προκειμένου να επιβιώσει: και συ λες πως αυτό λίγο λίγο σε σβήνει,/ κάθε μέρα μοχθείς στων ωρών τη λαχτάρα/ κι είναι τέτοια η ζωή κι είναι τέτοια η ευθύνη// αν θα έχεις ώς αύριο να καπνίσεις τσιγάρα,/ που αντέχεις ν’ ακούς, να σε λένε χαμίνι/ κι ό,τι θες να τους πεις, να το κάνεις γαργάρα. (σ. 10). Μέσω της κοινωνικής και σατιρικής παρατήρησης η ποιήτρια παρουσιάζει τον σφαγιασμό της δουλείας (ο τόνος στο γιώτα εσκεμμένα). Οι άνθρωποι του αθλίου βίου, οι δημόσιοι και οι ιδιωτικοί υπάλληλοι παρομοιάζονται με σφαχτάρια, σαν πρόβατα επί σφαγή, στον κυκεώνα των εργατικής εκμετάλλευσης, όπου ο εργασιακός λιμός τρέφει την άπατη γαστέρα των προυχόντων, των κηφήνων που όλο ζητούν και απαιτούν κέρδος από την πείνα του χειμαζόμενου λαού. Η υποκρισία του σύγχρονου κόσμου, το απάνθρωπο σύστημα, το δίκιο του ισχυρού και η κυριαρχία του δυνατού στον αδύναμο, εν ολίγοις το περίφημο αρχαίο ρωμαϊκό γνωμικό homo hominis lupus τροφοδοτεί την πένα της Χαϊμάνη, η οποία αποτροπιασμένη από τα συμβεβηκότα και αηδιασμένη από την αέναα και μοχθηρά επαναλαμβανόμενη αδικία και σήψη του σύγχρονου κόσμου, αρκεί δριμεία κοινωνική κριτική με στίχους έντονα κυνικούς, φορτισμένους με μαύρο χιούμορ και νατουραλιστικές εκφάνσεις. Ιδιαίτερα σημαντική είναι η αναφορά σε ποιητές όπως ο Φιλύρας και ο Καρυωτάκης των οποίων το έργο, σίγουρα, επιδρά και αντικατοπτρίζεται στην ποίηση της Χαϊμάνη, ενώ λειτουργεί και ως αφόρμηση για την ενσωμάτωση της ίδιας της ποιητικής τέχνης εντός της γενικότερης ατμόσφαιρας. Πώς μόνοιασαν τα βλέμματα μ’ αυτά της οροφής:/ «Θα πας αύριο για δουλειά; Θα σηκωθείς να λάμψεις;»/ και έπεφτεν απάνω μας μιας θλίψης μας κρυφής/ το κάλεσμα, σαν τη βρισιά: «Οι ποιητές της κάμψης!».// Κι αν είν’ η τύχη και για μας ίδια με του Φιλύρα,/ αν είναι μοίρα της ζωής όπως του Καρυωτάκη,/ να μαραζώσουμε κι εμείς απ’ του τρελού την ψείρα;/ «Σήκω και τράβα για δουλειά, μικρό μου εμποράκι!» (σ. 12)
Η δεύτερη ενότητα της συλλογής καταλαμβάνεται από ένα λυρικό, διαλογικό πεζοποίημα στο οποίο η ποιήτρια εκμεταλλεύεται τη μυθοποιημένη πλέον αγάπη του θρυλικού Σέρβου, εφευρέτη και μηχανικού, Νίκολα Τέσλα για τα περιστέρια, προκειμένου να προβάλει το διαχρονικό ζήτημα της αναγκαιότητας της ανθρώπινης ψυχής να πιστέψει σε κάτι υπερβατικό, σε κάτι που δεν ορίζεται και δεν το διέπουν οι κανόνες της λογικής και του νου. Έτσι, μέσα από έναν, πραγματικά, απολαυστικό αλλά και οδυνηρό διάλογο περί θεομαχίας μεταξύ ενός ερευνητή και ενός ποιητή, όπου για τον τελευταίο τα περιστέρια συμβολίζουν ό,τι βρίσκεται πιο κοντά στον έναν και μοναδικό Θεό, ασχέτως θρησκειών με γεωγραφικές συντεταγμένες, μυθικών προσωπείων και μυρίων ονομάτων, προβάλλεται αντιθετικά ο σταθερός, επιστημονικός αλλά και επίπεδος κόσμος του ενός, του ερευνητή, και από την άλλη ο ανατρεπτικός και απογυμνωμένος από συμβάσεις, ο περισσότερο ρομαντικός και ιδεαλιστικός κόσμος του άλλου, του ποιητή. Αυτή η δεύτερη ποιητική ενότητα λειτουργεί συνδετικά για τα άλλα δύο μέρη της συλλογής και, ενδεχομένως, συντελεί καταλυτικά στην ανοδική κλίμακα της γραφής έως την κορύφωση της ποιητικής πένας στο τρίτο και τελευταίο μέρος του βιβλίου.
Σε αυτή την τρίτη ενότητα της συλλογής πρωταγωνιστούν δύο βασικοί πυλώνες της ποιητικής της Χαϊμάνη. Αφενός η μεταφυσική και μεταθανάτια αναζήτηση με όχημα την ποίηση και ο άνθρωπος σήμερα, απογυμνωμένος και πορευόμενος στην άβυσσο του απόλυτου μηδενισμού, του αιώνιου τίποτα. Η ποιήτρια χωρίς να λυγίζει ψυχικά και χωρίς να μεμψιμοιρεί αλλά οπλισμένη με θάρρος και σθένος έρχεται να αναμετρηθεί με τον υπαρξιακό πόνο κοιτάζοντας κατάματα τόσο την τωρινή γήινη ζωή όσο και τη μελλοντική άβυσσο που χαίνει μπροστά στα μάτια της. Θέτει φιλοσοφικά, ανθρωποκεντρικά, εναγώνια αλλά και ζωτικής σημασίας ερωτήματα στον Μεγάλο Αποστρέφοντα, μια συμβολική persona, η οποία έχει αποστρέψει το πρόσωπό της από καθετί ανθρώπινο και σαρκικό. Ωστόσο, η απουσία κάποιας πειστικής απάντησης για την τύχη της ψυχής μετά τον θάνατο της σάρκας δεν λειτουργεί ανασταλτικά. Η ποιήτρια συνεχίζει να επιζητεί την αληθινή επικοινωνία τόσο με τον ανθρώπινο όσο και με τον υπερούσιο κόσμο εκφράζοντας πρόδηλα την ανησυχία της για την πεπερασμένη διάσταση της ανθρώπινης συνθήκης. Γιατί δε λέμε «σ’ αγαπώ», προτού η τραγωδία/ πέσει πάνω μας βαριά· κι απάνω στους νεκρούς μας,/ μα μηρυκάζουμε μετά, πάντα σαν ψαλμωδία/ ανακατεύοντας θνητούς μαζί με τους θεούς μας; (σ. 30) Η ποιήτρια αντιμετωπίζει κάθε της αγωνία με όποιο κόστος, ενώ απέναντι στον θάνατο στέκει αγέρωχη με χλευαστική διάθεση: Αχ! ανθρώπινη μοίρα, χρωστάς,/ σαν ο Θάνατος ψάχνει διαβάτες,/ την ανάσα νομίζεις βαστάς·/ και στη γέννα μας πιάνει πελάτες! (σ. 33)
Η ποίηση της Ελένης Χαϊμάνη, ολοκληρώνοντας αυτή τη σύντομη περιδιάβαση στα ποιητικά κείμενα της συλλογής, διακρίνεται από ωριμότητα στη γραφή, αισθητική αρτιότητα, μορφική και θεματική μεστότητα, δημιουργική συνομιλία με το έργο παλαιότερων ποιητών αλλά και ποιητική τόλμη, καθώς επιλέγει τον έμμετρο στίχο συνειδητά επιδιώκοντας να υπενθυμίσει την αξία του και να ανατρέψει την άποψη που τον θέλει ξεπερασμένο και άκαιρο στην ποιητική τέχνη που θεραπεύεται στην εποχή μας. Σίγουρα, πρόκειται για μια σημαντική στιγμή για την Ελένη Χαϊμάνη, σε ό,τι αφορά στην ποιητική πορεία της και για ένα βιβλίο που εξάρει τεχνηέντως επίκαιρα και διαχρονικά ανθρώπινα ζητήματα και ανησυχίες.
*Ο Δημήτρης Μπαλτάς είναι φιλόλογος και ποιητής.