Δεκαέξι χρόνια μετά την πρώτη του εκδοτική εμφάνιση (Ο βυθός είναι δίπλα, διηγήματα, Πατάκης, 2008) και οχτώ χρόνια μετά το μυθιστόρημα Καϊάφας (Πατάκης, 2016), ο Νίκος Αδάμ Βουδούρης επανέρχεται στο λογοτεχνικό προσκήνιο με δεκατέσσερις ολιγοσέλιδες ιστορίες, όπου οι ήρωες είναι μικρά, μεγάλα και μεγαλύτερα αγόρια. Αυτές οι ιστορίες, αν και αυτοτελείς, θα μπορούσαν να διαβαστούν ως ενιαίο σύνολο καθώς οι ήρωες παρουσιάζουν μεταξύ τους πολλά κοινά σημεία. Είναι αποσυνάγωγοι και μοιάζουν με διάττοντες αστέρες, χαμένους σε μια διελκυστίνδα αναμνήσεων, παρορμήσεων και συμπεριφορών, που τους στιγμάτισε, γυρεύοντας μια πυξίδα για τα αχαρτογράφητα νερά της ζωής τους, όπως αυτή πλάθεται και παίρνει σάρκα και οστά στην παιδική και εφηβική τους ηλικία. Με γλώσσα λιτή, κατά τόπους ποιητική, και με ξηγημένους υπαινιγμούς ο Βουδούρης σκηνοθετεί αφηγήσεις συμπαγείς και στιβαρές. Οι ήρωες είναι, συνήθως, μοναχικοί, παθητικοί αλλά και δυναμικοί μέσα στον παραλογισμό τους. Η μετάβαση από την τρυφερή ηλικία σε μια τραχιά ζωή είναι απότομη, τούς στιγματίζει η πρότερη εμπειρία. Κουβαλούν το τραύμα από την παιδική – εφηβική ηλικία στην πορεία της ενηλικίωσης και γι’ αυτό μένουν πίσω ή και βουλιάζουν μη μπορώντας να ξεφύγουν από τα δεσμά τους.
Στο Πολλών ετών αγόρι (Πατάκης, 2024) τόσο η βία και οι κακοποιητικές σχέσεις όσο και οι γονεϊκές μορφές καθορίζουν το μέλλον των ηρώων. Πώς πλάθεται, άραγε, η πλαστελίνη της προσωπικότητας του κάθε αγοριού, από το οικογενειακό, συγγενικό, φιλικό και κοινωνικό περιβάλλον; Όσα σκέφτονται και πράττουν οι ήρωες ανήκουν στη σφαίρα της πραγματικότητας ή της φαντασίας; Είναι, πράγματι, τόσο ρευστά τα όρια της αλήθειας ή εμείς έχουμε την ανάγκη να τα βλέπουμε ως τέτοια; Όταν το φόντο είναι η επαρχία η αλήθεια παρουσιάζεται πιο απτά. Είναι, ίσως πιο γυμνή τότε, πιο ορατή, όπως στο διήγημα «Το μνήμα του φτωχού, τα μάρμαρα του πλούσιου», ενώ όταν η Αθήνα πρωταγωνιστεί η αλήθεια συνταιριάζει με καταστάσεις τρέλας και γίνεται τότε περισσότερο σιβυλλική, όπως στο διήγημα «Το σκήπτρο» με προεξάρχουσα τη μορφή του πεθαμένου πατέρα. Οι γονείς στα διηγήματα του Βουδούρη σκιαγραφούνται άλλοτε ως υποστηρικτικοί και συμπονετικοί και άλλοτε ως βίαιοι, αδιάφοροι, ως ωσεί παρόντες στη ζωή των παιδιών (αγοριών) τους, σαν θεατές σε ένα έργο που οι ίδιοι έγραψαν για εκείνα. Ξεχωρίζει, βέβαια, το ομώνυμο και πιο μακροσκελές διήγημα με τη μορφή της μητέρας να μεταβάλλεται διαρκώς. Από άβουλη και σχεδόν περιθωριοποιημένη μετά τον θάνατο του συζύγου της, μεταμορφώνεται σε εξουσιαστική και αυταρχική, για να καταντήσει μετά από ένα ατύχημα σε ένα ανήμπορο πλάσμα, που συνεχίζει ακόμα και καθηλωμένη σε αμαξίδιο να βασανίζει τον γιο της.
Από την άλλη ο ερωτισμός είναι διάχυτος στις ιστορίες του βιβλίου. Εμφανίζεται άλλοτε ως εμμονή και άλλοτε ως παραβατική σεξουαλική επιθυμία στο πλαίσιο σχεδόν πάντοτε του ομοερωτικού αισθησιασμού. Το queer στοιχείο, διακριτικά παρόν, υπεισέρχεται στη ραχοκοκαλιά της αφήγησης με την ανάλογη δοσολογία, ώστε να αποτελεί απαραίτητο και αναπόσπαστο κομμάτι της ιστορίας. Ξεχωρίζει το διήγημα «Veronika Φως», όπου ο ήρωας μετά τον θάνατο του γάτου του, εγκαταλείπει το ποδόσφαιρο, παρά το έμφυτο ταλέντο του, για να μεταμορφωθεί κάτι ανάμεσα σε cross-dresser και drag queen. Ο ομοερωτισμός και η ομοφυλοφιλία λαμβάνουν διάφορες μορφές λ.χ. υπερβολικές, σχεδόν αιμομικτικές, όπως στα διηγήματα «Ευδοκιμεί σε σκοτεινά και υγρά μέρη» και «Όταν ο αέρας κουνάει το φεγγάρι», αγοραίες – συναλλακτικές, όπως στο ομώνυμο διήγημα, βιασμού, όπως στο «Γάντια λασπέξ» ή ιδιότυπης τρυφερότητας και ανέλεγκτων, ακατάσβεστων ενστίκτων, όπως στο «Πάτα όπου πατάω».
Ο Βουδούρης προσεγγίζει με κατανόηση και ευαισθησία τους ήρωές του, δεν τους κρίνει και δεν εξηγεί όσα δεν χρήζουν εξήγησης. Λέει τα απαραίτητα, τα αναγκαία, με εικονοποιητικές και ιδιαίτερα αναπαραστατικές περιγραφές. Τα διηγήματα, συνήθως, ολοκληρώνονται με μια σκηνή ή εικόνα ανοίκεια, κάπως απρόσμενη, ανατρεπτική ή και υπερβατική κλιμακώνοντας τη συναισθηματική ένταση της αφήγησης. Σε αυτή τη νέα συγγραφική δουλειά του Βουδούρη κερδίζει σε έδαφος η σπαρακτική ειλικρίνεια και η ασίγαστη επιθυμία των αγοριών να ψαύσουν το τραύμα τους και να το ξορκίσουν γλείφοντάς το, με ζωώδη ορμή και απροκάλυπτη σκληρότητα. Τα δεκατέσσερα διηγήματα του ανά χείρας βιβλίου συγκροτούν μια προσπάθεια ειρηνικής διαπραγμάτευσης των ηρώων με τον εαυτό τους, όταν κοντεύουν να κοπάσουν οι ιαχές του πολέμου. Ενός πολέμου εσωτερικού, μιας βίαιης σύγκρουσης με ό,τι προηγήθηκε, ό,τι έπλασε την υγρή λάσπη και το νωπό χώμα της ιδιοσυγκρασίας τους. Ενός πολέμου που τους εξωθεί στα άκρα, στα όρια της συνειδητότητας, του παραλογισμού, του παραδομού και της αυτοκαταστροφής.
[…] Όταν πια βγαίνει από το σπίτι, είναι νύχτα. Πετάει το άψυχο πουλάκι με το δαχτυλίδι στον λαιμό στα σκουπίδια και πηγαίνει στο μπαρ. Κλαίει το αγόρι από μέσα του. Πνίγει τους λυγμούς του και καταπίνει μικρές γουλιές από την μπίρα του. Βλέπει τότε το πρόσωπό του στον καθρέφτη πίσω από τα μπουκάλια με τα ποτά. Τα μαλλιά του, πρώτη φορά αφρόντιστα, δίχως τζελ, και σαν να έχει τόπους τόπους ανοιχτόχρωμες τούφες. Το αγόρι τρομάζει. Έχει ακούσει στο πατρικό του να λένε για κάποιον που άσπρισε από τη στενοχώρια του. Πηγαίνει στις τουαλέτες. Εκεί, στο άπλετο φως, βλέπει, μπερδεμένα στα μαλλιά του, πολλά κιτρινόλευκα πούπουλα. Κλαίει γοερά. Χωρίς να πνίγει τους λυγμούς.
(Από το διήγημα «Πετράδι στον λαιμό»)