Του Νάσου Βαγενά
Τα πράγματα είναι όπως τα γνώρισες.
Λίγο χειρότερα ίσως, γιατί
ο άνθρωπος συνηθίζει τις συφορές.
Η συφορά είναι ένα σκληρό προσκεφάλι όπου πλαγιάζω
και δε λέει να με πάρει ο ύπνος.
Τις νύχτες βυθίζομαι
σ’ ένα μαύρο που αναιρεί το σκοτάδι
και μετρώ εκατό άσπρα πρόβατα
που ωρίμασαν για τη Λαμπρή
ή παραδίνομαι στα όνειρα. Σιγά σιγά συνηθίζω…
Κι όταν ανέβει ο ήλιος
πρέπει να στύψω δυνατά την αχτίδα
για να κατεβάσει μια σταγόνα φως.
Ύστερα αρχίζω το πάρε δώσε με τις λέξεις
που κυκλοφορούν σαν λεωφορεία
ή σαν παραποιημένη είδηση.
Ξέρεις, απ’ όλα τα μέσα συγκοινωνίας
τα πιο σαράβαλα είναι οι λέξεις·
κάθε τόσο μ’ εγκαταλείπουν μεσοστρατίς.
Κάποτε
με λιγοστές φράσεις μπορούσες
να ταξιδέψεις μιαν απόσταση πολλών χρόνων.
Τώρα βάζω τις λέξεις στη σειρά
φράζω την έξοδο με μιαν ολοστρόγγυλη τελεία
μα κείνες δραπετεύουν
γλιστρώντας
πάνω στον άσπρο τοίχο της σελίδας.
Προτιμούν να γίνουν σύνθημα σε διαδήλωση
διαφημιστικό μήνυμα
ουρλιαχτό ζώου την ώρα
που σωριάζεται ο κατάδικος πυροβολημένος.
Πώς να σου γράψω, Ερμόλαε;
Βρίσκομαι πάνω σ’ ένα κάρο
κατηφορίζοντας στενά καλντερίμια·
τ’ άλογα αφήνιασαν και σπάσαν τα γκέμια.
Πώς να σου γράψω;
Οι λέξεις που μου απόμειναν μυρίζουν σφαγείο.
Τις αποθέτω με τρυφεράδα στο χαρτί
μα κείνες αφορμίζουνε και στάζουν αίμα
όπως οι τρυπημένες παλάμες
του Εσταυρωμένου.