You are currently viewing Δημήτρης Φαφούτης:  ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ  (Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του) 

Δημήτρης Φαφούτης:  ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ (Προδημοσίευση αποσπάσματος από το μυθιστόρημα του) 

ΘΕΛΩ ΝΑ ΦΥΓΩ                                                                                                                                                                            

                                                                                             Γιατί καμιά θυσία δεν πάει χαμένη

Ιούλης του 1948, κατακαλόκαιρο. Προχτές κατεβήκαμε όλο το χωριό στον Αμπελόβραχο, στο εκκλησάκι της Αγίας Παρασκευής για να τιμήσουμε τη μνήμη της και να μαζευτούμε οι χωριανοί, να ιδωθούμε, είχαμε ανάγκη. Αλλάξαμε φοβισμένες ματιές, ανήσυχοι και απελπισμένοι προσευχηθήκαμε να σταματήσει το κακό, να μην τρέξει άλλο αίμα, να γλυκάνουν οι καρδιές και ύπνος ήσυχος να κλείνει τα βλέφαρά μας.

Το μεσημέρι έφτασε στο Κοινοτικό Κατάστημα το τηλεγράφημα της Στρατιωτικής Υπηρεσίας:

«Ηλιόπουλος Ηλίας του Νικολάου, Δεκανεύς του 506 Τάγματος Πεζικού, γεννηθείς εις Μενδενίτσα Λοκρίδος, Ν.Φθιώτιδος το 1922, Έπεσε μαχόμενος υπέρ Πατρίδος εις θέσιν Γκρίμπομα Φούρκα Κονίτσης Ιωαννίνων την 27ην Ιουλίου 1948.»

Άγιε μου Παντελεήμονα, πού κρύφτηκες αυτή τη μέρα και δεν έδειξες έλεος για αυτό το παλικάρι;

Όσοι χωριανοί ήταν στην πλατεία και στα καφενεία του Χωριού πάγωσαν με την είδηση, το τηλεγράφημα έκαιγε τα χέρια. Ποιος θα το πάρει, ποιος θα πάει να το δώσει, αλλοίμονο, στο δύσμοιρο πατέρα. Εφτά παιδιά ανάθρεψε μονάχος του και ο Ηλίας ήταν ο ήλιος του και ο σταυραετός του, η ελπίδα και η απαντοχή του. Ποιος;

Ο Γιώργαλες το πήρε. Ξάδελφος του στρατιώτη και ανιψιός του, για δεύτερη φορά, χαροκαμένου μπάρμπα Νίκου του Λιόπουλου. Ίδια γενιά. Και έφερε το πικρό νέο στην οικογένεια.

Θρήνος και κοπετός στο Κουτλούμ. Μεγάλο σόι οι Λιαίοι

Κλήθηκε η Κλάση του Ηλία σε στράτευση το 1947. Σημαδεμένος με κόκκινο μελάνι στάλθηκε στο Γράμμο, στην πρώτη γραμμή του Μετώπου να συναντήσει και άλλα αδέλφια, πρώην συμμαχητές του από τη μια αλλά και από την άλλη Πλευρά. Έφτασε σημειωμένος με κόκκινο από όσους δεν γνώρισαν το κόκκινο της χαράς και του έρωτα, το κόκκινο της λεβεντιάς και της θυσίας παρά μόνο το μαύρο της ψυχής τους και τη χολή του φθόνου. Προσήλθε σφάγιο ιερό και αυτός σε έναν απέλπιδο και αδελφοκτόνο πόλεμο που έστρωσε τα βουνά με τον ανθό του ελληνικού λαού.

Οργανώθηκε από τους πρώτους στο ΕΑΜ και ήταν αυτός που με άλλους τρεις συναγωνιστές του κοντοχωριανούς ανέλαβε και οδήγησε, νύχτα και πεζή, από τη Μενδενίτσα και την αποθήκη-κρυψώνα της Σωτηριάδαινας στο ακρωτήριο Αγκαθάκι, τους έξι Βρετανούς. Ένας αξιωματικός και  πέντε στρατιώτες, από τους πολλούς που είχαν αποκλειστεί στις Θερμοπύλες, βρήκαν καταφύγιο και σωτηρία στη Μενδενίτσα για μήνες. Στο Αγκαθάκι θα ερχόταν καϊκι από τη Σκιάθο, τη συμφωνημένη νύχτα, να τους πάρει και να τους φυγαδεύσει στη Μέση Ανατολή. Και η χαρά η δική του, μελών της οικογένειάς του και των ελάχιστων γειτόνων, που με κίνδυνο της ζωής τους έκρυβαν και συντηρούσαν όλους αυτούς τους μήνες τους Βρετανούς, δεν περιγράφεται όταν έλαβαν είδηση από το Πόρτ Σάιντ ότι έφτασαν ασφαλείς.

Και μετά μαχητής στον εφεδρικό ΕΛΑΣ στο τάγμα του Διαμαντή. Κράτησαν άμυνα στην Οίτη στη Ν.Δ. πλευρά της Γέφυρας του Γοργοποτάμου το βράδυ που οι αντάρτες με βρετανούς σαμποτέρ την ανατίναξαν. Ακολούθησαν επιχειρήσεις με τον ΕΛΑΣ για τρία χρόνια κατά των γερμανών και των συνεργατών τους στο Καλλίδρομο, στον Παρνασσό, σε όλη τη Λοκρίδα, τέλος στη Μάχη της Αθήνας, τα πικρά Δεκεμβριανά.

Μετά τη Βάρκιζα και με το απολυτήριο του μαχητή του ΕΛΑΣ επέστρεψε στο χωριό του και στο πατρικό του. Είχε προβλέψει τι θα ακολουθούσε, ο Κατακτητής είχε φύγει, ο πρώτος και ιερός σκοπός, τουλάχιστον, είχε επιτευχτεί. Ήλπιζε να βρει ησυχία και γαλήνη ο άμοιρος μετά την Απελευθέρωση. Νύχτωνε στο σπίτι με τους δικούς του και ξημέρωνε κυνηγημένος πότε στα χωράφια και πότε στο βουνό. Η τρομοκρατία και οι διώξεις κατά των αριστερών, όσων είχαν λάβει μέρος στην Αντίσταση και των οικογενειών τους, είχε αρχίσει απροκάλυπτα και βίαια, υπαγορευμένη από όσους ήθελαν να κρύψουν τα εγκλήματά τους και τη συνεργασία τους με τους Κατακτητές.

Τη στράτευσή του την είδε σαν λύση για να μην αγωνιούν και υποφέρουν οι δικοί του, όταν κάθε που αργούσε να φανεί και κυνηγημένος κρυβόταν για μέρες, φήμες και διαδόσεις πότιζαν φαρμάκι τους πολυαγαπημένους του. «Τον έπιασαν εκεί, τον σκότωσαν εδώ, βρέθηκε σκοτωμένος παραπέρα». Συνηθισμένη τακτική των  «μαύρων» για να τσακίζει το ηθικό των συγγενών. Και έφυγε για το Γράμμο εκών άκων, αποχαιρέτησε τον τόπο του και τους δικούς του για την Πρώτη Γραμμή, να σμίξει με αδέλφια, πρώην συναγωνιστές για να αλληλοσκοτωθούν  με άλλα αδέλφια, πρώην συμμαχητές από την άλλη Πλευρά.

Στο τάγμα του ήταν αγαπητός από τους αξιωματικούς και τους άλλους βαθμοφόρους. Σε ώρες ανάπαυλας τον καλούσαν στη σκηνή τους να μοιραστούν το κοινό τους χόμπυ, να εμφανίσουν και να εκτυπώσουν φωτογραφίες, ή να παίξουν χαρτιά.

Πήραν διαταγή να καταλάβουν ένα ύψωμα γυμνό, που δεν τους πρόσφερε καμιά κάλυψη. Ο Δημοκρατικός Στρατός από θέση υπεροχής για μέρες τους σφυροκοπούσε. Η διαταγή επίμονη και ρητή Πάσει Θυσία, όπερ και εγένετο.  Η σύγκρουση σφοδρή, το 506 Τ.Π. αποδεκατίστηκε, το ύψωμα δεν καταλήφθηκε. Ο επικεφαλής αξιωματικός έπεσε βαριά τραυματισμένος. Όσοι δεν σκοτώθηκαν στην άνιση μάχη οπισθοχώρησαν. Ο Ηλίας μονάχος έτρεξε κάτω από σφαίρες βροχή στον τραυματία λοχαγό του, τον σήκωσε στον ώμο και μέσα στον ορυμαγδό και τους καπνούς από τα «εχθρικά» πυρά, γύρισε να καλυφτούν στα καμένα δέντρα. Εκεί τον βρήκε η δική του σφαίρα, έγειρε και ξεψύχησε με τον λοχαγό που ψυχορραγούσε στην αγκαλιά του.

Πήρε μαζί του τις  αναμνήσεις του και τις μορφές όσων αγάπησε. Άφησε πίσω την κοπέλα που αγαπούσε και τα μικρά μυστικά της σύντομης ζωής του.

Ένας συστρατιώτης και φίλος καλός από τη Λάρυμνα έφερε λίγο αργότερα σε μια από τις αδελφές του τη φωτογραφική του μηχανή και το γυλιό του, πικρά θυμητάρια που έκαιγαν σαν κάρβουνα τα μάτια και τις ψυχές και διηγήθηκε αυτό που δεν χωρούσε ο νους και η καρδιά.

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΦΑΦΟΥΤΗΣ

 

*Ο Δημήτρης Χ. Φαφούτης κατάγεται από τη Μενδενίτσα Λαμίας. Σπούδασε Χημικός Μηχανικός στο ΕΜΠ. Εργάστηκε επί 35 χρόνια στο εργοστάσιο παραγωγής Αλουμινίου στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Έχει εκδώσει επτά  ποιητικές συλλογές, ένα βιβλίο δοκιμίων και Μελέτη-Έρευνα για το Νικηφόρο Βρεττάκο. Τα 1989 ίδρυσε μαζί με άλλους το λογοτεχνικό περιοδικό ΕΜΒΟΛΙΜΟΝ. Τιμήθηκε με ειδικά αφιερώματα από τα λογοτεχνικά περιοδικά της Αθήνας, ΟΜΠΡΕΛΑ και ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ. Είναι ιδρυτικό μέλος του Ομίλου Φθιωτών Λογοτεχνών και Συγγραφέων και Μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών (ΕΕΛ).

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.