You are currently viewing Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου: Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Λιωμένος χρόνος.  Εκδόσεις Ρώμη, 2023

Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου: Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, Λιωμένος χρόνος. Εκδόσεις Ρώμη, 2023

ΛΙΩΝΟΝΤΑΣ ΤΟΝ ΧΡΟΝΟ

«Λιωμένος χρόνος» είναι ο τίτλος της όγδοης ποιητικής συλλογής του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου. Στο εξώφυλλο της συλλογής, τον αναγνώστη καλωσορίζει και μαγνητίζει το βλέμμα του, ένα σκίτσο με μελάνι, έργο του ποιητή Διονύση Στεργιούλα. Παρατηρώντας το για λίγο αρχικά, ήταν σαν να έβλεπα την κάτοψη μιας μυθικής πόλης, με τα στενά σοκάκια της, τις πλατείες και τις ανηφοριές της, και ο νους μου ταξίδεψε σε κάποια από στις Αόρατες πόλεις του Ίταλο Καλβίνο. Ωστόσο ο τίτλος της συλλογής μού θύμισε έντονα το έργο του Salvador Dali, «The Persistence Of Memory» (1931), που απεικονίζει ρολόγια τα οποία λιώνουν σε ένα σουρεαλιστικό τοπίο. Η εμμονή της μνήμης λοιπόν −μεταφράζοντας τον τίτλο του Dali−, σε σχέση με τον χρόνο που λιώνει (διότι πώς αλλιώς θα μπορούσε καλύτερα να συμβολιστεί ο χρόνος αν όχι με το κλασσικό του σύμβολο: τα ρολόγια;) είναι κατά τη γνώμη μου και ο κεντρικός άξονας που διατρέχει την παρούσα συλλογή και, κατ’ επέκταση, ένας από τους βασικούς άξονες όλου του έργου του Παπακωνσταντίνου.

Όσον αφορά στην τεχνοτροπία της συλλογής, θαρρώ ότι κάθε απόπειρα προσέγγισής της, δεν θα μπορέσει να διατυπωθεί πιο ποιητικά από την άποψη που ο ποιητής και κριτικός Γιώργος Ρούσκας καταθέτει στον πρόλογο της συλλογής: «[…] Ποιήματα αυτοπροσωπογραφίας σύγχρονα, και συνάμα ποιήματα παραπέμποντα σε τεχνοτροπίες και ύφος άλλων εποχών, και δη των πρώτων δεκαετιών του προηγούμενου αιώνα. Νότες από τη χαμηλή οκτάβα του ρεαλισμού ως την υψηλότερη του υπερρεαλισμού, με ακόρντα ρομαντισμού, διανθισμένες με διαμάντια ιαμβικού δωδεκασύλλαβου, δεκατρισύλλαβου, δεκαπεντασύλλαβου κατά μόνας ή κατά ζεύγη, αποτυπώνουν στο πεντάγραμμο της μνήμης πέρα από τον θρίαμβο του ίαμβου (σύμφυτος με τον Λόγο του Παπακωνσταντίνου), την αναγωγή της ποιητικής συλλογής σε ποιητική σύνθεση, κατασταλάζοντας σε ένα ποιητικό αποτέλεσμα μεστό, ουσιώδες, καθάριο. […]» («Προλογικό σημείωμα δίκην επιλόγου», σσ. 15, 16). Ιδιαίτερο δε ενδιαφέρον παρουσιάζει και το γεωμετρικό σχήμα «Λιωμένος χρόνος – Σχετική ακτινογραφία», που ο Γιώργος Ρούσκας παραθέτει και αναλύει στο προλογικό του σημείωμα.

Στις τέσσερις ενότητες της συλλογής («Ώρες αγρύπνιας», «Ραγίζουν κάποτε», «Λιωμένος χρόνος» και «Της νύχτας δρώμενα»), περιλαμβάνονται αντίστοιχα 9, 12, 20, και 21, στο σύνολό τους 62 ποιήματα, τα οκτώ εκ των οποίων σπονδυλωτά, αποτελούμενα από δύο έως πέντε μέρη. Πρόκειται λοιπόν για μία πλούσια, de profundis, ποιητική κατάθεση. Απομονώνοντας τους τίτλους της πρώτης και τελευταίας ενότητας, βλέπουμε ότι έχουν να κάνουν με τη νύχτα. Το σύμβολο της νύχτας, που πολλές φορές μας βασανίζει με τους εφιάλτες της ή την αγρύπνια, είναι που ο ποιητής θα χρησιμοποιήσει ώστε να επιτύχει αποτελεσματικότερα το «λιώσιμο του χρόνου» και να μεταβεί σε κάποιους (προ)επιλεγμένους επιθυμητούς σταθμούς-στιγμές.

Γιατί όμως επιδιώκει κάτι τέτοιο; Τι αναζητάει; Απαντήσεις· θα μπορούσε να αποφανθεί κάποιος. Το παρελθόν είναι μία τεράστια δεξαμενή απαντήσεων στα καυτά, πολλές φορές, ερωτήματα που το παρόν εγείρει μπροστά μας. Και αυτό που συνήθως αναζητούμε σε τέτοιου είδους απαντήσεις, είναι η αλήθεια: «[…] Αχ, την αλήθεια αναζητώ, όπου κι αν κρύβεται/ τι ’ναι π’ αξίζει πιο πολύ, τι ’ναι που μένει/ πώς να κερδίζεται η χαρά, ματώνω άδικα// δεν την πουλούν στα μαγαζιά, κι απ’ όλους λείπει.[…]» («Κάτι ν’ αξίζει, ΙΙ», σσ. 42, 43). Και, πράγματι, η λέξη «αλήθεια», εμφανίζεται σε πέντε ακόμα ποιήματα της συλλογής.

Εκτός από τη νύχτα με το «αγίνωτο φως της σελήνης» («Ώρες αγρύπνιας, Ι», σελ. 19), ο ποιητής, για να επιτύχει τις χρονικές μεταβάσεις του, χρησιμοποιεί −θαρρείς ως είδος πύλης κάποιου αρχαίου μύστη− και το καθρέφτισμα. Είτε απευθείας, με το σύμβολο του καθρέφτη («Μπροστά και πίσω απ’ το γυαλί, Ι-V», σσ. 35-37), είτε αποτυπώνοντας το αντικαθρέφτισμα από το μάτι κάποιου ζώου −όπως αλόγου («Στο μάτι του αλόγου», σελ. 30) ή ψαριού («Στα υπόγεια», σελ. 40)−, είτε καθρεφτίζοντας τον κόσμο στους νερόλακκους («Η ανεμοδαρμένη», σσ. 63, 64). Στο δε ποίημα «Η ανεμοδαρμένη», διέκρινα μία χαμηλόφωνη συνομιλία με την «Λησμονημένη» του Σαχτούρη.

Ο Παπακωνσταντίνου θα μας πει ότι «Λιωμένος Χρόνος είναι ο χρόνος που κυλά,/ που χάνεται μεμιάς και επιστρέφει/ […] Είναι ο χρόνος που λιμνάζει μες στον ύπνο σου/ […] Λιωμένος χρόνος είναι ο χρόνος που σε γέλασε/ που σ’ είπε παραμύθια πριν να σβήσει/ που σ’ εξαπάτησε οικτρά, σε καταλήστεψε/ […] Λιωμένος χρόνος είναι αυτός που δε σε χόρτασε/ ο χρόνος που σπατάλησες γελώντας/ ο χρόνος που σου λείπει, που νοστάλγησες/ αυτός που σ’ άφησε σοφό,/ έρημο, μόνο.» («Λιωμένος χρόνος, ΙΙΙ», σελ. 55). Στην ομώνυμη ενότητα θα θυμηθεί πώς είναι να είσαι δεκαοχτώ χρονών, να έχεις όλο τον χρόνο δικό σου και όλος ο κόσμος να σου γελά, θα ξαναφορέσει τα πάνινα παπούτσια του και θα αναζητήσει το μικρό αλητάκι που κάποτε ήταν καθώς και τις παιδικές φωνούλες των φίλων του. Οι ταπεινές αυλές των παιδικών του χρόνων θα ξαναζωντανέψουν και στη φαντασία του θα ξαναπάρουν την παλιά μαγική αίγλη τους. Ωστόσο, η συγχώνευση παρελθόντος και παρόντος, μπορεί να οδηγήσει σε οδυνηρά συμπεράσματα:

 

Τσεμπέρι στο καρφί, ποδιά στη σκάλα

παλιές παντούφλες στην αυλή

γιομάτες χώματα

 

πρόκοψε πάλι ο κήπος φέτος έξι αράδες

δυόσμος, ντομάτες, πιπεριές, τι κι αν μας έλεγαν

πως είναι άγριο το χώμα τούτο, άχρηστο

−αλλιώς αφράτο του χωριού, ευλογημένο−

εδώ μονάχα οικοδομές ψηλές ριζώνουνε

μήτε καν λάπατα, ζοχοί, πικρά ραδίκια.

 

Άκρη στον τοίχο στέκει ακόμα το ποδήλατο

κλειστό, βουβό το πλυσταριό,

μα πού να πήγες!

Μυρίζει, αχνίζει φαγητό,

βγαίνω στην ’ξώπορτα.

 

Βήματα ξένων απαντώ

 

μόνος δακρύζω.

 

(«Πίσω στο πατρικό», σελ 59).

 

Ο Παπακωνσταντίνου όμως γνωρίζει ότι οποιοδήποτε «Λιώσιμο του χρόνου», οποιαδήποτε χρονική μετάβαση, ενδεχομένως να αποδειχθεί επώδυνη και πιο βασανιστική από την αγρύπνια, τα αδιέξοδα ή τις συνθήκες του παρόντος που τον ταλαιπωρούν. Οι ποιητές το γνωρίζουν αυτό από πολύ παλιά. Αρκεί μόνο ένα από τα «Ρουμπαγιάτ» του Ομάρ Καγιάμ (1048-1131), ώστε να μας πείσει για κάτι τέτοιο: «Τι κέρδισε σαν ήρθα ή τι έχασε/ απ’ την ουράνια δόξα του ο Ουράνιος Τροχός;/ Γιατί έπρεπε να ’ρθω; γιατί έφυγα;/ Ποτέ δεν μου απάντησε σ’ αυτό κάποιος σοφός». (Πηγή: «Γιάννης Υφαντής – Ο κήπος της Ποίησης (2500 χρόνια ξένης ποίησης)», Εκδόσεις Πατάκη 2000).

Θα αναρωτηθεί κανείς, γιατί το πράττει εφόσον το γνωρίζει. Ίσως για μια εμπειρία που ενδεχομένως να χαρτογραφεί τα όρια της σοφίας του. Ίσως για τις όποιες −με κάθε θυσία− επιθυμητές απαντήσεις. Ίσως για να ταξιδέψει και πάλι στα ανέμελα νεανικά χρόνια…

Οι δικές μας απαντήσεις μόνο υποθετικές μπορεί να είναι. Το μόνο βέβαιο για όλους εμάς που θα περιηγηθούμε στις σελίδες του «Λιωμένου χρόνου», είναι η αναγνωστική απόλαυση που αυτή η περιήγηση θα μας προσφέρει.

 

 

 

 

 

βιογραφικό σημείωμα
Ο Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου γεννήθηκε το 1968 στη Βέροια όπου και ζει. Έχουν εκδοθεί οι ποιητικές συλλογές του, Η τράπουλα του καλοκαιριού (Ars Poetica, 2012), Furor Scribendi (Ars Poetica, 2013), Ο άστεγος της οδού Χαμογέλων (Σαιξπηρικόν, 2015), Έλαβον (Σαιξπηρικόν, 2017), Τα μεροκάματα ενός έρωτα (Εντευκτήριο, 2019), Της μιας ανάσας ποιήματα (Κουκκίδα, 2021), Όλα στο μαύρο (Ρώμη, 2022), Οκτώηχος Της Αχανούς (Ρώμη, 2023) και Κάτοψη (Ρώμη 2023). Ποιήματά του έχουν δημοσιευθεί σε λογοτεχνικά περιοδικά και ανθολογίες.

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.