Ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα από το θέμα μας
Κάθε τι που υπάρχει, αν υπάρχει κάτι, έχει σύμφυτη την αναφορικότητα, δηλαδή υπάρχει ως προς κάτι άλλο, ορίζεται ως, και ορίζει μιαν, αναφορά και σχέση, υφίσταται έναντι κάποιου, είναι ως προς ένα σύστημα αναφοράς, ένα πλαίσιο. Το στενότερο σύστημα αναφοράς κάθε πράγματος είναι η συνειδητότητα ενός ανθρώπου-εγώ: Οτιδήποτε σχετίζεται με το εγώ μου υφίσταται ως προς τη συνειδητότητά μου και εγώ έχω συνείδηση της ύπαρξής του. Από την άλλη πλευρά, το ευρύτερο πλαίσιο αναφοράς, υποθετικό στην παρούσα φάση, είναι αυτό της πανανθρώπινης συλλογικής συνειδητότητας, θραύσμα του οποίου αποτελεί η επιμέρους εγωική συνειδητότητα του καθενός μας. Επίσης, το Κοσμικό σύστημα, που υποθέτουμε ότι υπάρχει, υπάρχει και πάλι με τον τρόπο που υποπίπτει στη συνειδητότητά μας. Τελικά, το υποκείμενο/ εγώ και το αντικείμενο/ μη-εγώ σχετίζονται διαμέσου της συνειδητότητας: Το αντικείμενο υπάρχει αν περιέχεται μέσα σε ένα περιέχον που είναι η εγωική μου συνειδητότητα, υπάρχει ως προς τη συνειδητότητά μου. Ο διχασμός του Κοσμικού συστήματος σε υποκείμενο και αντικείμενο, παρατηρητή και παρατηρούμενο, συνειδητοποιούν και συνειδητοποιούμενο, και όσα αυτός συνεπάγεται, είναι καθοριστικός για την αντίληψη του λεγόμενου εαυτού και του Κόσμου. Και τα δυο υπάρχουν στον βαθμό που κάποιος τα συνειδητοποιεί, υπάρχουν ως προς αυτόν που τα συνειδητοποιεί. Επομένως, μπορούμε να μιλάμε μονάχα για όσα συνειδητοποιούμε και για τον τρόπο που τα συνειδητοποιούμε. Η Φυσική δέχεται ότι όλα τα συστήματα αναφοράς είναι ισοδύναμα και συνεπώς στη φύση δεν υπάρχουν προνόμια και ότι, αν και οι παρατηρήσεις φαίνονται διαφορετικές, εντούτοις καταλήγουν τελικώς στα ίδια συμπεράσματα. Σε αντίθεση με αυτό, για τον άνθρωπο φαίνεται πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο: Τα προσωπικά συστήματα αναφοράς δεν είναι ισοδύναμα και η ύπαρξη και κατανόηση των πραγμάτων διαφέρουν ριζικά από άνθρωπο σε άνθρωπο και εξαρτώνται, αφενός, από τον βαθμό διεύρυνσης της συνειδητότητάς του και, αφετέρου, από τον τρόπο που θεωρεί τα πράγματα, δηλαδή από το κοσμοείδωλό του.
Ανάμεσα στην πραγματικότητα που αντιλαμβάνεται ο υποκειμενικός παρατηρητής και σε αυτήν ενός απόλυτου παρατηρητή ή ενός πλήθους παρατηρητών με κοινές διαπιστώσεις, δεν υπάρχει σαφής διάκριση ως προς το ποια ‘ταιριάζει’ καλύτερα, ποια είναι περισσότερο ‘συμβατή’ με την υποτιθέμενη ως-έχει πραγματικότητα. Ουσιαστικά δεν υπάρχει διαφορά, από αυτή την άποψη, ανάμεσα στη λεγόμενη υποκειμενική και στη λεγόμενη αντικειμενική πραγματικότητα, δηλαδή καμιά δεν είναι πιο έγκυρη. Ένα άθροισμα υποκειμενικοτήτων δεν κάνει μια αντικειμενικότητα, ούτε η μερικότητα της εξωστροφής δίνει αντικειμενικά συμπεράσματα, αν αυτή δεν συνοδεύεται από τη δυϊκή στάση της εσωστροφής, χωρίς πάλι αυτή η αμφίπλευρη παρατήρηση να εξασφαλίζει τη ζητούμενη αντικειμενικότητα. Η εγωική συνείδηση και ο Κόσμος, η ψυχή και η ύλη, το σώμα και ο νους, αν δεν αποτελούν ένα συνεχές και επιμένουμε στη χωριστικότητά τους, τουλάχιστον συνδέονται μεταξύ τους με κάποια θεμελιώδη συνάρτηση, η οποία προσπαθεί να γεφυρώσει το χάσμα και να ρίξει γέφυρες επικοινωνίας ανάμεσα σε καταστάσεις, οι οποίες είναι αποτέλεσμα του διχασμού και των διαφοροποιήσεων, που κάνει η νόηση. Η σχέση αυτή δεν είναι μονόπλευρη αλλά αμφίπλευρη, δεν μπορεί να είναι, δηλαδή, ούτε υποκειμενική ούτε αντικειμενική, ούτε εσωστρεφής ούτε εξωστρεφής, αλλά ολιστική και πανπεριεκτική. Εν προκειμένω, πρέπει να υπογραμμίσουμε το γεγονός ότι κύριο χαρακτηριστικό της συνειδητότητας είναι η λεγόμενη προθετικότητα, δηλαδή είναι συνειδητότητα κάποιου πράγματος, κατευθύνεται κάπου, έχει κάποιο σημασιολογικό περιεχόμενο. Το γεγονός αυτό είναι χαρακτηριστικό της συνειδητότητας και των νοητικών φαινομένων, ενώ δεν παρουσιάζεται στα φυσικά φαινόμενα και γι’ αυτό τον λόγο η προθετικότητα διαφοροποιεί τον ένα τύπο φαινομένων από τον άλλο. Παρά τις επισημάνσεις αυτές της σύγχρονης επιστήμης, μπορεί κάποιος να θεωρήσει τον Κόσμο ως ένα σύμβολο για την εγωική του συνειδητότητα ή ακόμα να φιλοσοφήσει για μια συνειδητότητα χωρίς αντικείμενο/ περιεχόμενο λέγοντας ότι η γλώσσα βασίζεται στον διαχωρισμό και τη σχέση υποκειμένου – αντικειμένου και έτσι η συνειδητότητα, η οποία υπερβαίνει αυτή την κατάσταση, δεν μπορεί στην πραγματικότητα να αναπαρασταθεί με μια τέτοια γλώσσα που είναι φτιαγμένη πάνω σε αυτή τη βάση. Επιπλέον, υπάρχει πάντα το ερώτημα για το αν η συνειδητότητα είναι αποτέλεσμα της πολυπλοκότητας του ανθρώπινου εγκέφαλου ή, αντίθετα, εγγενής ιδιότητα της Κοσμικής ολότητας και άρα ο εγκέφαλος είναι αποτέλεσμα αυτής.
Ο δρόμος, από τη θεοκρατική αντίληψη του απόλυτου και αντικειμενικού παρατηρητή στην αναγνώριση ότι η εγωική συνειδητότητα παίζει βασικό ρόλο στο φυσικό σύμπαν και, παραπέρα, ότι συμμετέχει σε αυτό, μέχρι την άποψη ότι ο παρατηρητής, με κάποια έννοια, είναι το παρατηρούμενο, είναι πολύ μακρύς. Ο παρατηρητής μεταβάλλει το παρατηρούμενο με την πράξη της παρατήρησης και συλλαμβάνει κάτι από το ιρασιοναλιστικό, το ασαφές και το αβέβαιο του Κόσμου. Η ιδέα της αντικειμενικής παρατήρησης, και της πραγματικότητας που αυτή συνεπάγεται, εξαφανίστηκε μέσα στα Μαθηματικά τα οποία δεν αναπαριστούν πλέον τη συμπεριφορά των στοιχειωδών σωματιδίων, αλλά τη γνώση και τη στάση μας γύρω από αυτή τη συμπεριφορά, λέει ο Heisenberg. Το αποτέλεσμα οποιουδήποτε συγκεκριμένου φυσικού γεγονότος που παρατηρούμε δεν εξαρτάται μόνο από τους αποκαλούμενους νόμους της φύσης, αλλά και από την εγωική συνειδητότητα του παρατηρητή. Οφείλουμε να αντικαταστήσουμε τον όρο ‘παρατηρητής’ με τον όρο ‘συμμέτοχος’, λέει ο Wheeler. Δεν μπορούμε να παρατηρήσουμε τον φυσικό Κόσμο γιατί δεν υπάρχει ανεξάρτητα από τον παρατηρητή, απλώς συμμετέχουμε σε ένα φάσμα όλων των πιθανών πραγματικοτήτων.
Επιπλέον, οι κυβερνητιστές λένε ότι, αν ξεκινήσουμε με την αρχή πως μια επιστημονική πρόταση με νόημα είναι γεννήτορας προγνώσεων, τότε φτάνουμε στην αναγκαιότητα της εισαγωγής του χρήστη των επιστημονικών εργαλείων μέσα στον φορμαλισμό. Τα εργαλεία της επιστήμης δεν λειτουργούν αυτόνομα, αλλά μάλλον με κάποιο αλληλεπιδραστικό τρόπο. Ο χρήστης τέτοιων εργαλείων είναι σαν τον παρατηρητή του Einstein, μια μορφή ‘Εγώ’. Ένας κλασικός επιστήμονας μελετάει ένα σύστημα ως να ήταν ένα παθητικά, αντικειμενικά δοσμένο πράγμα, που μπορεί να παρατηρηθεί ελεύθερα, να γίνει αντικείμενο χειρισμού και να αναλυθεί. Από την άλλη μεριά, ένας σύγχρονος επιστήμονας δουλεύοντας με ένα σύστημα αναγνωρίζει ότι αυτό είναι ένας ‘δρών’ που αλληλεπιδρά με έναν άλλο ‘δρώντα’, τον παρατηρητή. Όπως μας έχει διδάξει η Κβαντική Φυσική, ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο δεν μπορούν να διαχωριστούν εντελώς και το αποτέλεσμα της παρατήρησης εξαρτάται από την αλληλεπίδρασή τους. Ο παρατηρητής, επίσης, είναι ένα σύστημα που προσπαθεί να κατασκευάσει ένα μοντέλο για κάποιο άλλο σύστημα, ώστε να το μελετήσει και να το κατανοήσει ή να μπορεί να κάνει προγνώσεις για τη συμπεριφορά αυτού του υπό μελέτη συστήματος. Για να καταλάβουμε αυτή τη διαδικασία χρειαζόμαστε μια μετα-γνωστική διαδικασία, δηλαδή μια επιστήμη δεύτερης τάξης και ακριβέστερα μια Κυβερνητική δεύτερης τάξης (SOC: Second Order Cybernetics).
Πέρα ακόμα και από αυτή τη μη-συμβατική αντίληψη υπάρχει η άποψη ότι ο παρατηρητής είναι το παρατηρούμενο κατά μια έννοια, και συνεπώς αντιλαμβάνεται ότι οι λεγόμενοι νόμοι της φύσης είναι ουσιαστικά και συγχρόνως νόμοι της νόησης και ότι τα πάντα εντάσσονται σε ένα σύστημα, στοιχείο του οποίου είναι και ο ίδιος. Αυτή η διαπίστωση όμως απαιτεί διευρυμένη κατάσταση εγωικής συνειδητότητας, που σημαίνει ότι ο παρατηρητής εκτός από την εξωστρεφή παρατήρηση της φύσης ασκεί συγχρόνως και την εσωστρεφή παρατήρηση του ψυχο-νοητικού του συστήματος και συνθέτει αυτές τις δυο εικόνες σε μια ενιαία πραγματικότητα, που δεν είναι ούτε υποκειμενική ούτε αντικειμενική γιατί είναι συγχρόνως και τα δυο, δηλαδή διφορούμενη και γι’ αυτό συμβολική. Όσο ο άνθρωπος νόμιζε ότι κατείχε τη φύση μεθούσε από θαυμασμό για την επιστήμη του και για την ισχύ του και συνεχώς πιο έντονη γινότανε σε αυτόν η περιφρόνηση για ό,τι είναι αυθεντικά και καθαρά φυσικό και τυχαίο, συμπεριλαμβανομένης και της ψυχής, λέει ο Jung. Πράγματι, η ψευδής συνειδητότητα για τη βεβαιότητα, τη σαφήνεια, την τάξη, την απολυτότητα και την αντικειμενική γνώση, δεν άφηνε περιθώρια για τη νομοτέλεια του ‘συν-βάλλειν’, των αντιθέτων που έλκονται και αλληλοσυμπληρώνονται, αλλά κυριαρχούσαν μόνο οι νόμοι του ‘δια-βάλλειν’, όπου τα ενάντια, τα διαφορετικά, συγκρούονται και αλληλο-αποκλείονται. Σιγά-σιγά όμως η διεύρυνση του ορίζοντα της συνειδητότητας οδήγησε στην αντίληψη της ύπαρξης και του άλλου πόλου, δηλαδή της αβεβαιότητας, της ασάφειας, του χάους, της σχετικότητας, της υποκειμενικότητας και έθεσε έτσι το πρόβλημα της σύνθεσης, γιατί διαφορετικά ο άνθρωπος μένει διχασμένος.
Είμαστε λοιπόν αναγκασμένοι τώρα να αναζητήσουμε ‘συμ-βολικές’ των αντιθέτων καταστάσεις, όπου βεβαιότητα και αβεβαιότητα, σαφήνεια και ασάφεια, τάξη και χάος, απολυτότητα και σχετικότητα, αντικειμενικό και υποκειμενικό, και γενικά όλες οι κατηγορίες των θεωρούμενων αντιθέτων και εναντίων, συμ-βάλλουν στη δημιουργία ενός άλλου επιπέδου πραγματικότητας, ενός άλλου βαθμού και κατάστασης συνειδητότητας. Στην πραγματικότητα, η σύγχρονη σκέψη δεν έχει ακόμα, στις περισσότερες περιπτώσεις, διατυπώσει ρητά το γεγονός ότι η συνειδητότητα έχει παρατηρήσιμες διαβαθμίσεις, δηλαδή χρονική διάρκεια, συχνότητα εμφάνισης, έκταση, ένταση, διεισδυτικότητα, εστίαση. Αποτέλεσμα αυτών είναι η διαπίστωση, ανάλογα με τον βαθμό αυτών των ιδιοτήτων, ύπαρξης διαφορετικών επιπέδων πραγματικότητας που ιεραρχούνται, διαφορετικών οριζόντων και γενικά διαφορετικής αντίληψης του Κόσμου, αφού αλλάζοντας τη συνειδητότητα αλλάζει και ο Κόσμος, τον οποίο παρατηρούμε κάθε φορά με διαφορετική συνειδητότητα, η οποία εξαρτάται από την προσωπική και συλλογική ανάπτυξη του ανθρώπου. Πρέπει να παρατηρήσω εδώ ότι η συνειδητότητα είναι ένα ειδικό και ιδιόρρυθμο είδος επίγνωσης ανεξάρτητο από τη νοητική δραστηριότητα και δεν πρέπει να συγχέεται μαζί της. Επίσης, η παρουσία ή απουσία και γενικά όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της συνειδητότητας, δεν μπορούν να αποδειχτούν με την παρατήρηση των εξωτερικών πράξεων. Μόνο το ίδιο το άτομο μπορεί να γνωρίζει αν είναι συνειδητό και σε ποιο βαθμό τη δεδομένη χρονική στιγμή. Έτσι, δημιουργείται το πρόβλημα σύνθεσης των παρατηρήσεων πρώτου και τρίτου προσώπου. Ακόμα, η συνειδητότητα ποτέ δεν μένει στην ίδια κατάσταση αλλά μονίμως βρίσκεται σε μια δυναμική διαδικασία περνώντας από τις υψηλότερες καταστάσεις στις χαμηλότερες και αντίστροφα. Επίσης, δεν πρέπει να συγχέουμε τη συνειδητότητα με τις διάφορες ψυχικές λειτουργίες, όπως διανόηση, συναίσθημα, αίσθηση, διαίσθηση. Βέβαια οι λειτουργίες, ανάλογα με το μέσα από ποια κατάσταση συνειδητότητας εκφράζονται, υφίστανται αλλαγές, όμως η συνειδητότητα και οι λειτουργίες στον άνθρωπο είναι διαφορετικές και άλλης τάξης διαδικασίες που εξαρτώνται από διαφορετικές συνθήκες και το ένα μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο, δηλαδή οι λειτουργίες μπορούν να υπάρξουν χωρίς τη συνειδητότητα και η συνειδητότητα χωρίς τις λειτουργίες.
Μπορούμε να διακρίνουμε τέσσερις βασικές καταστάσεις συνειδητότητας:
(i) Τον ύπνο, (ii) τον ξύπνο, (iii) την αυτοσυνείδηση, (iv) την Κοσμική συνειδητότητα. Συνήθως ο άνθρωπος ζει μονάχα στις δυο πρώτες. Η τρίτη κατάσταση, της αυτοσυνείδησης, σημαίνει ότι το ανθρώπινο σύστημα γίνεται αντικείμενο αμερόληπτης παρατήρησης από το ίδιο το άτομο, που δρα έτσι ως εσω-στραμμένος παρατηρητής, ενώ η τέταρτη κατάσταση, της Κοσμικής συνειδητότητας, σημαίνει ότι το Κοσμικό σύστημα γίνεται αντικείμενο αμερόληπτης παρατήρησης από τον άνθρωπο, που δρα έτσι ως εξω-στραμμένος παρατηρητής, και συλλαμβάνεται ως η καθαυτή πραγματικότητα, αφού ο παρατηρητής είναι απαλλαγμένος από τους περιορισμούς της υποκειμενικής συνειδητότητας των δυο πρώτων καταστάσεων. Βέβαια, πρέπει να τονίσω ότι όλα αυτά είναι αναλυτικές αναπαραστάσεις, που απλώς και μόνο διευκολύνουν τη χοντρική παρουσίαση και σχηματοποίηση αυτών των καταστάσεων για καλύτερη κατανόηση.
Ένας άλλος τρόπος ορισμού των τεσσάρων καταστάσεων συνειδητότητας μπορεί να χρησιμοποιήσει το κριτήριο αυτού που λέμε ‘αλήθεια’. Στην πρώτη κατάσταση δεν μπορούμε να γνωρίζουμε τίποτα για την αλήθεια και μόνο μπορούμε να συλλάβουμε κάτι από την επόμενη κατάσταση. Στη δεύτερη γνωρίζουμε κάποια σχετική αλήθεια και κάτι από την επόμενη κατάσταση. Στην τρίτη μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια για τον εαυτό μας και να έχουμε κάποιες εκλάμψεις για την επόμενη. Στην τέταρτη μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια, δηλαδή να μελετήσουμε τα πράγματα και τον Κόσμο ως-έχουν. Όλα αυτά θέτουν πολλά προβλήματα όπως της ανάπτυξης της συνειδητότητας, της ενότητας, του κριτηρίου του ψεύδους και της αλήθειας. Στη σημερινή κατάσταση της ανθρώπινης συνειδητότητας δεν μπορούμε να γνωρίζουμε την αλήθεια, μπορούμε μονάχα να νομίζουμε ή να προσποιούμαστε ότι τη γνωρίζουμε. Αυτό είναι το ψεύδος. Νομίζουμε ή προσποιούμαστε ότι γνωρίζουμε πολλά πράγματα με σαφήνεια και βεβαιότητα για τον Κόσμο και τον εαυτό μας, αλλά δεν γνωρίζουμε παρά ελάχιστα. Πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι, κάθε φορά που μιλάμε για κάτι που δεν γνωρίζουμε σαν να το γνωρίζαμε, παράγουμε ψεύδος. Δεν είναι καθόλου καινοφανής η άποψη ότι πρέπει να ασχοληθούμε πάρα πολύ σοβαρά με τη μελέτη του ψεύδους και αυτό γιατί, αν βγάλουμε από τη μέση το ψεύδος, το μόνο που μένει είναι η κρυμμένη αλήθεια. Όταν ο άνθρωπος, ατομικά ή συλλογικά, αποκτήσει επίγνωση της δυναμικής διαδικασίας της ίδιας του της συνειδητότητας, τότε αντιλαμβάνεται ότι η διάσταση ανάμεσα στον παρατηρητή και στο παρατηρούμενο, στον φορέα της εμπειρίας και στην ίδια την εμπειρία, δεν είναι παρά μια ψευδαίσθηση. Τότε και μόνο μπορεί να υπάρξει καθαρή και απροκατάληπτη παρατήρηση, από την τρίτη και τέταρτη κατάσταση της συνειδητότητας, χωρίς το βάρος του παρελθόντος, χωρίς έτοιμες δομές σκέψης και χωρίς δοσμένες νοητικές συλλήψεις. Αυτού του είδους η συνειδητότητα μπορεί να συλλάβει τον Κόσμο ως-έχει και να φέρει ριζική αλλαγή στη νόηση και στην πραγματικότητα που αυτή η νόηση αντιλαμβάνεται. Η αποδοχή της άγνοιας στην τρέχουσα κατάστασή μας και η άρνηση του ψεύδους είναι το πρώτο απαραίτητο βήμα για μια κίνηση προς τη γνώση και την αλήθεια. Αφού η πλήρης άρνηση είναι η ουσία του θετικού, τότε η άρνηση όλων όσων δεν είναι αλήθεια οδηγεί στην αλήθεια με τις δικές της καταστάσεις συνειδητότητας και νόησης. Μέσα από τέτοιου είδους διαδικασίες μπορεί να λυθεί και το πρόβλημα της σύνθεσης φυσικού και ψυχο-νοητικού κόσμου, εσωτερικού και εξωτερικού παρατηρητή, αφού στην ενότητα, ολότητα, μονότητα και ταυτότητα ενός πανπεριεκτικού συστήματος, το υποκείμενο και το αντικείμενο, ο παρατηρητής και το παρατηρούμενο, είναι τελικά το ίδιο το ενιαίο σύστημα. Πρέπει να σημειώσουμε εδώ ότι η κίνηση ανάμεσα σε δυο μόνο πόλους, αλήθεια και ψεύδος, δεν μπορεί να αποδώσει ολόκληρο το φάσμα της πραγματικότητας. Έτσι, το πέρασμα από τη δίτιμη στην πλειότιμη σκέψη, όπου τα πάντα είναι πλέον θέμα βαθμού, καθίσταται αναγκαίο για την καλύτερη πρόσβαση στην παρατηρούμενη πραγματικότητα. Με τον τρόπο αυτό επιτυγχάνεται η διεύρυνση της συνειδητότητας, αλλά συγχρόνως ο νους αναιρεί τον προηγούμενο τρόπο σκέψης με την υπόσχεση ότι κάποτε θα αναιρέσει και αυτόν. Ίσως ισχύει πράγματι ότι κάθε σύστημα περιέχει την αυτοαναίρεσή του.
Συνέπεια των παραπάνω είναι το γεγονός ότι δεν υπάρχει μόνο μια πραγματικότητα, αλλά όλες οι πιθανές πραγματικότητες συνυπάρχουν σε ένα κοινό τόπο, από τον οποίο ‘ανθίζουν’/ αναδύονται ως ξεχωριστές, όπως τα λουλούδια από το κοινό τους υπόστρωμα τον κήπο, που δεν είναι παρά η ως-έχει πραγματικότητα. Το γεγονός όμως ότι ζούμε στις δυο πρώτες μονάχα καταστάσεις συνειδητότητας και όχι στην τρίτη και τέταρτη, μας εμποδίζει να τις δούμε και να τις αποδεχτούμε ως παράλληλους Κόσμους. Επειδή η συνειδητότητά μας περιέχει ένα δημιουργό πραγματικότητας, τελικά δημιουργεί την πραγματικότητα που αντιστοιχεί στην κατάσταση της ατομικής ή συλλογικής συνειδητότητας κάθε φορά, με αποτέλεσμα η συνειδητότητα να θέτει την πραγματικότητα που της ταιριάζει και να απορρίπτει όλες τις άλλες. Αν αναλογιστούμε ότι και αυτή ακόμα η πραγματικότητα που θέτει η συνειδητότητά μας δεν μας μεταδίδεται άμεσα αλλά ότι ανάμεσα σε μας και σε κείνη στέκουν η αναπαράσταση και η περιγραφή της, και ότι έχουμε φτάσει σε ένα σημείο που και αυτές ακόμα δεν μας μεταδίδουν πια καμιά πληροφορία, μπορούμε να καταλάβουμε πόσο μακριά είμαστε από την οποιαδήποτε αλήθεια. Δεν αναλύουμε ένα γεγονός αλλά κάποια ιδέα και επομένως τη χρήση μιας λέξης, λέει ο Wittgenstein.
Αλλά τι σημαίνει επιτέλους αυτή η ως-έχει πραγματικότητα που αντιστοιχεί στην αλήθεια και στην ανώτερη κατάσταση συνειδητότητας; Φυσικά, αφού δεν βρισκόμαστε σε αυτήν είναι δύσκολο να απαντήσουμε στο ερώτημα. «Σημαίνει να μην αντιλαμβάνεται πλέον κάποιος οτιδήποτε ως υπάρχον ή μη υπάρχον. Η ύπαρξη είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται σε αντίθεση της μη ύπαρξης, ενώ η μη ύπαρξη χρησιμοποιείται σε αντίθεση της ύπαρξης. Αν δεν αποδέχεσαι ως ισχύουσα την πρώτη έννοια, τότε η άλλη δεν μπορεί να σταθεί από μόνη της. Επίσης, χωρίς την έννοια της μη ύπαρξης πώς θα ήταν δυνατό να έχει οποιοδήποτε νόημα η ιδέα της ύπαρξης; Αυτά τα δυο οφείλουν την ύπαρξή τους στην αλληλεξάρτησή τους. Μόνο με την αποφυγή αυτής της δυαδικής αντίληψης φτάνουμε στην κατάκτηση του αληθινού», λέει ο δάσκαλος του Ζεν Χούι Χάι, δίνοντας μιαν απάντηση στο ερώτημα.
Όσο λοιπόν ως άνθρωποι και επιστήμονες δεν είμαστε σωστά τοποθετημένοι, τα αντικείμενα της αντιληπτικότητάς μας και της παρατήρησής μας, οι εικόνες και οι εντυπώσεις που αυτές δημιουργούν και τα σωρευμένα αποτελέσματα αυτών, σε άμεσο συνδυασμό με τις παλιές και έτοιμες δομές και σκέψεις, οδηγούν σε ατέλειωτες αλυσίδες δράσεων και αντιδράσεων. Η διαδικασία αποκατάστασης αυτής της λαθεμένης στάσης και θεώρησης μπορεί να ειδωθεί ως σταδιακή, με τη έννοια ότι ο άνθρωπος έχει πολλά να απορρίψει από το ψεύδος του Κόσμου και του εαυτού, σε μια πορεία όχι πια προσθετική αλλά αφαιρετική, μια via negativa, ένα διαρκές χάσιμο που δεν είναι παρά το χάσιμο του ψεύδους και συγχρόνως η αποκάλυψη της αλήθειας, στο βαθμό που το πρώτο απορρίπτεται. Όμως η αληθινή επίγνωση έρχεται ξαφνικά σαν αστραπή, είναι ένα φαινόμενο ασυνεχές, ένα ποιοτικό άλμα στο σύστημα του παρατηρητή, που τώρα πια αντιλαμβάνεται τον Κόσμο ως-έχει και κάθε επίδραση που ασκούσαν πάνω του τα φαινόμενα και οι μορφές καταλύεται διαμιάς. Παρατηρώντας τώρα τον Κόσμο με αυτή τη στάση και θεώρηση, όχι ως στοιχείο και περιεχόμενο της εγωικής συνειδητότητας αλλά ως μιας άλλης τάξης συνειδητότητα που μας περιέχει, ανακαλύπτουμε ένα Κοσμικό πανπεριεκτικό σύστημα και συνεπώς ότι τίποτα δεν υπάρχει και δεν υπήρξε ποτέ έξω από αυτό. Και παραπέρα, ότι δεν είμαστε παρά οι φορείς αυτού του συστήματος, τα συγκεκριμένα εκείνα στοιχεία του που έχουν τη δυνατότητα να πραγματώνουν την ιδιότητα του ‘παρατηρείν’ και του ‘νοείν’ που έχει το σύστημα, εκείνα τα στοιχεία που φέρνουν στο σύστημα τη συνειδητοποίηση και την πληροφορία ότι είναι μια μηχανή, με την πλατιά έννοια του όρου, μια μηχανή που κάτω από σωστές συνθήκες και με σωστό χειρισμό μπορεί να γνωρίσει ότι είναι μηχανή και, αφού το καταλάβει αυτό απόλυτα, μπορεί να βρει τον τρόπο να πάψει να είναι μηχανή. Και ακόμα, ότι το Κοσμικό αυτό σύστημα είναι ήρεμο και διαυγές, χωρίς μορφή, χωρίς αντιθέσεις, χωρίς πολλαπλότητες, χωρίς υποκείμενο, χωρίς αντικείμενο, κενό, το Είναι καθαυτό. Όμως ταυτόχρονα δεν είναι κενό γιατί είναι όλα τα φαινόμενα που αέναα συμμετέχουν στο διαρκές Γίγνεσθαι, είναι το περιέχον και το περιεχόμενο, το ένα και τα πολλά, το ούτε ένα ούτε πολλά, το σχετικό και το απόλυτο. Αυτή ακριβώς η κατάσταση μοιάζει με ξαφνικό άλμα -ένα πλατωνικό εξαίφνης-, ένα παράξενο βέβαια άλμα από το πουθενά στο πουθενά, ένα μη-άλμα, αφού άλλωστε δεν υπάρχει κανένας ως ξεχωριστή οντότητα για να κάνει αυτό το άλμα. Στην ουσία τίποτα δεν αλλάζει εκτός από την άποψη του παρατηρητή. Ό,τι μέχρι τώρα γινόταν αντιληπτό μέσα από την περιορισμένη και σχετική εγωική συνειδητότητα, τώρα πραγματώνεται σε μια ανοιχτή κατάσταση απουσίας αυτής της συνειδητότητας και παρουσίας μιας άλλης τάξης συνειδητότητας. Έτσι, αν και το περιβάλλον συνεχίζει τις διαρκείς διαδικασίες και μεταμορφώσεις του όπως ακριβώς και πριν, ο παρατηρητής μπορεί να δει αυτές τις διαδικασίες των φαινομένων ως κυματισμό στην επιφάνεια ενός σταθερού υποστρώματος, ως εκφάνσεις ενός αναλλοίωτου κοινού τόπου, μπορεί να γνωρίσει τη σταθερότητα της αλλαγής, την αναλλοίωτη του μετασχηματισμού.
Είναι φανερό ότι όσα προηγήθηκαν εξαρτώνται πλήρως από τον βαθμό διεύρυνσης της συνειδητότητας και το κοσμοείδωλο του γράφοντα. Καθένας μας καλείται να διευρύνει τη συνειδητότητά του, να αποκτήσει κοινή συνειδητότητα με την ανθρωπότητα ως σύνολο και να εκλεπτύνει το κοσμοείδωλό του, ώστε να γίνει αυτό ταιριαστό και συμβατό με το σύστημα του Κόσμου. Τότε ίσως πάρουμε τον δρόμο προς την ‘αντικειμενική’ και ‘αληθινή’ γνώση που ελευθερώνει.
Όλα αυτά δεν είναι παρά ένα παιχνίδι, το παιχνίδι της πρόκλησης του λευκού χαρτιού, της πρόκλησης για μια έκφραση -ας μην τα φυλακίζουμε στο νου μας. Είμαι βέβαιος ότι κάθε συγγραφέας προσυπογράφει τον λόγο του Σεφέρη «ακόμα και η δικιά μου εξήγηση δεν θα υποχρέωνε κανένα».