Ταξίδια καταιγιστικά μου πλέκανε τα μαύρα σου μαλλιά,
τ’ ανάλαφρό σου άρωμα με κύκλωνε
και μια υπόσχεση ο εξώστης — κείνο τ’ αγιόκλημα.
Όμως εγώ σε πορσελάνες κολυμπούσα,
σε έπιπλα, χαλιά, σερβίτσια
σαν μετακομιστής που κουβαλά, λύνει και δένει.
Και ξαφνικά μου πέρασεν απ’ το μυαλό κάτι φριχτό.
Τάχα τα χαίρονται μονάχα των σπιτιών οι νηστικές ώρες
ενώ στοιχειώνουμε στις κόγχες τους εμείς θανάτους, έρωτες,
στοιχειώνουμε των ρούχων μας τις λυρικές εκστάσεις,
τις αναθυμιάσεις των κορμιών μας,
χωρίς ποτέ να μάθουμε ποιες ηδονές ανοίγουνε
στην κάθε ανάσα της ζωής τους;
Πού με κυλούσε τ’ ανάλαφρό σου άρωμα,
τι ταξίδια ξεπέζευαν στα μαύρα σου μαλλιά!
Μια πολυθρόνα σκαλιστή μόλις μας χώριζε,
μα δεν την παραμέρισα ποτέ.
(Από ΤΑ ΗΔΥΠΑΘΗ του Γ. Κ. Κ., 1976)
Γνώρισα τον Γ.Κ.Κ. τον χειμώνα του 1969 στο καρότσι με τα βιβλία του Κώστα Νικολάκη στην Πλατεία Βικτωρίας. Ψάχναμε περίπου τα ίδια βιβλία, ανταλλάσσαμε απόψεις, γίναμε φίλοι. Μέτριο ανάστημα, αδύνατος, κοντό μαλλί χωρίστρα, μουστακάκι, κλασική εμφάνιση, κουστούμι, γραβάτα, μάλλινο πουλόβερ και όταν έκανε κρύο καμπαρτίνα. Άλλαζε τα χειμωνιάτικα με τα θερινά όταν άλλαζαν και στο στρατό τη χειμερινή με τη θερινή στολή. Μόνο τα τελευταία χρόνια, που ο ζεστός καιρός παρατείνονταν, άλλαξε λίγο τη συνήθειά του. Από τότε μέχρι την Άνοιξη του 2004 πέρασαν 35 χρόνια αδιάκοπης φιλίας, συνεχούς επαφής. Αν και ουσιαστικά διαφορετικοί τύποι, η φιλία αυτή δεν διαταράχτηκε ποτέ.
Οι βασικοί τόποι συνάντησης, εκτός από τα σπίτια μας, ήτανε το καρότσι και αργότερα το υπόγειο του Νικολάκη στην Γ΄ Σεπτεμβρίου, τα μπαρ Intime στη Φερών και Au revoir στην Πατησίων, όπου πίναμε μαζί με φίλους μερικά ποτά. Για χρόνια συναντιόμασταν καθημερινά και συζητούσαμε από ποίηση και γενικότερα λογοτεχνία και τέχνη, κοινωνικά και πολιτικά θέματα, ποδόσφαιρο και ζητήματα καθημερινότητας, μέχρι ψυχολογία, εσωτερισμό και σύγχρονη επιστήμη.
Τα πρώτα χρόνια της γνωριμίας μας συναντιόμασταν κυρίως στου Νικολάκη, όπου μαζεύονταν τότε πολλοί που ασχολιόντουσαν με γραψίματα και βιβλία, και μεταξύ ποτών, τσιγάρων, παλιών βιβλίων που ανακάλυπτε ο Νικολάκης, συζητούσαμε για διάφορα θέματα και στο τέλος καταλήγαμε να τσακωνόμαστε όλοι με όλους. Έρχονταν τότε εκεί, μεταξύ άλλων, ο Ρ. Αποστολίδης, ο Γ. Βαρβέρης, ο Π. Κοροβέσης, ο Μ. Κουμανταρέας, ο Μ. Μαρκίδης, ο Γ. Μαρκόπουλος, ο Δ. Παπαχρήστος κ.ά. [Σχετικά δες το βιβλίο Το Καρότσι, Εκάτη, Αθήνα, 1998]. Πολλά μεσημέρια, αλλά κυρίως τα βράδια, καταλήγαμε στο μπαρ της Φερών, το Intime. Εκεί υπήρχε ο Μήτσος, ένας Ηπειρώτης με μουστάκι, που έφτιαχνε μεζέδες και σερβίριζε ποτά χωρίς πολλά λόγια. Για χρόνια ήτανε το στέκι αυτής της παρέας. Αργότερα ο Μήτσος γύρισε στο χωριό του και σιγά σιγά το μπαρ αυτό αντικαταστάθηκε, ως τόπος συνάντησης, από το Au revoir της Πατησίων.
Αν δεν υπήρχε η φιλία μου με τον Γ.Κ.Κ. δεν επρόκειτο να εκδώσω αυτά που έγραφα. Κάτω όμως από τη δικιά του πίεση, τις υποδείξεις και τις προτροπές, αποφάσισα το 1973 να βγάλω την πρώτη ποιητική συλλογή. Χάρηκε περισσότερο από μένα, μου έδινε διευθύνσεις για να στείλω βιβλία και με ρωτούσε συνεχώς ποιοι απάντησαν και τι έλεγαν. Επέμενε να μην κρατάω στο συρτάρι πολύ καιρό τα κείμενά μου, αλλά να τα τυπώνω και να δέχομαι την κριτική για να βελτιωθώ. Με κατηγορούσε ότι έμενα έξω από τη δημοσιότητα κλεισμένος σπίτι μου. Αργότερα, δημόσια και ιδιωτικά, έλεγε ότι ήμουνα πολύ καλός, αλλά το λάθος μου ήτανε η απομόνωσή μου, και αστειευόμασταν λέγοντάς του ότι «Φροντίζω να μη μαθευτεί». Εκτός από αυτό τον τομέα, με βοήθησε και σε διάφορα προβλήματα, που είχα κατά καιρούς με τη δουλειά μου, πηγαίνοντας να δει ανθρώπους της πολιτικής τους οποίους έτυχε να γνωρίζει. Μέχρι το Φθινόπωρο του 2003, λίγο πριν από την αρρώστια, προσπαθούσε να λύσει ένα τέτοιο πρόβλημα ξοδεύοντας ώρες και μου έλεγε «Αυτό δεν θα το έκανα ούτε για τα παιδιά μου, να στηθώ τόσες ώρες για να δω τον Τ.».
Το 1975 τον έφερα σε επαφή με την Σοφία Άντζακα, που την εποχή εκείνη είχε μια ομάδα εργασίας σε θέματα αυτό-βελτίωσης, ψυχολογίας κτλ., στην οποία συμμετείχα μαζί με φίλους. Η Άντζακα ήθελε να τον πάρει στην ομάδα, αλλά του έθεσε μερικούς όρους που ο Γ.Κ.Κ. ήτανε δύσκολο να αποδεχτεί, όπως να κόψει το ποτό και το τσιγάρο και τα παρόμοια. Έτσι η απόπειρα απέτυχε, αλλά ο Γ.Κ.Κ. έδειξε ενδιαφέρον για όσα γίνονταν στην ομάδα αυτή και η συζήτηση μεταξύ μας για τέτοια θέματα κράτησε χρόνια. Παράλληλα διάβαζε τα βιβλία που έβγαζε η Άντζακα –Γιούνγκ, Γκουρτζίεφ κτλ.- συζητάγαμε τα όνειρά του και διάφορες εμπειρίες του και πολύ συχνά ερχότανε σπίτι μου για του ρίξω το Ι Τσίνγκ. Όλη αυτή η διαδικασία επηρέασε λίγο τη ζωή του, αλλά πολύ την ποίησή του και έτσι το 1978 παρουσίασε τη συλλογή Τα Μυστικά Δωμάτια του Πύργου, με θέματα σχετικά με όσα συζητούσαμε και διάβαζε τότε.
Όταν υπηρετούσε τη στρατιωτική του θητεία στο Ναύπλιο το 1973 πήγαινα καμιά φορά και τον έβλεπα, καταλήγαμε σε κάποιο ουζερί ή μπαρ όπου συζητούσαμε. Επειδή ήτανε ταχυδρόμος, έκανε αρκετά συχνά το δρομολόγιο Ναύπλιο – Κόρινθο μετ’ επιστροφής με το τρένο. Όταν βρισκόμουνα στην Κόρινθο συναντιόμασταν στο σταθμό του τρένου και τα λέγαμε. Μια μέρα καθότανε μαζί μας ένας άλλος στρατιώτης, ο οποίος είχε βγάλει το όπλο του και το σκάλιζε. Ο Γ.Κ.Κ. του είπε να το στρέψει αλλού γιατί φοβότανε μην συμβεί κάτι. Ο στρατιώτης τον καθησύχασε λέγοντας πως το όπλο είναι άδειο. Μετά από λίγο εκπυρσοκρότησε και η σφαίρα καρφώθηκε στο ξύλο της καρέκλας που καθότανε ο Γ.Κ.Κ., ελάχιστα εκατοστά από το συκώτι του. Το σημάδι από τη σφαίρα υπήρχε μέχρι πρόσφατα στο σταθμό της Κορίνθου και όταν ο Γ.Κ.Κ. ερχότανε στην Κόρινθο πάντα πηγαίναμε και το βλέπαμε και θυμόμασταν το περιστατικό.
Πολλές φορές βλέπαμε μαζί ποδοσφαιρικούς αγώνες στην τηλεόραση. Εκείνος Ολυμπιακός, αλλά κυρίως Απόλλων, εγώ Παναθηναϊκός, παρακολουθούσαμε τα ντέρμπυ χωρίς φανατισμούς, αλλά με πάθος. Κάποτε πηγαίναμε και στο γήπεδο, στη Ριζούπολη, να δούμε τον Απόλλωνα και ο Γ.Κ.Κ. τρίβοντας τα χέρια του, πράγμα που το συνήθιζε, έλεγε το γνωστό «και με χιόνια και με κρύα ελαφρά ταξιαρχία» και γελούσε. Είχαμε παρακολουθήσει μαζί ολόκληρα παγκόσμια κύπελλα, όπως το καλοκαίρι του ’74. Βγάζαμε την τηλεόραση στη βεράντα του σπιτιού του, στον 6ο όροφο της Μοσχονησίων 27, και μαζί με φίλους πίναμε κάποια ποτά, σχολιάζαμε κτλ. Στο τέλος το ρίχναμε στην πλάκα με ένα τηλεσκόπιο, που κάποιος φίλος του το είχε φέρει από το εξωτερικό, ψάχνοντας για ενδιαφέροντα θεάματα στις γύρω πολυκατοικίες.
Ο Γ.Κ.Κ. είχε, από ένα σημείο και πέρα, αρχίσει να πίνει περισσότερο από το μέτρο που όλοι πίναμε. Ακολουθούσε μάλιστα και μια ιεροτελεστία με την οποία γελούσαμε: Αφού έπινε μερικά ποτά έλεγε στο Θόδωρο ή τον Λύσανδρο του Au revoir «φέρε μου το κατά παράβαση», «φέρε μου το έσχατο», «φέρε μου το έσχατο των εσχάτων», «φέρε μου και το ‘ένα για το δρόμο’», «φέρε μου και το ‘αν εγώ γίνω άνθρωπος να με χέσετε’», «φέρε μου και το ήμισυ», «φέρε μου και το ήμισυ του ημίσεως». Κάπως έτσι τέλειωνε τις περισσότερες φορές η βραδιά και τον συνόδευα μέχρι το σπίτι ή μέχρι την πλατεία Αμερικής για να περάσει απέναντι και να πάρει ασφαλώς το δρόμο για το σπίτι του.
Εκτός από το Au revoir ο Γ.Κ.Κ. σύχναζε και σε πολλά άλλα μπαρ της περιοχής, αλλά και σε κάποια κεντρικά. Τελευταία έκανε γενναία προσπάθεια να μειώσει και να σταματήσει το ποτό. Στη φάση αυτή σύχναζε στο καφενείο ‘Η Μάνη’ στην οδό Σποράδων λίγα μέτρα από τη Φωκίωνος Νέγρη. Είναι παλιό καφενείο που το έχει ένας γραφικός τύπος, ο Σωτήρης, και μαζεύει λίγους θαμώνες μεγάλης ηλικίας και από αυτούς που λέμε παρακμιακούς. Κατά καιρούς κάναμε με τη γυναίκα μου μια βόλτα από κει και τον βλέπαμε να κάθεται μόνος του σε ένα τσίγκινο τραπεζάκι με χαρτί και στυλό πίνοντας μόνο μπύρα. Καθόμασταν μαζί του, κέρναγε καμιά μπύρα και τα λέγαμε. Τον απασχολούσε, πέρα από τα άλλα, να μαζέψει τα απαραίτητα δικαιολογητικά για τη σύνταξή του. Ήθελε να φύγει από τη δουλειά όσο πιο σύντομα μπορούσε και να μετακομίσει κάπου κοντά στη θάλασσα
Τα τελευταία χρόνια, με την ευκαιρία ενός τριήμερου για τον κινηματογράφο, είχε καθιερώσει στο τέλος Ιουλίου να έρχεται στην Κόρινθο. Ερχότανε και παλιότερα σε άτακτα χρονικά διαστήματα. Πηγαίναμε βόλτες στην Αρχαία Κόρινθο, μιλούσε με ανθρώπους σχετικά με ζητήματα τέχνης, ξενυχτάγαμε με παρέες, βλέπαμε φιλμ, αλλά αυτό που του άρεσε περισσότερο ήτανε ένα ταβερνάκι πάνω στη θάλασσα, τα 5Φ. Καθόμασταν εκεί και, αφού κάναμε πρώτα μπάνιο, τρώγαμε και πίναμε συζητώντας όλο το μεσημέρι. Το απόγευμα καθότανε σε ένα άλλο μαγαζί, το Magali, που το είχε ένας παλιός πρωταθλητής του μπιλιάρδου και εκτός από τα άλλα είχε μέσα και μπιλιάρδα. Το μαγαζί αυτό βρισκότανε πάνω στη θάλασσα και είχε θέα απέναντι στο Λουτράκι, κάτι που άρεσε ιδιαίτερα στον Γ.Κ.Κ. Έπιασε γνωριμία με τον ιδιοκτήτη και συζήταγε μαζί του για τα προβλήματα που είχε αυτός. Μετά, στην Αθήνα, πάντα με ρωτούσε γι’ αυτόν και το μαγαζί του.
Είχε ενδιαφέρον για κάποιες ομάδες ανθρώπων, αυτόν τον γνωστό ‘πόνο για τον κόσμο’, που κρύβει μια καταθλιπτική αυτοκαταστροφή και πολλές φορές καταλήγει σε κάποια μορφή αυτοκτονίας. Κάποτε ανησυχούσε για τις κοπέλες των μπαρ και αναρωτιότανε «Τι θα γίνουν αυτές οι γυναίκες, πουτάνες θα γίνουν; Αλλά ούτε πουτάνες δεν μπορούν πια να γίνουν με τις τόσες αλλοδαπές που έχουν έρθει και τους κλέβουν τη δουλειά». Το ενδιαφέρον του ήτανε γνήσιο και παθιαζότανε τόσο που, όταν κάποια από την παρέα γέλασε με το θέμα αυτό, ξαφνιάστηκε και φώναζε «Γιατί γελάει αυτή;», τόσο αυτονόητο του ήτανε πως όλοι έπρεπε να ενδιαφέρονται όπως και αυτός για τέτοια θέματα. Κάποια άλλη φορά ενδιαφερότανε για τους εμπόρους που πουλάνε χειμωνιάτικα ρούχα, παλτά, γούνες και έλεγε -ήτανε προχωρημένο φθινόπωρο και έκανε ζέστη- «Τι θα γίνουν αυτοί οι άνθρωποι, πώς θα ζήσουν, δεν κάνει πια καθόλου χειμώνα». Γενικά του άρεσαν λαϊκοί άνθρωποι με τους οποίους έπιανε αμέσως φιλίες, τους ρωτούσε για τα προβλήματά τους και ήτανε αγαπητός σε αυτούς. Κάποτε είχε γνωρίσει ένα τύπο που μπαινόβγαινε στις φυλακές και τον λέγανε ‘Πρίγκιπα του Υπόκοσμου’. Συμπαθούσε ιδιαίτερα τον Κούλη Αποστολίδη, ενώ είχε οργανώσει και βραδιά Μουφλουζέλη στο σπίτι του. Ενδιαφερότανε για αγνοημένους ποιητές ή παραγνωρισμένους λογοτέχνες. Είχε άγχος για την κοινωνία, ήθελε να είναι καλύτερη, ενδιαφερότανε να μάθει για την παγκοσμιοποίηση, την οποία αντιπαθούσε και θεωρούσε υπεύθυνη για την έκπτωση της εποχής μας, ήθελε να κάνει ποιοτικά πράγματα στην ΕΡΤ, αλλά ήτανε πάντα παραγκωνισμένος. Νοιαζότανε επίσης για τη γλώσσα και το μέλλον της ποίησης. Επίσης ‘την έβρισκε’, κατά το κοινώς λεγόμενο, με τους θεωρούμενους καταραμένους ποιητές. Διακατέχονταν από αίσθηση απελπισίας πολλές φορές.
Έψαχνε για παλιά βιβλία και γκραβούρες. Πάνω από το διαμέρισμά του υπάρχει ένα δώμα, το οποίο είχε γεμίσει βιβλιοθήκες με σπάνια βιβλία. Αλλά και όλο το σπίτι του ήτανε παντού γεμάτο βιβλία. Οι τοίχοι επίσης καλύπτονταν με γκραβούρες, ζωγραφικές, σχέδια κτλ. Κάποτε είχε βρει μια σπάνια και ακριβή έκδοση, τα Ονειροκριτικά του Αρτεμίδωρου. Την εποχή εκείνη ενδιαφερόμουνα πάρα πολύ για τα όνειρα, του ζήτησα λοιπόν να μου δανείσει το βιβλίο για να το φωτοτυπήσω. Κάποιοι τον συμβούλεψαν να μην το κάνει, για διάφορους λόγους. Αυτός όμως μου το εμπιστεύτηκε και σήμερα έχω ακόμα αυτή την έκδοση φωτοτυπημένη. Όταν έβγαινε δικό του βιβλίο άπλωνε παντού αντίτυπα, κάλυπτε το πάτωμα, τα έπιπλα και τα άφηνε εκεί μερικές μέρες, χαιρότανε σαν παιδί.
Μια φορά στη γιορτή του υπήρχε πολύς κόσμος και το τραπέζι του σαλονιού που καθόμασταν ήτανε γεμάτο ποτήρια, μπουκάλια, κτλ. Το τραπέζι αυτό είχε ως επιφάνεια ένα αρκετά χοντρό κρύσταλλο. Κάποια στιγμή, δεν θυμάμαι τι ακριβώς συνέβη, εκνευρίστηκε και έδωσε μια κλωτσιά στο τραπέζι. Φυσικά διαλύθηκαν τα πάντα, αλλά το κρύσταλλο του έκοψε το πόδι. Τον πήγαμε σε κάποιο νοσοκομείο μες στα αίματα για να του ράψουνε την πληγή. Αφού τέλειωσε αυτό, πήγαμε σε κάποιο μπαρ και συνεχίσαμε τη γιορτή.
Κάποτε ερχότανε τις νύχτες αργά και μου χτυπούσε φέρνοντας μαζί του κάποιο κοινό φίλο ή μπουκάλι ποτό, συνήθως ουίσκι. Του έλεγα πως το πρωί έχω μάθημα και θέλω να κοιμηθώ, αλλά τελικά καθόμασταν μέχρι να ξημερώσει συζητώντας. Τότε αυτός πήγαινε για ύπνο κι εγώ για μάθημα στο σχολείο. Οι συνήθεις συζητήσεις τέτοιες ώρες περιστρέφονταν γύρω από όνειρα και εφιάλτες –αυτός ήτανε και ένας από τους λόγους που δεν πήγαινε να κοιμηθεί.
Λίγο πριν από το καλοκαίρι του 2003 άρχισε να έχει προβλήματα υγείας. Φοβότανε επιπτώσεις από το ποτό στο συκώτι ή στον εγκέφαλο και ξεκίνησε εξετάσεις, ενώ παράλληλα σταμάτησε να πίνει. Έλεγε συνήθως «Ο γιατρός μου λέει ότι είμαι στο παρά πέντε, αλλά οι γιατροί υπερβάλλουνε, είμαι στο παρά είκοσι, έχω ακόμα καιρό». Σε πρώτη φάση δεν φάνηκε να υπάρχει κάτι ανησυχητικό. Στο τέλος Ιουλίου ήρθε στην Κόρινθο για το τριήμερο του κινηματογράφου. Πριν φύγει πήγαμε με παρέα να φάμε σε ένα ταβερνάκι πάνω στη διώρυγα. Ενθουσιάστηκε από την εικόνα των νερών και των πλοίων που περνούσαν ακριβώς δίπλα μας. Μετά ήπιαμε καφέ στο Λουτράκι και τέλος πήγαμε στα λεωφορεία για να επιστρέψει στην Αθήνα και στη συνέχεια να φύγει για Νάξο. Επειδή είχε αρκετά πράγματα, άφησε κάποια σε μένα να του τα επιστρέψω το Σεπτέμβρη που θα ξαναβλεπόμασταν. Σε τέτοιες ευκαιρίες έλεγε «Η μάνα μου λέει να μην εξαρτάσαι από κανένα». Πολλές φορές ανέφερε τέτοιες απόψεις της μητέρας του, όπως «Μη λυπάσαι τους Έλληνες, πάντα έχουνε άδηλους πόρους».
Αρχές Δεκέμβρη εμφανίστηκε βραχνάδα στη φωνή και λίγες μέρες μετά ήρθε η διάγνωση: καρκίνος στον οισοφάγο. Όταν ήτανε στο νοσοκομείο μια-δυο φορές μου είπε «Οι γιατροί μου λένε πως αυτό που έχω είναι άσχετο με το ποτό. Δεν το πιστεύω, μου το λένε για να μην έχω τύψεις». Του είπα «Δεν παθαίνεις τίποτα, έχεις ένα μουσείο με mandalas πίσω σου», αναφερόμενος σε ένα παλιό όνειρο που είχα δει για αυτόν, ότι πίσω από το διαμέρισμά του υπήρχε ένα μυστικό μουσείο με mandalas. Γέλασε, έτριψε τα χέρια του και μου είπε «Το καλοκαίρι στην Κόρινθο θα παίζω εγώ ρακέτες και συ θα κοιτάς». Πέρασε ένα πεντάμηνο με καθημερινή σχεδόν επικοινωνία. Μιλήσαμε για τελευταία φορά στο τηλέφωνο την Τετάρτη 21 Απριλίου, ήτανε στο σπίτι και έβλεπε κάποιον ποδοσφαιρικό αγώνα στην τηλεόραση. Του είπα πως θέλω να τον δω, μου είπε «Πάρε αύριο και αν νιώθω καλά έλα να τα πούμε». Την άλλη μέρα Πέμπτη 22 πήρα δυο φορές, αλλά η γυναίκα του μου είπε πως είναι στο κρεβάτι και δεν έχει διάθεση. Την Παρασκευή 23 τηλεφώνησα για τη γιορτή του, μίλησα ξανά στη γυναίκα του και τη μητέρα του. Το σαββατοκύριακο έλειψα εκτός Αθηνών και τη Δευτέρα 26 μπήκε στην κλινική για μια επέμβαση. Το βράδυ η γυναίκα του μου είπε πως πήγε καλά. Ξημερώνοντας η Τρίτη 27 Απριλίου 2004 πέθανε. Σε όλη τη διάρκεια της αρρώστιας στάθηκε με γενναιότητα και αξιοπρέπεια, αλλά κλεισμένος στον εαυτό του.
Εργοβιογραφικά στοιχεία:
Ο Γ.Κ.Κ. γεννήθηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 1949. Υπήρξε το μοναδικό παιδί των Κωνσταντίνου Καραβασίλη από την Τρίπολη και Αγγελικής Γλυνού από τη Σύρο, υπαλλήλων της Εθνικής Τράπεζας. Έμενε στην ευρύτερη περιοχή της Πλατείας Αμερικής. Φοίτησε στη Βαρβάκειο Σχολή, κλασική κατεύθυνση, και στη συνέχεια εισήλθε στο πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Τμήμα Πολιτικών Οικονομικών Επιστημών, το 1967, το οποίο εγκατέλειψε αργότερα. Σπούδασε θέατρο στη σχολή Ροντήρη – Βαφιά κατά τα έτη 1970-1973. Γνώρισε τη σύζυγό του Μαρία Μαμουζέλου, φιλόλογο και υπάλληλο του Υπουργείου Πολιτισμού, το 1969 και παντρεύτηκαν το 1974. Απέκτησαν δυο παιδιά, τον Κώστα το 1975 και τον Άγγελο το 1979. Εργάστηκε στο Υπουργείο Τύπου, την ΕΡΤ και αθηναϊκές εφημερίδες. Υπήρξε μέλος της Ε.Σ.Η.Ε.Α. Απεβίωσε τα ξημερώματα της 27ης Απριλίου 2004 στην κλινική Μετροπόλιταν στο Φάληρο, 5 μήνες αφότου διαγνώστηκε καρκίνος στον οισοφάγο.
Στη λογοτεχνία εμφανίζεται το 1970 με την ποιητική συλλογή Η Γραφή και το Μαχαίρι. Ακολουθούν:
Ποίηση:
Καλλιέργεια του Αίματος (1973), Τα Ηδυπαθή (1976), Τα Μυστικά Δωμάτια του Πύργου (1978), Ποιήματα ’70-’80 (1980), Καλλιέργεια του Αίματος –επιλογική έκδοση των προηγούμενων συλλογών και δυο ανέκδοτων Τα Φιλέρημα και Φαγιάντσες (1984)-, Υπέρ των Μουσών (1990), Το Αιμομιχτικό Λεμόνι, Ορυκτά, Ποιήσεις (1996), Το Μάτι του Τοπίου (2001), Ποιήσεις 1963-2003 (2004).
Δοκίμια:
Ο Κανόνας του Παιχνιδιού του Ζαν Ρενουάρ (1977), Η Γυναίκα των Νερών στη Λυρική Ποίηση (1997), Επί Τάπητος (1999).
Στο έργο του περιλαμβάνονται επίσης Μεταφράσεις: Στρίντμπεργκ, Ελυάρ, Κορμπιέρ, Καιρόλ, Λουί, Κρο, Τουργκένιεφ, Γκωτιέ, Χάλτερ, ντε λ’ ιλ Αντάμ, Αντρέγιεφ, Σαμφόρ, Καζότ, ντε Σαντ, Μπρετόν, ντε Γκουρμόν –για την οποία πήρε τον έπαινο της Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας 1993- και Ανθολογίες.
Για το έργο του έγραψαν, μεταξύ άλλων, οι Β. Κάσσος, Δ. Γιακουμάκης, Γ. Βαρβέρης, Γ. Κότσιρας, Α. Ζήρας, Κ. Παπαγεωργίου, Η. Κεφάλας, Β. Χατζηβασιλείου, Τ. Μενδράκος, Θ. Βενέτης, Κ. Βούλγαρης.
Υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων.