Στα είκοσι τελευταία χρόνια της ζωής του, από το 1984 έως το 2004 που απεβίωσε, ο Γ.Κ.Κ. εξέδωσε τρεις ποιητικές συλλογές: Υπέρ των Μουσών (1990), Το Αιμομιχτικό Λεμόνι, Ορυκτά, Ποιήσεις (1996) και Το Μάτι του Τοπίου (2001). Το 2004 κυκλοφόρησε τη συγκεντρωτική έκδοση Ποιήσεις 1963-2003, στην οποία περιλαμβάνεται, εκτός των άλλων, και το Εγκώμιο για τον Ιππότη των Εγκαρών που αποτελείται από οχτώ ποιήματα.
*
* *
Για περισσότερα από τριάντα χρόνια ο Γ.Κ.Κ. περνούσε το μεγαλύτερο μέρος του καλοκαιριού στη Νάξο, τόπο καταγωγής της συζύγου του. Πάντα του άρεσε η θάλασσα, αλλά και η ενετική ατμόσφαιρα σε κάποιες περιοχές του νησιού, όπως στο χωριό Εγκαρές, όπου υπάρχει και πύργος. Ενδιαφερότανε επίσης για τα οικόσημα και ασχολούταν με το ζήτημα όταν βρισκότανε στη Νάξο. Τη συλλογή εγκωμιο για τον ιπποτη των εγκαρων, αφού τη δημοσίευσε σε πρώτη γραφή το 2001 σε περιοδικό, στη συνέχεια την επεξεργάστηκε και την ολοκλήρωσε στο νοσοκομείο Dynan παραμονές πρωτοχρονιάς 2004.
Ο ιππότης των Εγκαρών αποτελεί εν προκειμένω αντικείμενο ταύτισης και γι’ αυτό ποιητική persona για τον Γ.Κ.Κ. Δεν υπάρχει βέβαια κάποιος γνωστός ή άγνωστος ιππότης στον οποίο να αναφέρεται το ποίημα, είναι πλάσμα της δημιουργικής φαντασίας του ποιητή, που ταιριάζει στο πλαίσιο, δηλαδή στην ενετική ατμόσφαιρα των Εγκαρών. Αλλά γιατί ο ιππότης; Το άλογο είναι σύμβολο του σώματος και ο καβαλάρης τού πνεύματος, έτσι ο ιππότης, ως καβαλάρης, είναι ο κυρίαρχος, το πνεύμα που κυριαρχεί στο υποζύγιο/ ύλη, που κατευθύνει το σώμα, πράγμα που επιτυγχάνεται μόνο ύστερα από μακρά προπαίδευση, η οποία βοηθάει στη μεταμόρφωση του φυσικού ανθρώπου σε πνευματικό. Όταν αυτός φτάσει στο τέλος της εξέλιξής του, η σέλα μένει κενή και ο αναβάτης πεθαίνει. Η αναζήτησή του αντιπροσωπεύει το ταξίδι της ψυχής μέσω του κόσμου με τους πειρασμούς, τα εμπόδια, τις δοκιμασίες, αλλά και την επικύρωση του χαρακτήρα και της ανάπτυξής του προς την ολοκλήρωση. Συμβολίζει επίσης τον μυημένο. Ο ιππότης είναι ακόμα ο ‘φύλακας του θησαυρού’ αντικαθιστώντας το τέρας, δράκοντα ή φίδι, που σκότωσε. Στο κέντρο του ιπποτισμού βρίσκονται, εκτός από την πνευματική άσκηση, η ασκητική άρνηση της σωματικής ηδονής και η σχεδόν μυστικιστική λατρεία της γυναίκας.
Μας λέει ο Γ.Κ.Κ.:
Δεν πέθανα λοιπόν. Τα πάθη μεριμνούν
Επίμονα για μένα.
[i]
και παρακάτω:
Κι απ’ όνειρο σε όνειρο κερδίσαμε τον Ύπνο;
Από σώμα σε σώμα επιστρέψαμε στη Γη;
Κάναμε πρόβες θανάτου
Προσχεδιάζοντας την προσωπογραφία;
[v],
Μα πες μου ποιες σπείρες
Ποιες φυλές Θεών
Όποιος Θεός και συ συνωμοτήσατε
Για να σφετεριστείς τη μοίρα μου;
Ποιος δαίμονας με φίλησε στη γλώσσα;
[vi],
για να ολοκληρώσει τη συλλογή με το ποίημα:
Έρρωσο Δόγη!
Αγέρωχε, δεσποτικέ, ανάλγητε.
Και συ μελλοθάνατε.
Θα σε γνωρίσω σ’ άλλ’ αλώνια
Εκεί που κι όποιος θέλει να κριθεί τα λόγια του θα χάσει
Εσύ που ρούφηξες γλυκά γλυκά το αίμα μου σαν τη σαγκρία
Με την ευγένεια που αποπνέουν τα οστά σου
Το ξέρω θα ’ρθεις να με βρεις.
Για να με υποκριθείς
Εξόριστος και συ
Στο οστεοφυλάκιο της μάνας Γης
Παντοτινής πατρίδας
Όταν κι οι δυο θα επιστρέψουμε στο πουθενά.
[viii].
Ο Γ.Κ.Κ. έχει και στο παρελθόν ασχοληθεί με το θέμα του θανάτου. Εδώ, κάτω από την πίεση των προσωπικών συνθηκών, αναγκάζεται να στραφεί προς τα μέσα, γίνεται υποχρεωτικά εσωστρεφής. Ο ιππότης και ο θάνατος παίζουν μια παρτίδα σκάκι μέσα μας; Ο θάνατος του ιππότη/ για μια στιγμή, ξυπνά εντός μας/ Τον ίδιο τον δικό μας θάνατο; -για να παραλλάξω λίγο τους στίχους του Γ.Κ.Κ. Αλλά σε αυτό το πλαίσιο, ο θάνατος της γήινης ζωής είναι η αόρατη όψη της και προηγείται της πνευματικής αναγέννησης. Είναι επίσης αλλαγή από ένα τρόπο ύπαρξης σε άλλο, η επανένωση του σώματος με τη γη και της ψυχής με το πνεύμα, καθώς και το τέλος μιας περιόδου, ιδιαίτερα όταν εμφανίζεται ως ενσυνείδητη ή ασυνείδητη επιθυμία αυτοκαταστροφής, με ανυπόφορη ένταση. Ο θάνατος συμβολίζεται συνήθως ως σκελετός με δρέπανο, αλλά και σαν όμορφο κορίτσι μερικές φορές, και ως χορευτής, γι’ αυτό ο Σίβα είναι θεός του χορού και του θανάτου. Σύμβολά του το δρεπάνι, το ξίφος, η κλεψύδρα, το πέπλο, το φίδι, το λιοντάρι, ο σκορπιός, οι στάχτες κ.ά. Στη μύηση ο υποψήφιος δοκιμάζει το σκοτάδι του θανάτου πριν από τη γέννηση του νέου ανθρώπου και την ολοκλήρωση. Ο νεκρός είναι παντεπόπτης και γι’ αυτό παντογνώστης.
Έχουμε εδώ, λίγο καιρό πριν, την προεικόνιση του θανάτου; Δεν αποκλείεται. Άλλωστε ο Γ.Κ.Κ. χρόνια ζει με αυτή την ιδέα, ακόμα και στο νοσοκομείο δηλώνει «Δεν μπορώ να ζω σε αυτή την κατάσταση, αν συνεχιστεί έτσι θα δώσω μια από εδώ πάνω να τελειώνει». Δεν χρειάστηκε. Ξημερώματα 27ης Απριλίου 2004 μια «αιματηρή εισρόφηση λόγω καρκίνου οισοφάγου» επέφερε το βιολογικό τέλος ανοίγοντας τον δρόμο της επιστροφής Στο οστεοφυλάκιο της μάνας Γης/ Παντοτινής πατρίδας, αλλά ταυτόχρονα στο πουθενά, στην ου-τοπία, σύμφωνα με τους τελευταίους στίχους του τελευταίου ποιήματος της τελευταίας συλλογής, που γράφτηκαν τέσσερις μήνες πριν.
*
* *
Είσοδος σε αυτό τον Κόσμο είναι η γέννησή μας, έξοδος ο θάνατος και το ανάμεσό τους η διαδικασία της ζωής, μια φωτεινή παρένθεση, αλλά και απρόβλεπτο χαοτικό φαινόμενο. Όταν γνώρισα τον Γ.Κ.Κ., 55 χρόνια πριν, δεν μπορούσα να προβλέψω το τέλος, ούτε τη διαδρομή που ακολούθησε –αυτά άρχισαν να διακρίνονται τα τελευταία χρόνια. Δεν ξέρω, αν ζούσε 20 ακόμα χρόνια, ποια θα ήτανε η εξέλιξή του. Όσο περισσότερο πλησιάζεις μια ζωντανή οντότητα τόσο περισσότερο φαίνεται να απομακρύνεται σε ένα άπειρο, σχεδόν, βάθος που τελικά δεν μπορείς να φτάσεις. Η προηγούμενη παρουσίαση του ποιητικού -και όχι μόνο- προσώπου του, λίγα τελικά φωτίζει από τον άνθρωπο Γ.Κ.Κ. Είκοσι χρόνια πριν ήμασταν και οι δυο περισσότερο βέβαιοι ότι τον «είχα πιάσει», όπως έλεγε. Σήμερα είμαι βέβαιος ότι όλα αυτά δεν είναι παρά μια μονάχα όψη του κρυστάλλου, που συνεχώς μας δείχνει άλλη και άλλη. Οι εισερχόμενες προς το πρόσωπο παρατηρήσεις, άμεσες και έμμεσες, το διαμορφώνουν και το κάνουν αντιληπτό σύμφωνα με τον παρατηρητή, οι εξερχόμενες δείχνουν τις ιδιότητές του. Ίσως κάπου εκεί χάνεται η ουσία της λεγόμενης πραγματικότητας. Προσπάθησα, σύμφωνα με ένα θεωρητικό πλαίσιο, να παρουσιάσω, και πιθανόν ερμηνεύσω, κάποια στοιχεία αυτού του προσώπου. Ένα άλλο πλαίσιο μπορεί να έδινε κάποια άλλα στοιχεία. Και τα πρώτα και τα δεύτερα απλώς αποτελούν προσεγγίσεις σε κάτι που από τη φύση του «κρύπτεσθαι φιλεί»: την ανθρώπινη και ιδιαίτερα την ποιητική υπόσταση. Τελικά, όλα αυτά ίσως και να μην έχουν νόημα για τους άλλους. Για μένα όμως το νόημα ήταν ότι δεν ήθελα να αφήσω μόνο τον Γ.Κ.Κ. ούτε όταν ζούσε ούτε και μετά και το ίδιο έκαναν, και ελπίζω ότι θα κάνουν στο μέλλον, όχι μόνο οι δικοί του άνθρωποι αλλά και όσοι τον γνώρισαν και τον αγάπησαν, γιατί ο Γ.Κ.Κ. ήτανε συνήθως στην κατάσταση της παιδικότητας, η οποία καταργεί τη δύναμη που εμποδίζει την ενότητα και επικοινωνία με τους άλλους.