Κόκκινο κόκκινο απαλό
κόκκινο σαν τα χείλη Σου.
Πιο κάτω μαύρο μαύρο φωτεινό
μαύρο σαν τα μαλλιά Σου.
Ύστερα η θάλασσα
κρατάει κάτι από το λίκνισμά Σου.
Ηλιοβασίλεμα στους Ωρεούς
ξεκινώ με καράβια και άνεμο
για το κηπάκι της μνήμης
τ’ αγριολίβαδα της αγάπης.
Ψαράδες ματίζουνε σχισμένα δίκτυα
στην τελευταία αίθουσα της άνοιξης
εγώ πιασμένος ακόμα στο ανάβλεμμά Σου.
Εδώ σε αυτή την άκρη πάλι
με δάκρυ κορομηλιάς κολλάω
τη ραγισμένη πορφυρή καρδιά μου
όπως σε χρόνια παιδικά
πορφυρή σαν ήλιος αυστηρός
παρακολουθεί αιώνιο σμίξιμο
της γερανιάς και του γαλάζιου.
Εδώ σε αυτή την άκρη πάλι
μετά ένα χειμώνα λύπης
ο έρωτας πεθαίνει
φλογισμένος κύκλος
βυθίζεται αργά στα νερά
αφήνοντας ύστατη αναλαμπή.
Ήσυχος αυτός
που δίχως μνήμη
σβήνει την προσωπική του ιστορία
ξεχνώντας τον εαυτό του
μαθαίνει τη ζωή
κάθε πρωί από την αρχή.
Μ’ έκανες να θυμάμαι
πώς γυμνώνεται μια καμπύλη γυναικεία
αργά αργά από κάτω προς τα πάνω
και η εναντιοδρομία αρχίζει
πώς με φωνές μεγάλες και χειρονομίες
οι άνθρωποι των πορθμείων μας καθοδηγούν
και το ταξίδι αρχίζει.
Τρυφερά και γενναία
οι φλέβες μου γίνονται φλόγες όλες οι φλόγες φλέβες μου
και μανικά διχοτομώ το υγροπύρινο κορμί Σου.
Μ’ έκανες να θυμάμαι
αστέρι μου λευκό και γαλανό
σαν εκκλησιά της Σίφνου
πως μπορούσες να είσαι η Παναγιά η Γερανιοφόρος
να περπατάς στον κήπο με τα κρίνα
και δώρο το ασημένιο ρόδο
πως μονάχη διάλεξες Ουράνια
γυμνή στους δρόμους να προβαίνεις
να Σε θαυμάζουν τα παιδιά
και να μοχθούν για Σένα.
Ηλιοβασίλεμα στους Ωρεούς
και στους αιώνες μέσα
εγώ ο ανύπαρχτος
ένα όνομα του Κόσμου
λύνω την ωραία ζώνη της ψυχής Σου
βιώνω τον ερωτικό μου θάνατο και πάντα ανασταίνομαι.