Οφείλουμε πάντα να εξετάζουμε το θέμα της έμπνευσης: αληθής ή ψευδής, δημιουργία ή κατασκευή για διάφορους λόγους. Τούτα τα λίγα λόγια είναι αποτέλεσμα της πλημμυρίδας ‘έμπνευσης’ που κινδυνεύουμε να μας πνίξει τελευταία. Όποιος θεωρεί ότι η έμπνευση είναι στη συνείδηση και τη βούλησή του δεν έχει παρά να πάρει χαρτί και μολύβι και να γράψει θεληματικά το αριστούργημα των αιώνων –αλλά δεν μπορεί, πρέπει να του έρθει.
Η έμπνευση έρχεται όποτε θέλει αυτή και όχι εμείς. Εμείς είμαστε απλά φερέφωνα μιας φωνής έξω από μας. Είμαστε το όργανο, που με αυτό παίζεται από τον μουσικό η μελωδία. Αλλά, όπως όταν ένα όργανο του λείπει κάποια χορδή ή είναι ξεκούρδιστο καταστρέφει και την ωραιότερη μελωδία, έτσι και εμείς με την ατέλειά μας καταστρέφουμε και την καλύτερη έμπνευση. Ας θυμηθούμε τον Pound, (Canto XIII): Και είπε ο Κουγκ «άμα δεν έχεις χαρακτήρα/ δεν μπορείς να παίξεις τούτο το όργανο/ μήτε τη μουσική που συντροφεύει τις ωδές». Δυστυχώς δεν έχουμε χαρακτήρα, μα ούτε και καλό όργανο, παρά μονάχα persona και ένα όργανο ξεχαρβαλωμένο: «είμαστε κάτι ξεχαρβαλωμένες κιθάρες» (Καρυωτάκης). Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, είναι απλά και μόνο φορέας του δημιουργικού, που ζει και αναπτύσσεται μέσα του, χωρίς ο ίδιος, στην κατάσταση που βρίσκεται, να μπορεί να επέμβει. Τα πάντα τού συμβαίνουν, αυτός δεν κάνει τίποτα. Βέβαια, έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτι, αλλά συνήθως δεν την αξιοποιεί.
Όπως η σκέψη αρχικά πήγαζε από τις αποκαλύψεις του ασυνειδήτου και ήταν αισθητή ως εκδήλωση μιας δύναμης έξω από το συνειδητό -ο πρωτόγονος δεν σκέπτεται, οι σκέψεις του είναι ανεξάρτητες από αυτόν-, έτσι και εμείς σήμερα ονομάζουμε ορισμένες φωτεινές ιδέες εμπνεύσεις. Όποτε η κρίση και η διαίσθηση μεταδίδονται με ένα μη συνειδητό μηχανισμό, αποδίδονται σε μια θηλυκή αρχετυπική μορφή: την εσωτερική γυναίκα, την ψυχή ή τη μητέρα-ερωμένη, την anima. Τότε, έχει κάποιος την εντύπωση ότι η έμπνευση έρχεται από τη μητέρα ή από την αγαπημένη, τη γυναίκα εμπνεύστρια. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, το πνεύμα έχει την τάση να ανταλλάσσει τον ουδέτερο ορισμό του με θηλυκό, όπως η Μούσα (ένεπε Μούσα). Αυτό είναι θεμελιώδες γεγονός με κοσμοϊστορικές επιπτώσεις.
Η έμπνευση, λοιπόν, είναι αυθόρμητη αποκάλυψη του πνεύματος, που δεν υπακούει στη βούληση του ανθρώπου, αλλά έρχεται και φεύγει όποτε αυτή θέλει. Είναι αυτόνομο ψυχικό συμβάν, ένα συμφιλιωτικό φως μέσα στη σκοτεινιά του ανθρώπου, που φέρνει κρυφά την τάξη μέσα στο χάος της ψυχής του, είναι το αιώνιο απύθμενο Ένα, που συνενώνει σε άρρηκτο δεσμό το θείο και το ανθρώπινο και με αυτή την ένωση αποκαθίσταται το αρχικό νόημα τού μη συνειδητού κόσμου και μπαίνει στη σφαίρα της ανθρώπινης πείρας και σκέψης. Η έμπνευση έχει την πηγή της σε μια μη συνειδητή λειτουργία, αλλά σε αυτόν που έχει άγνοια της φύσης της, δίνει την εντύπωση μιας νοημοσύνης, που έχει σχέση με το συνειδητό ή που είναι ανώτερη από αυτό.
Η έμπνευση είναι άμεση, ολιστική, αχρονική και βαθιά εσωτερική αντίληψη, είναι έλλαμψη, μια ξαφνική αστραπή, η κένωση από το γνωστό, το σταμάτημα κάθε έτοιμης και συνήθους γνώσης, είναι το νέο, το ‘μια και έξω’, το άλμα και όχι το βήμα-βήμα, ο αλγόριθμος. Το κακό είναι ότι η έμπνευση δεν είναι συνεχής, αλλά μερική, ασυνεχής και περιορισμένη. Και ο καλλιτέχνης και ο επιστήμονας έχουν έμπνευση, αλλά αυτή είναι πράγματι μερική και μόνο μια στάση, την οποία μπορούμε να χαρακτηρίσουμε ‘θρησκευτική’ στον καθαρότερο και υπέρτατο βαθμό, οδηγεί σε ολική, απεριόριστη, συνεχή έμπνευση.
Έτσι, το γεγονός ότι, αφενός, η έμπνευση είναι υπέρλογο ανθρώπινο προϊόν και, αφετέρου, κάτι έξω από τον άνθρωπο, δημιουργεί τον συνδετικό κρίκο μεταξύ θείου και ανθρώπινου, όπου το θείο κατεβαίνει στο ανθρώπινο επίπεδο, ενώ ο άνθρωπος ανεβαίνει στην περιοχή του θείου. Έχει, δηλαδή, τη δυνατότητα να ανέβει, αλλά στην πραγματικότητα δεν κάνει τίποτα για να φτάσει στο επίπεδο των τεσσάρων λειτουργιών, παραμένει ατελής και γι’ αυτό ξεκούρδιστο ξεχαρβαλωμένο όργανο, όπου η έμπνευση καταστρέφεται, διαστρέφεται και αποδίδεται λανθασμένα και άσχημα. Παραμένουμε στο επίπεδο της persona, αλλά η αξία της τέχνης δεν έγκειται στο να αποτελείται από προσωπικές ιδιορρυθμίες -γιατί όσο περισσότερο συμβαίνει αυτό, τόσο λιγότερο είναι τέχνη-, αλλά να ανυψώνεται πάνω από το προσωπικό για να μιλάει στην ανθρωπότητα. Το προσωπικό είναι περιορισμός και επομένως ελάττωμα της τέχνης. Όσο πιο απελευθερωμένο από υποκειμενικά στοιχεία είναι ένα έργο, όσο μεγαλύτερο είναι το σβήσιμο της προσωπικής ιστορίας του καλλιτέχνη μέσα σε αυτό, τόσο πιο αληθινό, αντικειμενικό και κατανοητό από όλους. Γι’ αυτό και το ταλέντο από μόνο του δεν αρκεί και δεν έχει οπωσδήποτε αξία. Μονάχα αν και η υπόλοιπη προσωπικότητα συμβαδίζει, αποκτά την αξία του. Δυστυχώς, όπως γίνεται πολλές φορές, η ανάπτυξη του ταλέντου είναι αντιστρόφως ανάλογη προς την ανάπτυξη της υπόλοιπης προσωπικότητας και σε βάρος της ανθρώπινης αξίας και ηθικής. Μερικές φορές υπάρχει τόσο μεγάλη διαφορά ανάμεσα στο ταλέντο και στην ανθρωπινότητα, που μας υποχρεώνει να σκεφτούμε πως είναι προτιμότερο λιγότερο ταλέντο. Είναι πάρα πολλοί οι ταλαντούχοι, που η ωφελιμότητά τους εξαλείφεται και διαστρέφεται από την υπόλοιπη ανθρώπινη συμπεριφορά τους.