“a critic, while elucidating a text, moves from the particular truth to the general truth”
Εγώ και πολλοί άλλοι που κανένας δεν ακούει
Σύμφωνα με την κοινά αποδεκτή άποψη (Λεξικά, Εγκυκλοπαίδειες, γενικά έργα) για τον όρο αρχέτυπο στον χώρο της Λογοτεχνίας, αυτός χρησιμοποιείται για να δηλώσει τυπικά ή επαναλαμβανόμενα θέματα, χαρακτήρες, ενέργειες, εικόνες, καταστάσεις, αφηγηματικά σχήματα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο εμφανίζεται συχνά στην παγκόσμια Λογοτεχνία. Μπορούμε να αναφέρουμε αντίστοιχα τα: Έρωτας και θάνατος, Γερο-σοφός και Μεγάλη Μητέρα, άνιμα, θρήνος για τον νεκρό, Παράδεισος και Κάτω Κόσμος, ερωτική θλίψη κτλ. Τα αρχέτυπα παρατηρούνται πιο εύκολα στη λαϊκή Λογοτεχνία, που είναι περισσότερο πρωτογενής, απαντούν όμως στο σύνολο της Λογοτεχνίας και είναι δυνατόν να χρησιμεύσουν ως βάση συσχέτισης ενός έργου με άλλα, ενώ καθιστούν τους αναγνώστες ικανούς να ενσωματώνουν και να ενοποιούν τη λογοτεχνική τους εμπειρία. Ορισμένα αρχέτυπα, εξαιτίας της συχνής επανάληψής τους, θεωρούνται ως διακριτικό στοιχείο συγκεκριμένων λογοτεχνικών ειδών.
Ο όρος αρχέτυπο εμφανίζεται στον ευρύτερο χώρο της Λογοτεχνίας στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα και προέρχεται από δυο εξωλογοτεχνικές πηγές: Τις θεωρίες του ψυχολόγου/ ψυχιάτρου Jung και τις μελέτες του εθνολόγου/ ανθρωπολόγου Frazer.
(i) Κατά τον Jung, ο όρος δηλώνει το απόθεμα ιδεών, σκέψεων, πράξεων, εικόνων κτλ., οι οποίες έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο του ανθρώπινου γένους και εκφράζουν με συμβολικό τρόπο τις πρώιμες εμπειρίες της ανθρωπότητας, αντιστοιχούν σε βασικές ανθρώπινες καταστάσεις και συνιστούν εκφράσεις εμπειριών που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Συνήθως αναδύονται στις συλλογικές συμβολικές εικόνες, δηλαδή στους μύθους, στις θρησκείες, στις λαϊκές παραδόσεις κτλ. ή στα έργα τέχνης, στα όνειρα και στις διάφορες φαντασιώσεις ή νευρωτικές διαταραχές. Για παράδειγμα, ο λεγόμενος ‘μύθος του ήρωα’, που συνιστά στη γλώσσα του παραμυθιού μια συμβολική παρουσίαση της ενηλικίωσης του παιδιού είναι αρχετυπικός επειδή ο βασικός του πυρήνας παραμένει πάντοτε ίδιος και μόνο οι λεπτομέρειες ενδέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το πού, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι ορισμένα στοιχεία είναι κοινά σε πολλούς πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους, ο Jung κατορθώνει να δώσει θεωρητική αιτιολόγηση της ύπαρξης των αρχετύπων. Ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να μεταφέρει τη θεωρία του στη Λογοτεχνία, που κατά την άποψή του συνιστά χαμηλότερου επιπέδου εκδήλωση του ανθρώπινου ψυχισμού.
(ii) Από την άλλη πλευρά, ο Frazer επιχειρεί να μελετήσει τις πολύμορφες και πολύπλοκες διασυνδέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στη μυθολογία, στη θρησκεία και στην τέχνη στη διάρκεια μιας μακράς διαδικασίας μετάδοσης και μεταμόρφωσης. Συγκεκριμένα, ο Frazer συλλέγει και περιγράφει μια εκτεταμένη σειρά φανταστικών ιστοριών και κοινωνικών τελετουργιών στις οποίες αναζητεί αρχετυπικούς μύθους και έθιμα. Η εργασία του παρουσιάζει την κοινωνική διάσταση του ασυνείδητου συμβολισμού και συμπληρώνει τις αντίστοιχες των Freud και Jung, που εξετάζουν κυρίως τον ατομικό συμβολισμό ονείρων, φαντασιώσεων, νευρώσεων κτλ. Η επίδρασή του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο στη μελέτη του αρχαίου πολιτισμού αλλά και στη σύγχρονη Λογοτεχνία, αφού έκανε δημιουργούς όπως ο Eliot, ο Yeats, ο Lawrence και ο Joyce να ενδιαφερθούν για τα αρχέτυπα.
Η επίδραση των απόψεων των Jung και Frazer δημιουργεί νέα τάση στις λογοτεχνικές σπουδές, η οποία στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται με τον όρο ‘αρχετυπική κριτική’, και συχνά χρησιμοποιείται παράλληλα με τον όρο ‘μυθική κριτική’, αφού ο μύθος είναι ένας από τους βασικούς τρόπους μετάδοσης των αρχετύπων. Η αρχετυπική κριτική είναι μια προσέγγιση της Λογοτεχνίας η οποία εστιάζει την προσοχή της σε όλα τα γενικά και επαναλαμβανόμενα στοιχεία και κανονικότητες που παρατηρούνται στα λογοτεχνικά κείμενα και δεν μπορούν να εξηγηθούν ως ιστορική παράδοση ή επίδραση. Από την άποψη αυτή, η αρχετυπική κριτική περιγράφει, ερμηνεύει και αξιολογεί το λογοτεχνικό έργο μέσα από τη σχέση του με άλλα έργα, όσον αφορά στη συχνή χρήση των ίδιων καταστάσεων, χαρακτήρων, εικόνων, θεμάτων ή πλοκής. Εξάλλου, καθώς δέχεται ότι τα αρχέτυπα είναι παρόντα στο σύνολο της Λογοτεχνίας, μελετά κάθε έργο ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, μιας Κατηγορίας. αποτολμώντας παρατηρήσεις και συσχετισμούς ευρύτερης ισχύος και φτάνοντας έως την ιδέα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας.
Η αρχετυπική κριτική αναπτύσσεται κυρίως στα χρόνια 1930-1960 από μελετητές όπως οι Bodkin, Graves, Campbell, Wheelwright, Fergusson, Knight, Chase, Frye κ.ά. Από αυτούς, ο πρώτος που μελέτησε αυτόνομα τα λογοτεχνικά αρχέτυπα, ανεξάρτητα από τις ανθρωπολογικές ή ψυχολογικές τους πηγές, ήταν ο Frye για τον οποίο τα αρχέτυπα είναι παρόντα στη Λογοτεχνία με όποιον τρόπο και αν βρέθηκαν εκεί. Ο Frye ταυτίζει το αρχέτυπο με τον μύθο και τον χρησιμοποιεί ως βάση για την τυπολογία ολόκληρου του λογοτεχνικού συστήματος. Οι τέσσερις ‘μύθοι’ του, που βασίζονται στην αντίθεση του πραγματικού και του ιδεατού και σχετίζονται με τον εποχικό κύκλο, αντιστοιχούν στα τέσσερα αφηγηματικά γένη: Άνοιξη – κωμωδία, Καλοκαίρι – μυθιστορία, Φθινόπωρο – τραγωδία, Χειμώνας – ειρωνεία και σάτιρα. Μετά τον Frye ακολουθούν αρκετοί κριτικοί που κατορθώνουν να δείξουν ότι αρχέτυπα μπορούν να ανιχνευθούν και στην πλέον νεωτερική Λογοτεχνία. Όσον αφορά στο ερώτημα πώς είναι δυνατόν τα αρχέτυπα να ξεπερνούν τα χρονικά και πολιτισμικά εμπόδια, οι γνώμες των κριτικών διχάζονται: Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για διαδικασία αυθόρμητη και λίγο πολύ ανεξέλεγκτη, που απλώς συνεχίζεται από γενιά σε γενιά, και άλλοι τη χαρακτηρίζουν ως υπερβολικά περίπλοκη μεταδοτική διαδικασία. Πάντως, η ιδέα της ύπαρξης αρχετύπων στη Λογοτεχνία επηρεάζει όλες τις θεωρίες τις σχετικές με την πρωτοτυπία του δημιουργού και συνδέεται με την έννοια της διακειμενικότητας. Το ενδιαφέρον για την αρχετυπική κριτική αναθερμάνθηκε τη δεκαετία του ’70 από τη φεμινιστική κριτική, οι εκπρόσωποι της οποίας υποστηρίζουν ότι, έως ένα βαθμό, η ανάδυση της γυναικείας γραφής είναι δυνατόν να συσχετιστεί με τον πλούτο του αρχετυπικού υλικού που συναντάμε σε ορισμένους αρχαίους μύθους. Χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Jung, η φεμινιστική κριτική στηρίζει την άποψη ότι τα αρχέτυπα που μπορεί κάποιος να εντοπίσει στη γυναικεία γραφή συνιστούν σήματα/ πληροφορία από μια ξεχασμένη γυναικεία παράδοση, που φυσικά ερχόταν πάντοτε σε σύγκρουση με τους κυριάρχους πολιτισμικούς κανόνες.
Άλλες προσεγγίσεις, όπως η μαρξιστική ή της Νέας Κριτικής, δεν τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση γι’ αυτού του είδους τις μελέτες. Η αρχετυπική κριτική θεωρείται από αυτούς υπερβολικά απλουστευτική, γιατί παραγνωρίζει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της λογοτεχνίας και στρέφει την προσοχή της σε κάποιο αρχέτυπο/ μύθο τα οποία θεωρούνται αρχαιότερα και σημαντικότερα από το ίδιο το λογοτεχνικό έργο και περιορίζει τη Λογοτεχνία σε μια σειρά από μονότονα επαναλαμβανόμενα μοντέλα. Ωστόσο, στις κατηγορίες αυτές ο Frye απαντά ότι η μέθοδός του συμπληρώνει κατά κάποιον τρόπο την εκ του σύνεγγυς ανάγνωση της Νέας Κριτικής, ενώ εμπνέει ή προετοιμάζει θεωρίες όπως ο δομισμός ή οι αναγνωστικές θεωρίες, και έννοιες όπως η διακειμενικότητα. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η αρχετυπική κριτική, ως μέρος ευρύτερης κριτικής και ανθρωπολογικής προσπάθειας, αποτελεί βοηθητικό στοιχείο όλων σχεδόν των ειδολογικών, διακειμενικών ή συγκριτικών μελετών, οι οποίες αναλύουν δομές και θέματα που εμφανίζονται συχνά στα λογοτεχνικά γένη ή σε συγκεκριμένα έργα και δεν μπορούν πάντα να εξηγηθούν με βάση μια συγκεκριμένη ιστορική παράδοση.
Αυτά, λοιπόν, είναι όσα γράφουν συνήθως τα Λεξικά και τα οποία συνιστούν, παράλληλα, την κοινή αντίληψη περί αρχετύπων και της αντίστοιχης λογοτεχνικής κριτικής. Πρέπει εδώ να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις, οι οποίες ανατρέπουν ουσιαστικά τα πιο πάνω λεγόμενα.
(i) Ο όρος ‘αρχετυπική κριτική’ δεν είναι ορθός, γιατί σημαίνει μια κριτική που η ίδια είναι αρχετυπική, πράγμα αδύνατο. Ο σωστός όρος είναι ‘κριτική θεωρία των αρχετύπων’, δηλαδή μια κριτική που αναδύεται από και στηρίζεται στη θεωρία των αρχετύπων του Jung και ακόμα καλύτερα ‘αισθητική και κριτική θεωρία των αρχετύπων’.
(ii) Ο ισχυρισμός ότι ο Jung δεν ασχολήθηκε να εφαρμόσει τη θεωρία αυτή στη Λογοτεχνία είναι σφαλερός. Αντίθετα, ο Jung έγραψε σχετικά με μεγάλα λογοτεχνικά έργα και δημιουργούς, όπως για τον Φάουστ του Goethe, τον Οδυσσέα του Joyce, την αφελή και συναισθηματική ποίηση του Schiller, τον Προμηθέα και Επιμηθέα του Spitteler κ.ά. Έγραψε επίσης μελέτες ‘Για τη σχέση της Αναλυτικής Ψυχολογίας με την Ποίηση’, ‘Ψυχολογία και Λογοτεχνία’, καθώς επίσης για τη ζωγραφική του Picasso κτλ.
(iii) Τα αρχέτυπα δεν μεταδίδονται ούτε παραδίδονται από γενιά σε γενιά. Αντίθετα, είναι εγγενή πρότυπα ψυχο-νοητικής συμπεριφοράς κοινά σε όλη την ανθρώπινη φυλή και συνιστούν τα δομικά στοιχεία του συλλογικού ασυνειδήτου.
(iv) Η ταύτιση των αρχετύπων με τους μύθους και μόνο είναι εσφαλμένη. Μπορεί οι μύθοι και η Λογοτεχνία να είναι τα πλέον διαδεδομένα μέσα δια των οποίων γίνονται αντιληπτά τα αρχέτυπα, όμως αυτά δεν είναι τα μόνα. Τα αρχέτυπα παρατηρούνται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, απλώς είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνουν αντιληπτά σε μερικές από αυτές, όπως για παράδειγμα στην επιστήμη.
(v) Η αντίληψη ότι η θεωρία αυτή οδηγεί σε απλουστευτική θεώρηση των πραγμάτων δεν είναι ορθή. Αντίθετα, οδηγεί σε βαθύτερη και πλέον πολύπλοκη θέαση των πραγμάτων πετυχαίνοντας αφαίρεση και γενίκευση.
Τέλος, για να δώσουμε συγκεκριμένα στοιχεία για την ενασχόληση του Jung με την εφαρμογή της θεωρίας των αρχετύπων στη Λογοτεχνία αναφερόμαστε στο έργο του Collected Works, Princeton University Press, 20 τόμοι.
(i) Στον τόμο 15, The Spirit in Man, Art, and Literature (Το Πνεύμα στον Άνθρωπο, την Τέχνη και τη Λογοτεχνία), και στις σελίδες 65-83 βρίσκουμε το δοκίμιο On the Relation of Analytical Psychology to Poetry (Για τη Σχέση της Αναλυτικής Ψυχολογίας με την Ποίηση). Εδώ ο Jung συζητά τη σχέση μεταξύ Ψυχολογίας και τέχνης μελετώντας τη δημιουργική διαδικασία στην ποίηση και τη συσχέτισή της με την Αναλυτική Ψυχολογία. Δεν συζητιέται ο ουσιαστικός ορισμός της τέχνης, αφού αυτός θεωρείται ότι ανήκει στην Αισθητική και όχι στην Ψυχολογία. Αντιθέτως, διερευνώνται τα συναισθήματα και τα σύμβολα που περιβάλλουν την τέχνη. Η συζήτηση ξεκινά με κριτική στον αναγωγισμό που εφαρμόζει ο Freud. Αν και ο Freud έχει δίκιο υποστηρίζοντας ότι η βιογραφία ενός ποιητή διαφωτίζει τη δουλειά του, εντούτοις αυτή δεν την εξηγεί εντελώς. Η Αναλυτική Ψυχολογία αντιμετωπίζεται ως διαφορετική από την Κλινική Ψυχολογία. Η τελευταία πρέπει να απορριφθεί όταν εξετάζεται ένα έργο τέχνης, διότι το έργο τέχνης δεν είναι ασθένεια και απαιτεί διαφορετική αναλυτική προσέγγιση. Διακρίνονται δυο βασικοί τύποι τέχνης και παρέχονται κάποια κριτήρια για τη διαφοροποίησή τους. Το πρώτο (εσωστρεφές) είναι το αποτέλεσμα του ισχυρισμού του καλλιτέχνη για τη δική του συνειδητή επεξεργασία πάνω στο υλικό του. Το δεύτερο (εξωστρεφές) χαρακτηρίζεται από την πλήρη ταύτιση του καλλιτέχνη με το έργο του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο καλλιτέχνης φαίνεται ότι σταματά να είναι ανεξάρτητο άτομο και γίνεται ένα θρεπτικό μέσο για τη δημιουργία της τέχνης του. Η δημιουργική διαδικασία περιγράφεται ως κάτι το ζωντανό εμφυτευμένο στην ανθρώπινη ψυχή, ένα αυτόνομο σύμπλεγμα το οποίο έχει ζωή από μόνο του έξω από τη συνηθισμένη συνειδητότητα. Το αυτόνομο δημιουργικό σύμπλεγμα αναδύεται από το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο αποτελείται από πρωταρχικές εικόνες ή αρχέτυπα. Περιγράφεται ο συναισθηματικός αντίκτυπος αυτών των εικόνων, όταν είναι παρούσες σε ένα έργο τέχνης. Συμπερασματικά, η δημιουργική διαδικασία ορίζεται ως η ασυνείδητη ενεργοποίηση μιας αρχετυπικής εικόνας και η μορφοποίησή της σε ένα τελειωμένο έργο. Η κοινωνική σημασία της τέχνης παράγεται από το γεγονός της επανανακάλυψης των χαμένων πρωταρχικών εικόνων που έρχονται από το βαθύτερο ασυνείδητο. Τέλος, σκιαγραφείται μια αναλογία μεταξύ του ρόλου του ασυνειδήτου στην ατομική εξέλιξη και αυτού της τέχνης στην εξέλιξη ενός έθνους: Ακριβώς όπως οι αντιδράσεις/ αντισταθμίσεις από το ασυνείδητο διορθώνουν τον μονοπλευρισμό της ατομικής στάσης, έτσι και η τέχνη αναπαριστά μια διαδικασία αυτορρύθμισης στη ζωή των εθνών και των χρονικών περιόδων.
(ii) Στη συνέχεια, στις σελίδες 84-105 υπάρχει το δοκίμιο Psychology and Literature (Ψυχολογία και Λογοτεχνία). Εδώ περιγράφονται οι λόγοι για την προσέγγιση της Λογοτεχνίας από την άποψη της Αναλυτικής Ψυχολογίας και ο ρόλος της ανθρώπινης ψυχής και στους δύο αυτούς κλάδους. Η Ψυχολογία, μελέτη των ψυχικών διαδικασιών, μπορεί να εφαρμοστεί στη μελέτη της Λογοτεχνίας, διότι η ανθρώπινη ψυχή είναι η μήτρα/ πηγή όλων των τεχνών και επιστημών. Αυτή η προσέγγιση παίρνει δύο διαφορετικές μορφές. Στην πρώτη περίπτωση, το αντικείμενο της ανάλυσης είναι ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό επίτευγμα, ενώ στη δεύτερη είναι το δημιουργικό ανθρώπινο ον ως μοναδική προσωπικότητα. Αν και αυτές οι δύο όψεις της δημιουργικότητας συνδέονται στενά, καμία δεν μπορεί να εξηγήσει την άλλη. Στη συνέχεια περιγράφονται δύο τρόποι καλλιτεχνικής δημιουργίας: Ο ψυχολογικός, ο οποίος ασχολείται με οικείο υλικό από τη συνειδητή ζωή του ατόμου και ο οραματικός, ο οποίος ασχολείται με τις πρωταρχικές εικόνες που υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατανόηση. Ο πρώτος τρόπος αντιμετωπίζεται ως αναγωγή του καλλιτεχνικού οράματος στην προσωπική εμπειρία, αναγωγή που αποσπά την προσοχή μας από την ψυχολογία της δουλειάς της τέχνης και επικεντρώνεται στην ψυχολογία του καλλιτέχνη. Δίνονται κάποια παραδείγματα λογοτεχνικών έργων που χρησιμοποιούν τον δεύτερο, τον οραματικό τρόπο, που φέρνει στο συνειδητό μας νου νυχτερινούς φόβους. Από το ξεκίνημα της ανθρώπινης κοινωνίας βρίσκουμε ίχνη της προσπάθειας του ανθρώπου να εξοβελίσει αυτούς τους φόβους εκφράζοντάς τους με μαγικές ή εξιλαστήριες μορφές. Αναμένεται λοιπόν ο ποιητής να στραφεί σε αυτές τις μυθολογικές μορφές για να δώσει κατάλληλη έκφραση στις δικές του εμπειρίες. Εφόσον αυτές οι εικόνες αναδύονται από το συλλογικό ασυνείδητο, ο ψυχολόγος δεν μπορεί να κάνει πολλά για να τις φωτίσει, παρά να παρέχει συγκριτικό υλικό και μια ορολογία για τη συζήτησή τους. Αυτό που είναι σημαντικό για τη μελέτη της Λογοτεχνίας είναι ότι οι εκδηλώσεις του συλλογικού ασυνειδήτου είναι αντισταθμιστικές της συνειδητής στάσης. Τονίζεται η διπλή φύση της δημιουργικής προσωπικότητας: Ο καλλιτέχνης είναι και ανθρώπινο ον με προσωπική ζωή και απρόσωπη δημιουργική διαδικασία. Αυτή η διπλή φύση ασκεί πολύ μεγάλη πίεση στην καλλιτεχνική προσωπικότητα, διεγείροντας το επαγγελματικό ενδιαφέρον του ψυχολόγου. Εφόσον η δουλειά του καλλιτέχνη ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας του, έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από αυτές που αφορούν τη δική του, προσωπική μοίρα. Οι αρχετυπικές εικόνες που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης είναι ηθικά ουδέτερες. Έτσι, το μεγάλο έργο τέχνης είναι πάντα ηθικά και διανοητικά αμφίσημο. Για να συλλάβουμε το νόημά του, πρέπει να του επιτρέψουμε να μας διαμορφώσει όπως διαμόρφωσε τον καλλιτέχνη δια μέσου της διαμορφωτικής πληροφορίας, η οποία είναι ‘εξερχόμενο βέλος’ από το σχετιζόμενο περιβάλλον. Υποδεικνύεται ότι αυτή η participation mystique είναι το μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας και το αποτέλεσμα που έχει η μεγάλη τέχνη σε αυτόν που την προσλαμβάνει.
(iii) Επίσης, υπάρχει μικρή αναφορά στον Gerard de Nerval (τόμος 18, σελίδα 779). Εδώ συζητιέται ο ψυχισμός του Gerard de Nerval με όρους του μεταθανάτια εκδομένου μυθιστορήματός του Aurelia. Το βιβλίο, το οποίο σχετίζει την άνιμά του και την ψύχωση, δείχνει πώς το συλλογικό ασυνείδητο εισέβαλλε στην εμπειρία του Nerval και εξηγεί γιατί αυτός δεν μπορούσε να συνδέσει το ασυνείδητο με την πραγματικότητα και να αφομοιώσει τα αρχετυπικά της περιεχόμενα πριν την αυτοκτονία του.
Όταν λοιπόν μια κυρία, που πουλάει χιλιάδες αντίτυπα των μυθιστορημάτων της, μου απάντησε ότι το κεντρικό της θέμα είναι ‘ένας αγάπησε μια’, χωρίς να το γνωρίζει αναφερότανε στο αρχέτυπο του Έρωτα. Μπορεί άραγε να κάνει την υπέρβαση και να πάει από τη μερική στη γενική αλήθεια και να μετατρέψει το δυναμικό -κάθε φορά- σε ενεστωτικό, να κλείσει το θέμα και να αφήσει ήσυχο τον εαυτό της και μας;