You are currently viewing Δημήτρης Γαβαλάς: Βαθιές και Αβαθείς Κριτικές

Δημήτρης Γαβαλάς: Βαθιές και Αβαθείς Κριτικές

“a critic, while elucidating a text, moves from the particular truth to the general truth”

Εγώ και πολλοί άλλοι που κανένας δεν ακούει

 

Σύμφωνα με την κοινά αποδεκτή άποψη (Λεξικά, Εγκυκλοπαίδειες, γενικά έργα) για τον όρο αρχέτυπο στον χώρο της Λογοτεχνίας, αυτός χρησιμοποιείται για να­ δηλώσει τυπικά ή επαναλαμβανόμενα θέματα, χαρακτήρες, ενέργειες, εικόνες, καταστάσεις, αφηγηματικά σχήματα ή οποιοδήποτε άλλο στοιχείο το οποίο εμφανίζεται συχνά στην παγκόσμια Λογοτεχνία. Μπορούμε να αναφέρουμε αντίστοιχα τα: Έρωτας και θάνατος, Γερο-σο­φός και Μεγάλη Μητέρα, άνιμα, θρήνος για τον νεκρό, Παράδεισος και Κάτω Κόσμος, ερω­τική θλίψη κτλ. Τα αρχέτυπα παρατηρούνται πιο εύκολα στη λαϊκή Λογοτε­χνία, που είναι περισσότερο πρωτογενής, απαντούν όμως στο σύνολο της Λογοτεχνίας και είναι δυνατόν να χρησιμεύσουν ως βάση συσχέτι­σης ενός έργου με άλλα, ενώ καθιστούν τους αναγνώ­στες ικανούς να ενσωματώνουν και να ενοποιούν τη λογοτε­χνική τους εμπειρία. Ορισμένα αρχέτυπα, εξαι­τίας της συχνής επανάληψής τους, θεωρούνται ως διακριτικό στοιχείο συγκεκριμένων λογοτεχνικών ειδών.

 

Ο όρος αρχέτυπο εμφανίζεται στον ευρύτερο χώρο της Λογοτεχνίας στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 20ου αιώνα και προέρχεται από δυο εξωλογοτεχνικές πηγές: Τις θεωρίες του ψυχολόγου/ ψυ­χιάτρου Jung και τις μελέτες του εθνολόγου/ ανθρωπολόγου Frazer.

(i) Κατά τον Jung, ο όρος δηλώνει το απόθεμα ιδεών, σκέψεων, πράξεων, εικόνων κτλ., οι οποίες έχουν περάσει στο συλλογικό ασυνείδητο του ανθρώπινου γένους και εκφράζουν με συμβολικό τρόπο τις πρώιμες εμπειρίες της αν­θρωπότητας, αντιστοιχούν σε βασικές ανθρώπινες καταστά­σεις και συνιστούν εκφράσεις εμπειριών που είναι κοινές σε όλους τους ανθρώπους. Συνήθως αναδύονται στις συλλογικές συμβολικές εικόνες, δηλαδή στους μύθους, στις θρησκείες, στις λαϊκές παραδόσεις κτλ. ή στα έργα τέχνης, στα όνειρα και στις διάφορες φαντασιώσεις ή νευρωτικές διαταραχές. Για πα­ράδειγμα, ο λεγόμενος ‘μύθος του ήρωα’, που συνιστά στη γλώσσα του παραμυθιού μια συμβολική παρουσίαση της ενη­λικίωσης του παιδιού είναι αρχετυπικός επειδή ο βασικός του πυρήνας παραμένει πάντοτε ίδιος και μόνο οι λεπτομέρειες εν­δέχεται να διαφέρουν ανάλογα με το πού, πώς και κάτω από ποιες συνθήκες εμφανίζεται. Ξεκινώντας από τη διαπίστωση ότι ορισμένα στοιχεία είναι κοινά σε πολλούς πολιτισμούς και ιστορικές περιόδους, ο Jung κατορθώνει να δώσει θεωρητική αιτιολόγηση της ύπαρξης των αρχετύπων. Ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται ιδιαίτερα να με­ταφέρει τη θεωρία του στη Λογοτεχνία, που κατά την άποψή του συνιστά χαμηλότερου επιπέδου εκδήλωση του ανθρώπινου ψυχισμού.

(ii) Από την άλλη πλευρά, ο Frazer επιχειρεί να μελετήσει τις πολύμορφες και πολύπλοκες διασυνδέσεις που αναπτύχθηκαν ανάμεσα στη μυθολογία, στη θρησκεία και στην τέχνη στη διάρκεια μιας μακράς διαδικασίας μετάδοσης και μεταμόρφω­σης. Συγκεκριμένα, ο Frazer συλλέγει και περιγράφει μια εκτεταμένη σειρά φανταστικών ιστοριών και κοινωνικών τε­λετουργιών στις οποίες αναζητεί αρχετυπικούς μύθους και έθιμα. Η εργασία του παρουσιάζει την κοινωνική διάσταση του ασυνείδητου συμβολισμού και συμπληρώνει τις αντίστοιχες των Freud και Jung, που εξετάζουν κυρίως τον ατομικό συμβο­λισμό ονείρων, φαντασιώσεων, νευρώσεων κτλ. Η επί­δρασή του υπήρξε τεράστια, όχι μόνο στη μελέτη του αρχαίου πολιτισμού αλλά και στη σύγχρονη Λογοτεχνία, αφού έκανε δημιουργούς όπως ο Eliot, ο Yeats, ο Law­rence και ο Joyce να ενδιαφερθούν για τα αρ­χέτυπα.

Η επίδραση των απόψεων των Jung και Frazer δημιουργεί νέα τάση στις λογοτε­χνικές σπουδές, η οποία στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρεται με τον όρο ‘αρχετυπική κριτική’, και συχνά χρησιμοποιείται παράλληλα με τον όρο ‘μυθική κριτική’, αφού ο μύθος είναι ένας από τους βασικούς τρόπους μετάδοσης των αρχετύπων. Η αρχετυπική κριτική είναι μια προσέγγιση της Λογοτεχνίας η οποία εστιάζει την προσοχή της σε όλα τα γενικά και επανα­λαμβανόμενα στοιχεία και κανονικότητες που παρατηρούνται στα λογοτεχνικά κείμενα και δεν μπορούν να εξηγηθούν ως ιστορική παράδο­ση ή επίδραση. Από την άποψη αυτή, η αρχετυπική κριτική περιγράφει, ερμηνεύει και αξιολογεί το λογοτεχνικό έργο μέ­σα από τη σχέση του με άλλα έργα, όσον αφορά στη συχνή χρή­ση των ίδιων καταστάσεων, χαρακτήρων, εικόνων, θεμάτων ή πλοκής. Εξάλλου, καθώς δέχεται ότι τα αρχέτυπα είναι παρό­ντα στο σύνολο της Λογοτεχνίας, μελετά κάθε έργο ως μέρος ενός ευρύτερου συνόλου, μιας Κατηγορίας. αποτολμώντας παρατηρήσεις και συσχετισμούς ευρύτερης ισχύος και φτάνοντας έως την ιδέα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας.

 

Η αρχετυπική κριτική αναπτύσσεται κυρίως στα χρόνια 1930-­1960 από μελετητές όπως οι Bodkin, Graves, Campbell, Wheelwright, Fergusson, Knight, Chase, Frye κ.ά. Από αυ­τούς, ο πρώτος που μελέτησε αυτόνομα τα λογοτεχνικά αρχέ­τυπα, ανεξάρτητα από τις ανθρωπολογικές ή ψυχολογικές τους πηγές, ήταν ο Frye για τον οποίο τα αρχέτυπα είναι παρόντα στη Λογοτεχνία με όποιον τρόπο και αν βρέθηκαν εκεί. Ο Frye ταυτίζει το αρχέτυπο με τον μύθο και τον χρησιμοποιεί ως βάση για την τυπολογία ολόκληρου του λογοτεχνικού συστήματος. Οι τέσσερις ‘μύθοι’ του, που βασίζονται στην αντίθεση του πραγ­ματικού και του ιδεατού και σχετίζονται με τον εποχικό κύ­κλο, αντιστοιχούν στα τέσσερα αφηγηματικά γένη: Άνοιξη – κωμωδία, Καλοκαίρι – μυθιστορία, Φθινόπωρο – τραγωδία, Χειμώνας – ειρωνεία και σάτιρα. Μετά τον Frye ακολουθούν αρκετοί κριτικοί που κατορθώνουν να δείξουν ότι αρχέτυπα μπορούν να ανιχνευθούν και στην πλέον νεωτερική Λογοτεχνία. Όσον αφορά στο ερώ­τημα πώς είναι δυνατόν τα αρχέτυπα να ξεπερνούν τα χρο­νικά και πολιτισμικά εμπόδια, οι γνώμες των κριτικών διχάζο­νται: Άλλοι θεωρούν ότι πρόκειται για διαδικασία αυθόρ­μητη και λίγο πολύ ανεξέλεγκτη, που απλώς συνεχίζεται από γενιά σε γενιά, και άλλοι τη χαρακτηρίζουν ως υπερβολι­κά περίπλοκη μεταδοτική διαδικασία. Πάντως, η ιδέα της ύπαρ­ξης αρχετύπων στη Λογοτεχνία επηρεάζει όλες τις θεωρίες τις σχετικές με την πρωτοτυπία του δημιουργού και συνδέεται με την έννοια της διακειμενικότητας. Το ενδιαφέρον για την αρχετυπική κριτική αναθερμάνθηκε τη δεκαετία του ’70 από τη φεμινιστική κριτική, οι εκπρόσωποι της οποίας υποστηρίζουν ότι, έως ένα βαθμό, η ανάδυση της γυναικείας γραφής είναι δυνατόν να συσχετι­στεί με τον πλούτο του αρχετυπικού υλικού που συναντάμε σε ορισμένους αρχαίους μύθους. Χρησιμοποιώντας τη θεωρία του Jung, η φεμινιστική κριτική στηρίζει την άποψη ότι τα αρχέ­τυπα που μπορεί κάποιος να εντοπίσει στη γυναικεία γραφή συ­νιστούν σήματα/ πληροφορία από μια ξεχασμένη γυναικεία παράδοση, που φυσικά ερχόταν πάντοτε σε σύγκρουση με τους κυριάρχους πολιτισμικούς κανόνες.

Άλλες προσεγγίσεις, όπως η μαρξιστική ή της Νέας Κρι­τικής, δεν τρέφουν ιδιαίτερη εκτίμηση γι’ αυτού του είδους τις μελέτες. Η αρχετυπική κριτική θεωρείται από αυτούς υπερβολικά απλου­στευτική, γιατί παραγνωρίζει τα ιδιαίτερα γνωρίσματα της λογοτεχνίας και στρέφει την προσοχή της σε κάποιο αρχέτυπο/ μύθο τα οποία θεωρούνται αρχαιότερα και σημαντικότερα από το ίδιο το λογοτεχνικό έργο και περιορίζει τη Λογοτεχνία σε μια σειρά από μονότονα επαναλαμβανόμενα μοντέλα. Ωστό­σο, στις κατηγορίες αυτές ο Frye απαντά ότι η μέθοδός του συ­μπληρώνει κατά κάποιον τρόπο την εκ του σύνεγγυς ανάγνω­ση της Νέας Κριτικής, ενώ εμπνέει ή προετοιμάζει θεωρίες όπως ο δομισμός ή οι αναγνωστικές θεωρίες, και έννοιες όπως η διακειμενικότητα. Τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα η αρχετυπική κριτική, ως μέρος ευρύτερης κριτικής και ανθρωπολογικής προσπάθειας, αποτελεί βοηθητικό στοι­χείο όλων σχεδόν των ειδολογικών, διακειμενικών ή συγκρι­τικών μελετών, οι οποίες αναλύουν δομές και θέματα που εμ­φανίζονται συχνά στα λογοτεχνικά γένη ή σε συγκεκριμένα έργα και δεν μπορούν πάντα να εξηγηθούν με βάση μια συγκε­κριμένη ιστορική παράδοση.

 

Αυτά, λοιπόν, είναι όσα γράφουν συνήθως τα Λεξικά και τα οποία συνιστούν, παράλληλα, την κοινή αντίληψη περί αρχετύπων και της αντίστοιχης λογοτεχνικής κριτικής. Πρέπει εδώ να κάνουμε μερικές παρατηρήσεις, οι οποίες ανατρέπουν ουσιαστικά τα πιο πάνω λεγόμενα.

(i) Ο όρος ‘αρχετυπική κριτική’ δεν είναι ορθός, γιατί σημαίνει μια κριτική που η ίδια είναι αρχετυπική, πράγμα αδύνατο. Ο σωστός όρος είναι ‘κριτική θεωρία των αρχετύπων’, δηλαδή μια κριτική που αναδύεται από και στηρίζεται στη θεωρία των αρχετύπων του Jung και ακόμα καλύτερα ‘αισθητική και κριτική θεωρία των αρχετύπων’.

(ii) Ο ισχυρισμός ότι ο Jung δεν ασχολήθηκε να εφαρμόσει τη θεωρία αυτή στη Λογοτεχνία είναι σφαλερός. Αντίθετα, ο Jung  έγραψε σχετικά με μεγάλα λογοτεχνικά έργα και δημιουργούς, όπως για τον Φάουστ του Goethe, τον Οδυσσέα του Joyce, την αφελή και συναισθηματική ποίηση του Schiller, τον Προμηθέα και Επιμηθέα του Spitteler κ.ά. Έγραψε επίσης μελέτες ‘Για τη σχέση της Αναλυτικής Ψυχολογίας με την Ποίηση’,  ‘Ψυχολογία και Λογοτεχνία’, καθώς επίσης για τη ζωγραφική του Picasso κτλ.

(iii) Τα αρχέτυπα δεν μεταδίδονται ούτε παραδίδονται από γενιά σε γενιά. Αντίθετα, είναι εγγενή πρότυπα ψυχο-νοητικής συμπεριφοράς κοινά σε όλη την ανθρώπινη φυλή και συνιστούν τα δομικά στοιχεία του συλλογικού ασυνειδήτου.

(iv) Η ταύτιση των αρχετύπων με τους μύθους και μόνο είναι εσφαλμένη. Μπορεί οι μύθοι και η Λογοτεχνία να είναι τα πλέον διαδεδομένα μέσα δια των οποίων γίνονται αντιληπτά τα αρχέτυπα, όμως αυτά δεν είναι τα μόνα. Τα αρχέτυπα παρατηρούνται σε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες, απλώς είναι πολύ πιο δύσκολο να γίνουν αντιληπτά σε μερικές από αυτές, όπως για παράδειγμα στην επιστήμη.

(v) Η αντίληψη ότι η θεωρία αυτή οδηγεί σε απλου­στευτική θεώρηση των πραγμάτων δεν είναι ορθή. Αντίθετα, οδηγεί σε βαθύτερη και πλέον πολύπλοκη θέαση των πραγμάτων πετυχαίνοντας αφαίρεση και γενίκευση.

 

Τέλος, για να δώσουμε συγκεκριμένα στοιχεία για την ενασχόληση του Jung με την εφαρμογή της θεωρίας των αρχετύπων στη Λογοτεχνία αναφερόμαστε στο έργο του Collected Works, Princeton University Press, 20 τόμοι.

(i) Στον τόμο 15, The Spirit in Man, Art, and Literature (Το Πνεύμα στον Άνθρωπο, την Τέχνη και τη Λογοτεχνία), και στις σελίδες 65-83 βρίσκουμε το δοκίμιο On the Relation of Analytical Psychology to Poetry (Για τη Σχέση της Αναλυτικής Ψυχολογίας με την Ποίηση). Εδώ ο Jung συζητά τη σχέση μεταξύ Ψυχολογίας και τέχνης μελετώντας τη δημιουργική διαδικασία στην ποίηση και τη συσχέτισή της με την Αναλυτική Ψυχολογία. Δεν συζητιέται ο ουσιαστικός ορισμός της τέχνης, αφού αυτός θεωρείται ότι ανήκει στην Αισθητική και όχι στην Ψυχολογία. Αντιθέτως, διερευνώνται τα συναισθήματα και τα σύμβολα που περιβάλλουν την τέχνη. Η συζήτηση ξεκινά με κριτική στον αναγωγισμό που εφαρμόζει ο  Freud. Αν και ο Freud έχει δίκιο υποστηρίζοντας ότι η βιογραφία ενός ποιητή διαφωτίζει τη δουλειά του, εντούτοις αυτή δεν την εξηγεί εντελώς. Η Αναλυτική Ψυχολογία αντιμετωπίζεται ως διαφορετική από την Κλινική Ψυχολογία. Η τελευταία πρέπει να απορριφθεί όταν εξετάζεται ένα έργο τέχνης, διότι το έργο τέχνης δεν είναι ασθένεια και απαιτεί διαφορετική αναλυτική προσέγγιση. Διακρίνονται δυο βασικοί τύποι τέχνης και παρέχονται κάποια κριτήρια για τη διαφοροποίησή τους. Το πρώτο (εσωστρεφές) είναι το αποτέλεσμα του ισχυρισμού του καλλιτέχνη για τη δική του συνειδητή επεξεργασία πάνω στο υλικό του. Το δεύτερο (εξωστρεφές) χαρακτηρίζεται από την πλήρη ταύτιση του καλλιτέχνη με το έργο του. Στη δεύτερη περίπτωση, ο καλλιτέχνης φαίνεται ότι σταματά να είναι ανεξάρτητο άτομο και γίνεται ένα θρεπτικό μέσο για τη δημιουργία της τέχνης του. Η δημιουργική διαδικασία περιγράφεται ως κάτι το ζωντανό εμφυτευμένο στην ανθρώπινη ψυχή, ένα αυτόνομο σύμπλεγμα το οποίο έχει ζωή από μόνο του έξω από τη συνηθισμένη συνειδητότητα. Το αυτόνομο δημιουργικό σύμπλεγμα αναδύεται από το συλλογικό ασυνείδητο, το οποίο αποτελείται από πρωταρχικές εικόνες ή αρχέτυπα. Περιγράφεται ο συναισθηματικός αντίκτυπος αυτών των εικόνων, όταν είναι παρούσες σε ένα έργο τέχνης. Συμπερασματικά, η δημιουργική διαδικασία ορίζεται ως η ασυνείδητη ενεργοποίηση μιας αρχετυπικής εικόνας και η μορφοποίησή της σε ένα τελειωμένο έργο. Η κοινωνική σημασία της τέχνης παράγεται από το γεγονός της επανανακάλυψης των χαμένων πρωταρχικών εικόνων που έρχονται από το βαθύτερο ασυνείδητο. Τέλος, σκιαγραφείται μια αναλογία μεταξύ του ρόλου του ασυνειδήτου στην ατομική εξέλιξη και αυτού της τέχνης στην εξέλιξη ενός έθνους: Ακριβώς όπως οι αντιδράσεις/ αντισταθμίσεις από το ασυνείδητο διορθώνουν τον μονοπλευρισμό της ατομικής στάσης, έτσι και η τέχνη αναπαριστά μια διαδικασία αυτορρύθμισης στη ζωή των εθνών και των χρονικών περιόδων.

(ii) Στη συνέχεια, στις σελίδες 84-105 υπάρχει το δοκίμιο Psychology and Literature (Ψυχολογία και Λογοτεχνία). Εδώ περιγράφονται οι λόγοι για την προσέγγιση της Λογοτεχνίας από την άποψη της Αναλυτικής Ψυχολογίας και ο ρόλος της ανθρώπινης ψυχής και στους δύο αυτούς κλάδους. Η Ψυχολογία, μελέτη των ψυχικών διαδικασιών, μπορεί να εφαρμοστεί στη μελέτη της Λογοτεχνίας, διότι η ανθρώπινη ψυχή είναι η μήτρα/ πηγή όλων των τεχνών και επιστημών. Αυτή η προσέγγιση παίρνει δύο διαφορετικές μορφές. Στην πρώτη περίπτωση, το αντικείμενο της ανάλυσης είναι ένα ολοκληρωμένο καλλιτεχνικό επίτευγμα, ενώ στη δεύτερη είναι το δημιουργικό ανθρώπινο ον ως μοναδική προσωπικότητα. Αν και αυτές οι δύο όψεις της δημιουργικότητας συνδέονται στενά, καμία δεν μπορεί να εξηγήσει την άλλη. Στη συνέχεια περιγράφονται δύο τρόποι καλλιτεχνικής δημιουργίας: Ο ψυχολογικός, ο οποίος ασχολείται με οικείο υλικό από τη συνειδητή ζωή του ατόμου και ο οραματικός, ο οποίος ασχολείται με τις πρωταρχικές εικόνες που υπερβαίνουν την ανθρώπινη κατανόηση. Ο πρώτος τρόπος αντιμετωπίζεται ως αναγωγή του καλλιτεχνικού οράματος στην προσωπική εμπειρία, αναγωγή που αποσπά την προσοχή μας από την ψυχολογία της δουλειάς της τέχνης και επικεντρώνεται στην ψυχολογία του καλλιτέχνη. Δίνονται κάποια παραδείγματα λογοτεχνικών έργων που χρησιμοποιούν τον δεύτερο, τον οραματικό τρόπο, που φέρνει στο συνειδητό μας νου νυχτερινούς φόβους. Από το ξεκίνημα της ανθρώπινης κοινωνίας βρίσκουμε ίχνη της προσπάθειας του ανθρώπου να  εξοβελίσει αυτούς τους φόβους εκφράζοντάς τους με μαγικές ή εξιλαστήριες μορφές. Αναμένεται λοιπόν ο ποιητής να στραφεί σε αυτές τις μυθολογικές μορφές για να δώσει κατάλληλη έκφραση στις δικές του εμπειρίες. Εφόσον αυτές οι εικόνες αναδύονται από το συλλογικό ασυνείδητο, ο ψυχολόγος δεν μπορεί να κάνει πολλά για να τις φωτίσει, παρά να παρέχει συγκριτικό υλικό και μια ορολογία για τη συζήτησή τους. Αυτό που είναι σημαντικό για τη μελέτη της Λογοτεχνίας είναι ότι οι εκδηλώσεις του συλλογικού ασυνειδήτου είναι αντισταθμιστικές της συνειδητής στάσης. Τονίζεται η διπλή φύση της δημιουργικής προσωπικότητας: Ο καλλιτέχνης είναι και ανθρώπινο ον με προσωπική ζωή και απρόσωπη δημιουργική διαδικασία. Αυτή η διπλή φύση ασκεί πολύ μεγάλη πίεση στην καλλιτεχνική προσωπικότητα, διεγείροντας το επαγγελματικό ενδιαφέρον του ψυχολόγου. Εφόσον η δουλειά του καλλιτέχνη ανταποκρίνεται στις ανάγκες της κοινωνίας του, έχει μεγαλύτερες επιπτώσεις από αυτές που αφορούν τη δική του, προσωπική μοίρα. Οι αρχετυπικές εικόνες που χρησιμοποιεί ο καλλιτέχνης είναι ηθικά ουδέτερες. Έτσι, το μεγάλο έργο τέχνης είναι πάντα ηθικά και διανοητικά αμφίσημο. Για να συλλάβουμε το νόημά του, πρέπει να του επιτρέψουμε να μας διαμορφώσει όπως διαμόρφωσε τον καλλιτέχνη δια μέσου της διαμορφωτικής πληροφορίας, η οποία είναι ‘εξερχόμενο βέλος’ από το σχετιζόμενο περιβάλλον. Υποδεικνύεται ότι αυτή η participation mystique είναι το μυστικό της καλλιτεχνικής δημιουργίας και το αποτέλεσμα που έχει η μεγάλη τέχνη σε αυτόν που την προσλαμβάνει.

(iii) Επίσης, υπάρχει μικρή αναφορά στον Gerard de Nerval (τόμος 18, σελίδα 779). Εδώ συζητιέται ο ψυχισμός του Gerard de Nerval με όρους του μεταθανάτια εκδομένου μυθιστορήματός του Aurelia. Το βιβλίο, το οποίο σχετίζει την άνιμά του και την ψύχωση, δείχνει πώς το συλλογικό ασυνείδητο εισέβαλλε στην εμπειρία του Nerval και εξηγεί γιατί αυτός δεν μπορούσε να συνδέσει το ασυνείδητο με την πραγματικότητα και να αφομοιώσει τα αρχετυπικά της περιεχόμενα πριν την αυτοκτονία του.

 

Όταν λοιπόν μια κυρία, που πουλάει χιλιάδες αντίτυπα των μυθιστορημάτων της, μου απάντησε ότι το κεντρικό της θέμα είναι ‘ένας αγάπησε μια’, χωρίς να το γνωρίζει αναφερότανε στο αρχέτυπο του Έρωτα. Μπορεί άραγε να κάνει την υπέρβαση και να πάει από τη μερική στη γενική αλήθεια και να μετατρέψει το δυναμικό -κάθε φορά- σε ενεστωτικό, να κλείσει το θέμα και να αφήσει ήσυχο τον εαυτό της και μας;

 

Δημήτρης Γαβαλάς

O Δημήτρης Γαβαλάς γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1949. Σπούδασε Μαθηματικά, Κυβερνητική και Συστήματα Αυτομάτου Ελέγχου σε μεταπτυχιακές σπουδές και Ψυχολογία του Βάθους σε ελεύθερες σπουδές. Εκπόνησε Διδακτορική Διατριβή με θέμα τα Μαθηματικά, τη Θεμελίωση και τη Διδακτική τους. Αρχικά εργάστηκε ως Επιστημονικός Συνεργάτης στο Πανεπιστήμιο Πατρών και ως Ερευνητής στο Κέντρο Ερευνών «Δημόκριτος». Στη συνέχεια εργάστηκε στην εκπαίδευση ως καθηγητής Μαθηματικών. Συνεργάστηκε με το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο (στη συγγραφή Προγραμμάτων Σπουδών & σχολικών βιβλίων και σε άλλα εκπαιδευτικά θέματα). Εργάστηκε επίσης στη Βαρβάκειο Σχολή, και συνέχισε ως Σχολικός Σύμβουλος. Για το πνευματικό του έργο, έχει τιμηθεί από τον Δήμο Κορινθίων. Το δοκίμιό του για τον Οδυσσέα Ελύτη έλαβε κρατική διάκριση, ενώ το ποίημα «Φανταστική Γεωμετρία» περιελήφθη στα Κείμενα Νεοελληνικής Λογοτεχνίας της Β΄ τάξης του Γυμνασίου.

Έργα του Δημήτρη Γαβαλά:

Ποίηση

Σπουδές. Αθήνα, 1973.
Μετάβαση στο Όριο. Αθήνα, 1974.
Ανέλιξη. Αθήνα, 1975.
Δήλος. Αθήνα, 1976.
Εσωτερική Αιμομιξία. Αθήνα, 1977.
Η Πάλη με το Άρρητο. Αθήνα, 1978.
Ελεγείο. Αθήνα, 1979.
Τα Εξωστρεφή. Αθήνα, 1980.
“Η Του Μυστικού Ύδατος Ποίησις“. Αθήνα 1983.
Το Πρόσωπο της Ευτυχίας. Κώδικας, Αθήνα, 1987.
Απλά Τραγούδια για έναν Άγγελο. Κώδικας, Αθήνα, 1988.
Φωτόλυση. Κώδικας, Αθήνα, 1989.
Ακαριαία. Κώδικας, Αθήνα, 1994.
Σύμμετρος Έρωτας Ή Τα Πρόσωπα του Αγγέλου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1996
Άγγελος Εσωτερικών Υδάτων. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1998.
Το Λάμδα του Μέλλοντος. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2003.
Ποιήματα 1973-2003: Επιλογή. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2004.
Ου Παντός Πλειν. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006.
Στη Σιωπή του Νου. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2013.
Δίχως Μαγνητόφωνα Φωνόγραφους Δίσκους και Μαγνητοταινίες. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2016.

Δοκίμιο

Η Εσωτερική Διαλεκτική στη «Μαρία Νεφέλη» του Οδυσσέα Ελύτη. Κώδικας, Θεσσαλονίκη, 1987. (σσ. 94).
Ψυχο-Κυβερνητική και Πολιτική: Αναλυτική Θεώρηση του Πολιτικού Φαινομένου. Κώδικας, Αθήνα, 1989. (σσ. 40).
Αισθητική και Κριτική Θεωρία των Αρχετύπων: Θεωρητικά Κείμενα και Εφαρμογές. Κώδικας, Αθήνα, 1999. (σσ. 202).

Μετάφραση – Εισαγωγή – Σχόλια
Nicoll, M. Ψυχολογικά Σχόλια στη Διδασκαλία του Γκουρτζίεφ. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 1997. (σσ. 96).


Επιστημονικά Βιβλία

Πρότυπα και Χαρακτήρας Κυβερνητικών Συστημάτων: Συμβολή στη Θεωρητική Κυβερνητική – Ένα Μαθηματικό Μοντέλο. Πάτρα, 1977 και Αθήνα, 1993 . (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 250).
Η Θεωρία Κατηγοριών ως Υποκείμενο Πλαίσιο για τη Θεμελίωση και Διδακτική των Μαθηματικών: Συστημική Προσέγγιση της Εκπαίδευσης. Πάτρα, 2000. (Διδακτορική Διατριβή). (σσ. 350).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 1: Μη-συμβατική Ανάλυση, Ασαφή Σύνολα, Η έννοια της Μη-διακριτότητας. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2005. (σσ. 190).
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 2: Πρώτη Μύηση στη Θεωρία Κατηγοριών. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2006. (σσ. 330).
Το Αρχέτυπο του Τυχερού Παιχνιδιού: Για την Τύχη, τη Μαντική και τη Συγχρονότητα Σύμφωνα με τις Απόψεις των C. G. Jung και M.- L. von Franz. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2006. (σσ. 280). (Σε συνεργασία).
On Number’s Nature. Nova Publishers, NY, 2009 (pp. 70).
Συστημική: Σκέψη και Εκπαίδευση – Συμβολή στο Ζήτημα της Εκπαίδευσης. Εκδόσεις Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2011. (σσ. 310).
Αρχετυπικές Μορφογενέσεις. Γαβριηλίδης, Αθήνα, 2012.
Θέματα από τα Σύγχρονα Μαθηματικά 3: Για τη Φύση του Αριθμού. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2012. (σσ. 360).
Αρχέτυπο: Η Εξέλιξη μιας Σύλληψης στον Τομέα της Γνώσης. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2015. (σσ. 320).
Κυβερνητική: Αναζητώντας την Ολότητα. Εκδόσεις 3 4 5, Αθήνα, 2016. (σσ. 400).

Κρατικά Σχολικά Βιβλία
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στην Α΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1997.
Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Β΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2015.
Λογική: Θεωρία και Πρακτική για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου. (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.
Οδηγίες για τη Διδασκαλία των Μαθηματικών στο Γυμνάσιο και το Λύκειο (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1998 – 2008.
Μιγαδικοί Αριθμοί. Κεφάλαιο στο: Μαθηματικά Θετικής Κατεύθυνσης για τη Γ΄ Τάξη Λυκείου (Σε συνεργασία). ΟΕΔΒ, Αθήνα, 1999-2015.



Δημοσίευσε επίσης πλήθος άρθρων σε εφημερίδες και περιοδικά για θέματα εκπαίδευσης, πολιτικής, λογοτεχνίας κτλ.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.