You are currently viewing Δημήτρης Τσατσαρός: Αληθινός και θεατρικός θρήνος

Δημήτρης Τσατσαρός: Αληθινός και θεατρικός θρήνος

ΑΛΗΘΙΝΟΣ ΚΑΙ ΘΕΑΤΡΙΚΟΣ ΘΡΗΝΟΣ

 

Ήταν μέσα Ιουλίου του 1955. Τρεις μέρες πριν είχαμε γυρίσει από το Λιγουριό.  Με τη «θυσία» της γίδας μας στον χασάπη βρήκαμε λεφτά και μπορέσαμε να πάμε το πρώτο Σαββατοκύριακο της επίσημης έναρξης  στο Φεστιβάλ Επιδαύρου. Το Σάββατο παιζόταν ο «Οιδίπους Τύραννος» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή και την Κυριακή η «Εκάβη» του Ευριπίδη. Μόλις τότε δύο αδέλφια στο χωριό, ο Μήτσος και ο Γιώργης Δερματάς, είχαν αγοράσει και το πρώτο λεωφορείο και ξεκίνησαν με ένα δρομολόγιο την ημέρα Δίδυμα-Κρανίδι και για καμιά εκδρομή, αν θα τύχαινε.

Ο πατέρας μας είχε ακούσει το πρόγραμμα του Φεστιβάλ στο ραδιόφωνο του καφενείου. Πώς θα γινόταν να πάμε; Λεφτά ποτέ δεν υπήρχαν. Το προηγούμενο καλοκαίρι είχε ξεσηκώσει αρκετό κόσμο και πήγαμε με το φορτηγό αυτοκίνητο του Κοτσοβού, όλοι όρθιοι εκτός από τις γυναίκες που κάθησαν στα πλαϊνά της καρότσας σε δύο τουράκια (παγκάκια). Τα δύο-τρία παιδιά καθίσαμε κάτω και οι άνδρες όρθιοι όλοι κρατιόντουσαν από τις μεταλλικές  αψίδες της κουκούλας. Με χίλια ζόρια και λίγα δανεικά κατάφερε ο πατέρας μας  να μαζέψει το εισιτήριο του φορτηγού για τέσσερα άτομα  και το δεκάδραχμο  εισιτήριο του άνω διαζώματος του θεάτρου κι έτσι παρακολουθήσαμε τον «Ιππόλυτο» του Ευριπίδη.

Εφέτος όμως τι θα γινόταν; Ο αδελφός μου πήγαινε Δευτέρα τάξη του δημοτικού, η αδελφή μου μωρό. Έμεναν δυο μέρες ακόμα για την έναρξη του Φεστιβάλ. Ο πατέρας μας στριφογύριζε σκεπτόμενος και κάποια στιγμή έφυγε βιαστικά για το χωριό. Το σπίτι μας βρισκόταν μισό χιλιόμετρο έξω. Αργότερα τον είδαμε να επιστρέφει δυναμικά και με ύφος αποφασιστικό «λοιπόν, ετοιμαστείτε, το λεωφορείο έχει μαζέψει κόσμο!», είπε. «Η γιαγιά θα προσέχει τα παιδιά να τα ταΐσει και μετά τις κότες. Θα πάμε στο θέατρο!».

«Στο θέατρο;» αναφώνησε ξαφνιασμένη η μητέρα μας «με τι λεφτά; Εδώ δεν έχουμε να πάρουμε ένα μισογάλουνο λάδι κι εσύ μας λες για το θέατρο;»

«Λοιπόν-λοιπόν, ετοιμαστείτε!» ξαναείπε ο πατέρας μας «βρήκα λεφτά, πούλησα τη γίδα στο χασάπη!».

Την είχε παζαρέψει και στους τρεις χασάπηδες του χωριού. Και τότε πετάχτηκε επάνω η γιαγιά μας η Μαριγώ:

«Ουουού, ε, δεν θα’σουν στα καλά σου! Και τώρα πού θα βρούμε γάλα για τα παιδιά;».

Ο πατέρας μου ενθουσιώδης και ανένδοτος κουνούσε πάνω-κάτω το κεφάλι που είχε καταφέρει έναν σπάνιο και προσωρινά σπουδαίο σκοπό! Για τα άλλα είχε ο Θεός…

Οι παραστάσεις τη χρονιά εκείνη και προ παντός ο «Οιδίπους Τύραννος» σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή με πρωταγωνιστή τον ίδιο και με όλο το υπέροχο κλιμάκιο Αρχαίας Τραγωδίας του Εθνικού Θεάτρου ήσαν το θεατρικό αποκορύφωμα παγκοσμίως όλων των νεώτερων θεατρικών εποχών. Κάτι το ασύλληπτο εκτυλισσόταν σε έναν χώρο ιερό, όπου ο ανθρώπινος πόνος, ο διχασμός ψυχής, το ανθρώπινο πεπρωμένο, η αμείλικτη ειμαρμένη, βρίσκουν το κατάλληλο σημείο στο χώρο της σκηνής και της ορχήστρας. Εκεί αναπέμπονται από την χοάνη του κοίλου, ψηλά προς τα ουράνια, όλες αυτές οι αγωνιώδεις και σπαρακτικές κραυγές, που ζητούν απάντηση σ’ αυτή τη ζωή!

Εβδομήντα σχεδόν χρόνια μετά ζω καθαρά πάντα αυτά τα πολύμορφα και συγκλονιστικά αισθήματα, όπως τα έζησα και τότε, μικρό παιδί, τελειώνοντας το Δημοτικό σχολείο.

Στην δεύτερη παράσταση της Κυριακής, την «Εκάβη» του Ευριπίδη, η Κατίνα Παξινού στο ρόλο αυτό, καθισμένη δίπλα στην είσοδο του ανακτόρου κάτω στο δάπεδο σε κάποια σκηνή θρηνούσε τον νεκρό γιο της Πολύδωρο. Η εικόνα της  εκπροσωπούσε τέλεια μια ιδανική έκφραση των μεσαιωνικών εκείνων μορφών της Πιετά, της Παναγίας που θρηνεί τον Χριστό! Καθιστή στο δάπεδο με τα πόδια διπλωμένα μπροστά στο νεκρό γιό της που απλωνόταν κατάχαμα εμπρός της, τέντωνε τα χέρια της, το δεξί της προς την κεφαλή του και το αριστερό προς τα άκρα των ποδιών του· θρηνούσε γοερά και αληθινά, πειστικά και συγκινητικά, και όλο το θέατρο παρακολουθούσε συνεπαρμένο· πιο πολύ, βέβαια, οι κάπως μεγαλύτεροι που δέκα-δεκαπέντε χρόνια πριν είχαν βιώσει την Γερμανική κατοχή. Έβλεπαν απέναντί τους μια μοναδική και άκρως συγκλονιστική ολοφυρόμενη μάνα. Αποδίδοντας τα λόγια του θρήνου, έφερνε τις παλάμες της στους κροτάφους και τα μάγουλα, τίναζε τα χέρια της πίσω και πάλι τα άπλωνε πάνω στον νεκρό όπως πριν. Όλος ο κόσμος παρακολουθούσε με κομμένη ανάσα και άφωνος από την άκρα αυτή αληθοφάνεια !

Πολύ αργότερα, έτυχε να παρακολουθήσω μια εκπομπή της τηλεόρασης όπου έδινε συνέντευξη για την Κατίνα Παξινού ο μοναδικός εγγονός της και ηθοποιός, τον οποίο η Κατίνα Παξινού υπεραγαπούσε. Την πρώτη δεκαετία του Φεστιβάλ, τον κουβαλούσε παιδάκι τότε, και όπου χρειαζόταν  τον χρησιμοποιούσε σε συνοδευτικούς ρόλους μικρού παιδιού στις τραγωδίες. Μιλούσε κυρίως για την μοναδική του γιαγιά, την μεγαλύτερη ηθοποιό του κόσμου, όπως έλεγε ο Μινωτής. Έλεγε λοιπόν πως η γιαγιά του, η Παξινού, είχε δύο κόρες. Η μία ήταν η μητέρα του, η Ιλιάνα, και η άλλη η οποία είχε πεθάνει νέα, στα 17 της, το 1937, αν θυμάμαι καλά. Εξηγούσε τότε κάτι που γνώριζε από την ίδια, πως η Παξινού σε όσα έργα στο θέατρο ή στον κινηματογράφο έπαιξε τη θρηνούσα μάνα για το παιδί της , στην πραγματικότητα, και σε κάθε έργο, έκλαιγε μεταχρονισμένα τη νεαρή κόρη της· και ας πέρασαν τόσα χρόνια, μια και δεν είχε μπορέσει για διάφορους λόγους, να θρηνήσει, να χορτάσει κλάμα και να αλαφρώσει λίγο, τότε που την έχασε.

Όταν άκουσα αυτή τη συνέντευξη, το μυαλό μου γύρισε αμέσως πάνω από τέσσερις δεκαετίες πριν τον Ιούλιο του 1955. Ήταν τότε που μόλις είχαμε επιστρέψει από τις δύο παραστάσεις που απολαύσαμε στο θέατρο της  Επιδαύρου, με φρέσκιες κι έντονες τις εμπειρίες και τις πρωτόφαντες εντυπώσεις. Μου είχε πει τότε κάποια στιγμή

η μητέρα μου «πάω στη νονά σου, έλα να πάμε μαζί». Φθάσαμε λοιπόν στο σπίτι της μέσα στο χωριό. Ήταν τρεις μέρες μετά την επιστροφή μας από το θέατρο. Η νονά μου, η Κατίνα Κοτσοβού, δεν είχε μπορέσει να έλθει στην Επίδαυρο και περίμενε με ανυπομονησία από τη μητέρα μου, περιγραφή και εντυπώσεις. Πήραν δύο ψάθινες καρέκλες και κάθησαν πολύ κοντά, η μία απέναντι στην άλλη, κι εγώ σ’ ένα μικρό σκαμνάκι.

«Ελάτε, καλέ, τι είδατε εκεί που πήγατε; Για πέστε μου; Ήταν ωραία;» ρώτησε η νονά μου. Η μητέρα μου βιαζόταν, δεν ήθελε λεπτομερή περιγραφή για όλα. Επειγόταν να μπει στο θέμα που την είχε εντυπωσιάσει πιο πολύ, αυτό της σκηνής που η Εκάβη-Παξινού θρηνούσε τον νεκρό γιό της Πολύδωρο.

Το Φεστιβάλ της Επιδαύρου από την χρονιά της καθιέρωσής του έγινε το μεγάλο καλλιτεχνικό γεγονός της Ελλάδας, που επισκίασε όλες τις άλλες εκδηλώσεις της χώρας. Αποτέλεσε προνόμιο στο εξής να μπορέσει κανείς να παρακολουθήσει έστω και μια παράσταση. Όσοι είχαν ιδιωτικά αυτοκίνητα τότε στην Αθήνα κατέβαιναν στην Επίδαυρο.

Παρέκαμψε λοιπόν όλες τις άλλες εντυπώσεις η μητέρα μου και άρχισε να μιλάει έντονα, περιγράφοντας το μοιρολόι της Παξινού: «Καλέ, πού να ’βλεπες την Παξινού, όταν έκλαιγε το νεκρό παιδί της, τον Πολύδωρο! Καθόταν, να, κάτω ! Κι άπλωνε τα χέρια της στο κεφάλι και στα πόδια του. Κλάμα, βρε, κλάμα, σου λέω ! Χτυπιόταν, τράβαγε τα μαλλιά της, και φώναζε με λόγια πονεμένα που δεν λέγονται ! … Να, να, τι να σου πω! Μόνο αν ήσουν εκεί να την έβλεπες, θα καταλάβαινες ! … Πώς να στο περιγράψω; Δεν τα καταφέρνω !». Και συνέχισε αφού πήρε μια ανάσα: «Βρε, ήταν άλλο πράμα! Δεν έχουμε ξαναϊδεί στη ζωή μας σε καμιά άλλη κηδεία τέτοια μάνα που να κλαίει το παιδί της. Τι να σου πω !  Ήταν άλλο να την έβλεπες και άλλο να στα λέω! Νααα!!! Δε λέγεται! Δεν περιγράφεται! Τόσο πολύ! … Έπρεπε νάσουνα. Έχασες!».

Όσο έλεγε αυτά τα λόγια, προσπαθούσε να κάνει κινήσεις κάπως σαν την Παξινού εκτείνοντας επανειλημμένα τα χέρια της προς τη νονά μου. Η νονά μου από την άλλη, όσο η μάνα μου έλεγε αυτά, ανασηκωνόταν συνεχώς λιγάκι στην καρέκλα, καθόταν απότομα πάλι και συνέχιζε τα ίδια να σηκώνεται από λίγο χτυπώντας και πάλι τα πισινά της στην ψάθα της καρέκλας και με το χέρι της διαρκώς τεντωμένο μπροστά προσπαθούσε να διακόψει τη μάνα μου για να πει κάτι δικό της. Άρχισαν τότε να μιλούν και οι δυο ταυτόχρονα λέγοντας περίπου τα ίδια. Η νονά μου κατάλαβε και ένιωσε αμέσως το μεγαλείο της σκηνής με το τραγικό νόημα του θρήνου της Παξινού, αλλά είχε έλθει αμέσως στο νου της ζωντανά μια ανάλογη πραγματική σκηνή, μα τόσο πολύ ανάλογη, αλλά αληθινή.

Ήταν επίσης το 1937, όταν, κατά σύμπτωση, και ένα κορίτσι 17 χρονών στο χωριό, είχε πεθάνει είπαν από διφθερίτιδα. Το κορίτσι ήταν κόρη της Βασιλικής Τζανή, μιας γυναίκας αγγελικού χαρακτήρα που ο άντρας της είχε πεθάνει μετανάστης στην Αμερική και την είχε αφήσει εδώ με το μικρό τους κοριτσάκι. Η κουνιάδα της η Ελενιώ Τζανή, ανύπανδρη, ήταν κι αυτή μια δεύτερη μάνα του κοριτσιού. Ήταν η εποχή που η Ελενιώ μαθήτευε στη  χορωδία εκκλησιαστικής μουσικής. Όλη της τη ζωή καθόταν μπροστά στον γυναικωνίτη της εκκλησίας και έβγαζε κάποιους λαρυγγισμούς ημιτελείς πάντα κατά την ώρα της Λειτουργίας. Η νονά μου είχε νιώσει σε μειονεκτική θέση που έχασε τις παραστάσεις, αλλά ο  παραλληλισμός της σκηνής της Εκάβης με ένα πραγματικό γεγονός, δεν την άφηνε ήσυχη να παρακολουθήσει την περιγραφή της μητέρας μου. Έτσι, έπρεπε να πει κι αυτή τα δικά της:

«Μωρή, που νάσουνα εσύ στην κηδεία του κοριτσιού της Βασιλικής του Τζανή το ‘37».

«Ήμουνα, βρε, ήμουνα» έλεγε η μητέρα μου που συνέχιζε την περιγραφή της Παξινού.

Έτσι πήγαινε διαρκώς η συζήτηση με καθαρά γυναικείο τρόπο· μιλούσαν ταυτόχρονα και οι δυο μαζί και η κάθε μία άκουγε μόνον τον εαυτό της. Τέλος, αφού η μάνα μου είχε προλάβει να πει αυτά που ήθελε, υποχώρησε· άρχισε τότε ν’ ακούει τη νονά μου σ’ αυτό που ήθελε να πει· για τη σκηνή που και οι δυο είχαν ζήσει. Έκανε λοιπόν πως άκουγε.

«Μωρή, όταν πέθανε το κορίτσι της Βασιλικής δεκαεφτά χρονών το ’37 είχε πάει όλο το χωριό στην κηδεία. Είχε γεμίσει η εκκλησία και δεν χώραγε…». Ήταν η εποχή που ο κόσμος εκδήλωνε έντονα όλα του τα αισθήματα και προπάντων την συμπόνια και τη συμπαράστασή του. Συνέχιζε η νονά μου και η μάνα μου επαναλάμβανε «καλέ, ήμουνα, ήμουνα, τα θυμάμαι καλά όλα». Αλλά η νονά μου έπρεπε με τη σειρά της να εκφράσει την ανάλογη σκηνή· με μια διαφορά όμως, ότι αυτή η σκηνή είχε συμβεί στην πραγματικότητα και όχι στην εικονική απομίμηση της Τέχνης, που έκρυβε όμως εξίσου αλήθεια ζωής προσωπικά βιωμένης!

«Μωρ’, νάβλεπες την ώρα που είπε ο παπάς το ‘Δεύτε τελευταίον ασπασμόν’, είχε σηκωθεί από τα πριν η Ελενιώ μπροστά στο φέρετρο και άπλωσε τα χέρια της στις άκρες του και τότε άρχισε να ψέλνει δυνατά το «‘Ω γλυκύ μου έαρ, γλυκύτατόν μου τέκνον, πού έδυ σου το κάλλος …». Όλος ο κόσμος «έπεσε κάτω» από τη συγκίνηση και άρχισαν να κλαίνε όλοι. Να κλαίνε και να ασπάζονται την εικόνα στο φέρετρο. Τι να σου πω Τέτοιο πράγμα δεν έχει ξανασυμβεί. Ποια Παξινού μου λες εσύ; Αυτή έπαιζε θέατρο ! …».

Συνέχισαν κι οι δυο τους τη συζήτηση πάνω σ’ αυτό το γεγονός που είχε συμβεί δεκαοχτώ χρόνια πριν και το θυμούνταν καθαρά. Έβλεπα τόσην ώρα μπροστά μου τις δύο γυναίκες να συζητάνε έντονα, όπου η μια περιέγραφε ένα θεατρικό μοιρολόι, έναν συγκλονιστικό θρήνο, η άλλη ένα πραγματικό γεγονός, όπου για μοιρολόι είχε έναν εκκλησιαστικό θρήνο, ο οποίος είναι υμνολογία θεϊκού μεγαλείου στην θρησκευτική μας παράδοση, όταν ο Θεός εξανθρωπίζεται και ως άνθρωπος θυσιάζεται και υμνούμενος πάλι θεοποιείται! Κοινό στοιχείο η απόδοση του μεγαλείου και η έκφραση του πάθους.

Πολλά χρόνια αργότερα δικαιολόγησα τη νονά μου για τη στάση της, όταν άκουσα από την τηλεόραση τον ηθοποιό εγγονό της  να λέει:  «Όταν η Παξινού στα έργα θρηνούσε το νεκρό παιδί της, αυτή  στην πραγματικότητα έκλαιγε πάντοτε την κόρη της που δεν είχε μπορέσει αρκετά τότε …».

Έτσι στη σκέψη μου εξίσωσα τις δύο μανάδες, τη θεατρική και την πραγματική. Μια εξίσωση της τέλειας απόδοσης στη θεατρική έκφραση από τη μεγαλύτερη ηθοποιό του κόσμου με την εξωτερίκευση του αληθινού πόνου μιας μάνας-ή έστω μιας θείας. Αναζητώντας μετέπειτα κάτι ανάλογο στην ιστορία της Χριστιανικής Τέχνης ισοδύναμο με τα τρία εγκώμια της Μ. Παρασκευής, το «Η ζωή εν τάφω», το «Αι γενεαί πάσαι», στο οποίο περιέχεται και το «Ω γλυκύ μου έαρ», και το «Άξιον εστί», συνάντησα μονάχα την τοιχογραφία του «Επιτάφιου θρήνου» του Τζιόττο στο παρεκκλήσιο Σκροβένι της Πάντοβας στην Ιταλία. Στα τρία αυτά εγκώμια και στην τοιχογραφία του Τζιόττο  η έκφραση είναι συμβατικά ένας θρήνος προς τον νεκρό Ιησού.  Στο βάθος τους όμως είναι μια έκφραση μεγαλείου για ένα γεγονός, το γεγονός του θανάτου που προβάλλεται ως αδιανόητο στον ανθρώπινο νου.  Μια τέτοια σύλληψη για ένα ανώτερο ον καθίσταται όχι μόνο αδιανόητη, αλλά και μη αποδεκτή από την ανθρώπινη συνείδηση. Γίνεται μονάχα αποδεκτή για τους λόγους του θείου θελήματος και τότε ο θρήνος προς το θείο μετουσιώνεται σε μια υψηλή, άφθαστη υμνολογία, ακόμα και στην ποίηση, τη ζωγραφική, αλλά και γενικά σε οποιαδήποτε μορφή μεγάλης και υψηλής τέχνης, όταν και εάν μπορέσει ο άνθρωπος να την αποδώσει.

 

 

      Ο Δημήτρης Τσατσαρός γεννήθηκε στα Δίδυμα της Ερμιονίδας πριν το τέλος της γερμανικής Κατοχής       και τελείωσε το Γυμνάσιο Κρανιδίου. Εργάσθηκε σε διάφορες ταπεινές δουλειές κι έπειτα για τριάντα δύο χρόνια ως προγραμματιστής-αναλυτής Ηλεκτρονικών Υπολογιστών μέχρι τη συνταξιοδότησή του. Έχει ασχοληθεί σε βάθος από μικρός με την Ιστορία της Τέχνης, κυρίως της Ευρωπαϊκής, και έχει ταξιδέψει πολύ, μελετώντας την επί τόπου. Είναι συλλέκτης έργων τέχνης πρωτόγονων φυλών και έχει συγκροτήσει άρτια και ψηφιοποιημένη μουσειακή συλλογή.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.