Το 2003, με αφορμή την ταινία του Μακριά (Uzak), ο Nuri Bilge Ceylan δίνει μια συνέντευξη στην εφημερίδα International Herald Tribune και μεταξύ των άλλων τονίζει κάτι που έχει, κατά τη γνώμη μου, μεγάλη σημασία για τις ταινίες του και βέβαια για την τελευταία ταινία που εντυπωσίασε, τομή στο σύνολο του έργο αυτού του σπουδαιότερου ίσως δημιουργού της γειτονικής μας Τουρκίας. Λέει, λοιπόν «…οι ζωές των φίλων μου, το δικό μου παρελθόν, παρατηρήσεις, συναισθήματα, όλα έρχονται μαζί και η προέλευσή τους ξεχνιέται. Ο Τσέχωφ συνήθιζε να το κάνει αυτό, όπως και ο Sait Faik[1]. Και οι δύο έγραφαν για τις ζωές των ανθρώπων που βρίσκονταν γύρω τους. Ποτέ τα έργα τους δεν περιείχαν σημαντικά ζητήματα… Το ανθρώπινο σκηνικό είναι το πιο πλούσιο σκηνικό στον κόσμο. Κοίταξε δίπλα σου και σίγουρα θα βρεις μια ιστορία».
Με έμφαση λοιπόν στον άνθρωπο, ο φακός, και του καταπληκτικού επίσης φωτογράφου Ceylan, είναι στραμμένος στον Σαμέτ από την αρχή μέχρι και την τελευταία σκηνή της ταινίας.
Καθηγητής τεχνικών σε κάποιο χωριό της Ανατολίας, περιμένει να πάρει μετάθεση στην Κωνσταντινούπολη που φαίνεται και σαν διέξοδος στα προσωπικά του αδιέξοδα. Ζει στο ίδιο σπίτι με τον Κενάν, συνάδελφο δάσκαλο στο ίδιο σχολείο.
Ένα σχολείο λοιπόν σε μια επαρχία της Ανατολίας. Χιόνι παντού, συνθήκες ζωής πρωτόγονες, λήψεις σκοτεινές μέσα σε κακοφωτισμένα δωμάτια που τα πρόσωπα με δυσκολία διακρίνονται, περιγράφουν ένα περιβάλλον δυστοπικό, γνωστό κι από άλλες ταινίες του Ceylan. Όμως σ’ αυτή την ταινία ο μεγάλος Τούρκος auteur θέλει να ρίξει τον φακό όχι τόσο στον περιβάλλοντα χώρο που έτσι κι αλλιώς είναι συγκλονιστικός όσο στην προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του.
Επειδή είναι συνέχεια μπροστά σου, προσπαθείς να τον καταλάβεις κατ’ αρχάς, ίσως και να τον δικαιολογήσεις για μερικές πτυχές της προσωπικότητάς του, όμως τα αρνητικά που ξεσκεπάζουν την απόλυτη χειριστικότητά του με τους γύρω του ανθρώπους, τον εγωισμό του και την προσπάθειά του να δικαιολογήσει τις θέσεις του στην καθημερινότητά του, ακυρώνει την εικόνα του κάθε στιγμή. Η σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα ταιριάζει με τα σκοτεινά πλάνα.
Μέσα στην τάξη παρουσιάζει μια αποστασιοποιημένη σχέση με τα παιδιά εκτός από την προσπάθειά του να προσεγγίσει κρυφοερωτικά την αγαπημένη του μαθήτρια Σεβίμ. Ακριβώς η σχέση αυτή θα αποτελέσει και την πρώτη σύγκρουση του έργου όταν σε έλεγχο που κάνουν στα πράγματα των παιδιών της τάξης, που θυμίζουν ίσως άλλες δικές μας εποχές, ανακαλύπτουν στην τσάντα της Σεβίμ ένα δώρο που της είχε κάνει ο Σαμέτ την προηγούμενη μέρα καθώς και ένα ερωτικό γράμμα που απευθύνεται προφανώς σε εκείνον. Αυτό το γράμμα που θα ζητήσει η μικρή να της το επιστρέψει θα είναι η αφορμή να αρχίσει να ξεδιπλώνεται ο προβληματικός του χαρακτήρας, ο θιγμένος του εγωισμός που τον οδηγεί να συγκρουσθεί με το σύνολο της τάξης όσο και με την γλυκιά Σεβίμ.
Το πρόσωπο όμως της Νουράι μέσα στην ταινία είναι το κλειδί που θα φωτίσει απόλυτα τον χαρακτήρα του πρωταγωνιστή.
Η Νουράι είναι η δασκάλα στο σχολείο της κοντινής πόλης που μπαίνει στη ζωή των δύο δασκάλων που υπηρετούν στο χωριό κοντά στην πόλη και μένουν στο ίδιο σπίτι, δηλ. του Σαμέτ και του Κενάν. Είναι ένα πρόσωπο καθοριστικό για την εξέλιξη της ταινίας. Ένα πρόσωπο, όχι όμορφο, αλλά με μία δύναμη καθρεφτισμένη στα μάτια που φανερώνει ότι οδηγεί την ζωή της με αποφασιστικότητα, ένα πρόσωπο που ξέρει στη ζωή τι μπορεί να είναι σημαντικό και τι ασήμαντο, που βλέπει κατάματα ότι η θέση κάθε ανθρώπου στην κοινωνία δεν είναι μόνο ο εγωισμός αλλά και η προσφορά.
Είμαι βέβαιος ότι όλη η ταινία γυρίσθηκε για την συγκεκριμένη συζήτηση που έχουν ο Σαμέτ με την Νουράϊ.
Ίσως έχει κάποια σημασία να πούμε πώς φθάσαμε σ’ αυτή την συνάντηση. Ο Σαμέτ κατ’ αρχάς προτρέπει τον συγκάτοικό του Κενάν να τα φτιάξει με την Νουράϊ. Όταν όμως η Νουράϊ στην συνάντηση που έχουν και οι τρεις τους φωτογραφίζει τον Κενάν γιατί βρίσκει το πρόσωπό του πολύ ενδιαφέρον που καθρεφτίζει την Ανατολή και κυρίως όταν σε επίσκεψή του στην πόλη ο Σαμέτ βλέπει κρυμμένος πίσω από ένα δέντρο, να συναντά ο Κενάν κρυφά την Νουράϊ, οδηγούμενος από τον άκρατο ναρκισσισμό του αρχίζει να μεταμορφώνεται στα αισθήματά του προς την Νουράϊ. Έτσι όταν η Νουράϊ τους προσκαλεί και τους δύο σε δείπνο, ο Σαμέτ εμφανίζεται μόνος του με μία δικαιολογία για την απουσία του Κενάν.
Η συζήτηση που αρχίζει, και διαρκεί σε χρόνο ανεπίτρεπτο για κινηματογραφικό χρόνο, είναι η αποκάλυψη όλης της ταινίας. Η Νουράϊ μέσα από τους κοφτούς διαλόγους τους, του αποκαλύπτει τα χρόνια αδιέξοδά του που πιστεύει ότι θα έχουν τέλος στην Κωνσταντινούπολη που περιμένει να υπηρετήσει μετά τα τέσσερα χρόνια στην Ανατολία. Η Κωνσταντινούπολη που προφανώς για αυτό το έθνος κράτος όχι πια αυτοκρατορία, και τους κατοίκους της, φαντάζει η πεμπτουσία της σύγχρονης ζωής, η μακρινή Δύση της Ανατολής.
Η Νουράϊ τραυματισμένη ισόβια, με ένα πόδι που έχασε σε τρομοκρατική ενέργεια του αποκαλύπτει με την ζωή της ότι υπάρχουν και άλλοι τρόποι συμμετοχής σ’ αυτή την κοινωνία πέραν του κακού εαυτού μας. Στην μεγάλη πόλη δεν κρύβονται τα αδιέξοδα, τα κουβαλάς αν δεν τα ψάξεις μέσα σου.
Όπως οι απίστευτες φωτογραφίες του Σαμέτ παρουσιάζουν την μοναξιά της ζωής έτσι και η ίδια η ζωή του δείχνει την ματαιότητά της, χωρίς σκοπό, μηδενικής, γεμάτος ανασφάλεια και αντιφάσεις. Θα ήταν αισιόδοξο μήνυμα εάν μία συζήτηση μπορούσε να αλλάξει την ζωή μας και να μας κάνει να κοιτάξουμε τον αδιέξοδο χώρο γύρω μας. Όμως ο Ceylan με την ταινία του δεν θέλει να στείλει μήνυμα, δείχνει την ζωή των ανθρώπων. Αυτή η συζήτηση και στην συνέχεια η ερωτική κατάληξη των δύο πρωταγωνιστών θα μπορούσε να είναι και το τέλος της ταινίας.
Όμως το πρωί, η Νουράϊ παρακαλεί τον Σαμέτ, αυτό που έγινε μεταξύ τους να μην γίνει γνωστό στον Κενάν, για τον οποίο φαίνεται ότι έχει αισθήματα. Στην επόμενη σκηνή ο Σαμέτ, μόλις συναντά τον Κενάν, χωρίς δισταγμό, βάζοντας στην άκρη την παράκληση της Νουράϊ, του αποκαλύπτει ότι υπήρξε ερωτική έλξη μεταξύ τους, έτσι ώστε να απομακρύνει για πάντα την Νουράϊ από τον Κενάν.
Η ζωή λοιπόν συνεχίζεται, η αμφισβητούμενη σχέση του Σαμέτ με τον Κενάν συνεχίζεται, όπως και η σχέση του με τους γύρω ανθρώπους στο χωριό. Μια συζήτηση, καθοριστική μεταξύ δύο ανθρώπων, δεν έχει την δύναμη να αλλάξει και την περίπλοκη ζωή τους.
Οι ήρωες του Τσέχωφ αναζητούν πάντα μία διέξοδο και μία λύτρωση που δεν φτάνει ποτέ γιατί …η Μόσχα είναι πάντα μακριά…
Δήμος Κόντος
[1] Σαΐτ Φαΐκ Αμπασιγιανίκ (1906-1954) από τους μεγαλύτερους Τούρκους συγγραφείς.