You are currently viewing Διονύσης Λατινόπουλος: Παν. Χατζημωυσιάδης, Νώε. Εκδ. Κίχλη

Διονύσης Λατινόπουλος: Παν. Χατζημωυσιάδης, Νώε. Εκδ. Κίχλη

Ζητείται κιβωτός

Το βιβλίο του Παναγιώτη Χατζημωυσιάδη, Νώε, προσφέρει μια εξαιρετική αφορμή για συζήτηση σχετικά με την οικολογική κρίση, τις προτεινόμενες λύσεις και την ανάγκη διαμόρφωσης ενός οράματος για μια πιο βιώσιμη κοινωνία. Μέσα από την αφήγησή του, αναδεικνύεται η ανάγκη αναζήτηση μιας σύγχρονης «κιβωτού» σε μια εποχή όπου η περιβαλλοντική καταστροφή δεν απειλεί μόνο τα οικοσυστήματα, αλλά και τις ίδιες τις κοινωνικές δομές..

Είναι αλήθεια πως οι επιστήμονες μας προειδοποιούν εδώ και δεκαετίες για την κλιματική κρίση και ότι ήδη βλέπουμε τις επιπτώσεις της παγκοσμίως αλλά και στην Ελλάδα, μέσα από ακραία καιρικά φαινόμενα και φυσικές καταστροφικές. Και όμως, είναι ξεκάθαρο ότι δεν κινούμαστε ούτε αρκετά γρήγορα, αλλά και σε αρκετές περιπτώσεις ούτε καν προς την σωστή κατεύθυνση.

Και το βασικό ερώτημα που τίθεται είναι κρίσιμο: θέλουμε πραγματικά να προλάβουμε την καταστροφή ή θα συνεχίσουμε σαν να μην συμβαίνει τίποτα – όπως έκαναν οι κάτοικοι της πόλης που περιγράφει ο ήρωας του βιβλίου;

Ωστόσο, για να απαντήσουμε στο ερώτημα αυτό πρέπει να συμφωνήσουμε τελικά στο ποια είναι η καταστροφή από την οποία κινδυνεύουμε. Και αυτό δεν είναι εύκολο.. Αρχικά γιατί δεν έχουμε καταφέρει ως τώρα να πείσουμε την κοινωνία στο σύνολό της για το γεγονός ότι η κλιματική κρίση είναι ένα άμεσο πρόβλημα και ταυτόχρονα ένας μεγάλος κίνδυνος που μάλιστα επηρεάζει πολύ περισσότερο τις ευαίσθητα κοινωνικές ομάδες είτε στην καθημερινότητα ενός πολύ θερμού καλοκαιριού είτε στην ανθεκτικότητά τους σε μια μεγάλη φυσική καταστροφή.

Επίσης είναι δύσκολο να συμφωνήσουμε στο τι είναι καταστροφή διότι δεν έχουν όλοι οι πολίτες πρόσβαση στην επιστήμη και τη γνώση (αντίθετα έχουν εύκολη πρόσβαση σε μη επιστημονικές απόψεις μέσω κυρίως των κοινωνικών δικτύων). Από την άλλη, στα οικολογικά θέματα και ειδικά στο ζήτημα της κλιματικής κρίσης υπάρχουν μεγάλες αβεβαιότητες, μεγάλες ασυμμετρίες και διαρκώς μεταβαλλόμενα δεδομένα που δυσκολεύουν τον μέσο πολίτη να φανταστεί με ακρίβεια το μέλλον του (και το μέλλον των παιδιών του). Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πόσο καιρό έχουμε πριν φτάσουμε στο σημείο μη επιστροφής. Και ποιο είναι αυτό το σημείο τελικά.

Και έχει ενδιαφέρον ότι και ο ίδιος ο ήρωας του βιβλίου δεν ξέρει αν η καταστροφή είναι παγκόσμια ή αφορά μόνο την περιοχή του. Περιπλανιέται μέσα στην αβεβαιότητα, όπως κι εμείς σήμερα. Θα μπορούσαμε να φανταστούμε τον ήρωα να κάνει κουπί δίπλα στις στέγες των σπιτιών στα πλημμυρισμένα χωριά της Θεσσαλίας από τον Ντανιελ.

Ένας ακόμα λόγος για την αδυναμία αναγνώρισης του κινδύνου είναι ότι κάθε άνθρωπος έχει διαφορετική αντίληψη στο τι θεωρεί ο ίδιος ως καταστροφή. Πόσο σημαντικές αλλαγές προς το χειρότερο μπορεί να αποδεχτεί κάποιος στην ζωή του και πόσο σημασία παίζει ο χρόνος που αναμένει κάποιος ότι θα μεσολαβήσει από το σήμερα μέχρι την καταστροφή; Τί έχει αφήσει στο συλλογικό συνειδητό ή υποσυνείδητο η φωτιά στο Μάτι, η πλημμύρα της Μάνδρας, η φωτιά στον  Έβρο και οι πλημμύρες του Ντάνιελ στη Θεσσαλία; Ήταν μια αποδεκτή καταστροφή; Ήταν μια κατάσταση που θεωρούμε ότι όποιοι την βίωσαν ήταν άτυχοι και οι υπόλοιποι ότι δεν τους αφορά; Έχουμε αποκτήσει μια απάθεια στην οικολογική καταστροφή που δεν μας αγγίζει άμεσα ή ακόμα και μια οικειότητα, στη λογική του Πωλ Βαλερύ, σύμφωνα με τον οποιο αν κάποια μεγάλη καταστροφή δεν αναγγέλλεται κάθε πρωί θα αισθανθούμε ένα κενό. Από την άλλη, η συνεχής άρνηση να αντιμετωπίσει η πολιτική ηγεσία αποτελεσματικά τον κίνδυνο της κλιματικής αλλαγής μήπως συνεπάγεται για κάποιους και ατομική παραίτηση, ματαίωση ή ακόμα και μοιρολατρία;

Έχει πολύ ενδιαφέρον ότι στην νουβέλα του ο Π.Χ. καταγράφει μια  σταδιακή κατάρρευση της κοινωνίας, βυθισμένης τόσο κυριολεκτικά όσο και μεταφορικά. Ο συγγραφέας μας τοποθετεί σε έναν κόσμο όπου η αδιαφορία και η απραξία οδήγησαν σε ένα μη αναστρέψιμο σημείο, και μέσα από την πορεία του αφηγητή, αναρωτιόμαστε αν υπάρχει πράγματι ένας δρόμος επιστροφής, αν υπάρχει μια κιβωτός.

Γράφει χαρακτηριστικά ο Π.Χ.:

Αποβραδίς στα μετεωρολογικά δελτία υπήρχε σχετική πρόβλεψη για το ύψος του  νερού ώστε να κανονίζει ο κόσμος τις δουλειές και τις εξόδους του. Το ζήτημα των μετακινήσεων είχε πια διευθετηθεί από μερικές εταιρείες χερσαίων και θαλασσιων μεταφορών, που  έφεραν προς ενοικίαση τα πρώτα τζετ σκι στην παραλιακή και τους δύο παράλληλους δρόμους. Όπως είναι φυσικό οι τιμές των ακινήτων, ιδίως των υπογείων και των ισογείων, κοντά στην παραλία έπεσαν κατακόρυφα, ενώ όσα σπίτια βρίσκονταν στους πρόποδες και στις πλαγιές των βουνών άρχισαν να τσιμπάνε προς τα επάνω. Συγκοινωνιολόγοι και πολεοδόμοι υπέβαλαν στο δημοτικό συμβούλιο μελέτη που προέβλεπε τη μετατροπή των κεντρικών οδών σε κανάλια κατά το πρότυπο της Βενετίας με σκοπό την αύξηση των τουριστικών εισροών στην πόλη.”

Σε μια παράγραφο ο συγγραφέας καταφέρνει να περιγράψει το γεγονός ότι ενώ η κοινωνία αναγνωρίζει το πρόβλημα , το αντιμετωπίζει με μια επικίνδυνη αδράνεια και με μια τάση συμβιβασμού. Αντί να ληφθούν ουσιαστικά μέτρα πρόληψης, οι υπεύθυνοι εστιάζουν σε λύσεις που προσαρμόζουν την καταστροφή στην καθημερινότητα – σαν να πρόκειται για μια φυσική διαδικασία, ένα ακόμα στοιχείο της καθημερινής ζωής που απλώς απαιτεί νέες υποδομές. Η προσαρμογή όμως ενδέχεται να λειτουργεί λίγο ως αυταπάτη αλλά και ως μια στρατηγική που επιτρέπει τον πολίτη να ζει σε μια αυταπάτη αντιμετώπισης του κινδύνου, την ίδια ώρα που οι επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης εντείνονται και καθίστανται ολοένα και πιο απρόβλεπτες.  Και προφανώς οι πολιτικές προσαρμογής είναι αναγκαίες για την όσο το δυνατόν πιο εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας αλλά δεν αρκούν από μόνες τους για την αντιμετώπιση των οικολογικών προκλήσεων της εποχής μας

Γιατί όμως δεν επιλέγονται στρατηγικές πιο άμεσης δράσης; Σίγουρα ένας λόγος είναι ότι κοστίζουν περισσότερο. Ένας δεύτερος λόγος είναι ότι, είτε αφορά την κλιματική αλλαγή είτε άλλα κοινωνικά ή οικονομικά ζητήματα, προτιμώνται συνήθως βραχυπρόθεσμες λύσεις που διατηρούν το υπάρχον σύστημα, αποφεύγοντας ριζικές ή ουσιαστικές αλλαγές. Η ιδέα ότι μπορούμε να εκμεταλλευτούμε ακόμα και την ίδια την καταστροφή – όπως στην περίπτωση της τουριστικής αξιοποίησης μιας βυθιζόμενης πόλης – αντικατοπτρίζει την οικονομική και πολιτική προτεραιοποίηση του κέρδους έναντι της ανθεκτικότητας. Και αυτή την προτεραιοποίηση την βαπτίζουμε συχνά και με οικολογικούς όρους όπως «πράσινη οικονομία» και «πράσινη ανάπτυξη», εφαρμόζοντας όμως πολιτικές που συμβάλουν ελάχιστα στους πραγματικούς (περιβαλλοντικούς και κοινωνικούς) στόχους της βιώσιμης ανάπτυξης.

Το βιβλίο δείχνει επίσης μια πλημμυρισμένη κοινωνία που, αντί να χτίσει συλλογικές λύσεις, διαλύεται σε ατομικές μάχες. Αυτή είναι μια ακόμα τρομακτική προειδοποίηση: αν συνεχίσουμε να αγνοούμε την κλιματική κρίση, δεν θα καταστραφεί μόνο το περιβάλλον, αλλά και οι κοινωνίες μας.

Σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα ο ήρωας του βιβλίου βλέπει τριγύρω του ανθρώπους να πνίγονται, να πολεμούν, να αυτοκτονούν, να σκοτώνουν και να σκοτώνονται, να κάνουν τουρισμό, να τραβάνε φωτογραφίες, να τρώνε άλλους ανθρώπους και δηλώνει πως: «Κάποτε πίστευα στην επιστήμη, στην παιδεία, στην τέχνη, ακόμα και στην επανάσταση. Τώρα πια δεν ξέρω πού να εναποθέσω τις ελπίδες μου. Κάθε μέρα επιβιώνω ποντιζόμενος βαθύτερα. Δεν έχω πια κουράγιο, ξέμεινα από ψευδαισθήσεις»

Σε αυτό το σημείο συνοψίζεται το αίσθημα ματαίωσης που νιώθει ο σύγχρονος άνθρωπος, καθώς όλες οι αξίες που κάποτε θεωρούνταν σωτήριες για την επίλυση σημαντικών προβλημάτων αποδεικνύονται σήμερα ανίσχυρες απέναντι στην ανθρώπινη φύση και τις αδυναμίες της. Και η αμφισβήτηση αυτών των αξιών ξεκινά πλέον ακόμα και από τις ίδιες τις πολιτικές ηγεσίες που καταφεύγουν σε ρητορικές που ενισχύουν έναν εθνοκεντρικό φονταμενταλισμό και αντί να αναγνωρίσουν τα δεδομένα, προωθούν έναν λόγο που στηρίζεται στον εθνικισμό και την αμφισβήτηση της επιστήμης, παρουσιάζοντας την κλιματική δράση ως μια απειλή για την οικονομία και την ταυτότητα της χώρας τους.

Πρέπει λοιπόν να ισχυροποιήσουμε ξανά τον ρόλο της εκπαίδευσης, της επιστήμης, της τέχνης, αλλά και το ρόλο της δημοκρατίας και της δικαιοσύνης και πρέπει οι μάχες στις οποίες θα στοχεύσουμε να μην είναι αποσπασματικές. Το αίτημα για αποφυγή της οικολογικής κρίσης δεν είναι ανεξάρτητο του αιτήματος για μείωση των κοινωνικών ανισοτήτων ή για μια πιο δίκαιη και ισορροπημένη ανάπτυξη. Το “Νώε” μας δείχνει μια κοινωνία που δεν κατάφερε να επιτύχει αυτή την ισορροπία – μήπως όμως μπορούμε εμείς να τα καταφέρουμε καλύτερα;

Τελικά υπάρχει ελπίδα;

Κατά την προσωπική μου άποψη το βιβλίο δεν τελειώνει στην απόλυτη ματαιότητα. Μπορεί να μην δίνει απαντήσεις και να μην λέει τι πρέπει να κάνουμε, αλλά μας κάνει να νιώσουμε την επείγουσα ανάγκη να αναλάβουμε δράση. Στο κλείσιμο του βιβλίου ο συγγραφέας αφήνει ένα μικρό άνοιγμα – όχι μια εύκολη αισιοδοξία, αλλά μια υπενθύμιση ότι ακόμα και μετά την καταστροφή, ίσως υπάρχει μια πιθανότητα για κάτι διαφορετικό. Ένα άνοιγμα στο ότι μια κρίση κρύβει την προοπτική μιας νέας αρχής. Το ερώτημα που μένει στον αναγνώστη είναι αν αυτή η “άλλη ανθρωπότητα” μπορεί όντως να υπάρξει και αν θα πρέπει να χτιστεί μέσα από τις στάχτες της καταστροφής ή αν θα προλάβουμε να τη δημιουργήσουμε πριν φτάσουμε στο σημείο μηδέν.

 

 

Διονύσης Λατινόπουλος
Καθηγητής Τμήματος Μηχανικών Χωροταξίας και Ανάπτυξης, ΑΠΘ

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.