ΠΟΙΗΤΕΣ ΣΤΗΝ ΚΟΖΑΝΗ
Δύο σύγχρονοι ποιητές που ζουν στην Κοζάνη, φιλόλογοι στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, συνεχίζουν, με λίγα ακόμη πρόσωπα, τη μεγάλη παράδοση αυτής της πόλης στα γράμματα, χωρίς να είναι οι ίδιοι Κοζανίτες. Ο Γιώργος Δελιόπουλος και ο Δημήτρης Παπακωνσταντίνου, που κατάγονται από την Αλεξάνδρεια της Ημαθίας και από τη Λάρισα αντίστοιχα, έχουν ήδη πολύχρονη παρουσία στα γράμματα, που εκφράζεται με σημαντικό αριθμό τίτλων βιβλίων.
Ο Λιωμένος χρόνος είναι η όγδοη ποιητική συλλογή του Δημήτρη Παπακωνσταντίνου. Ξεκινά με ένα πρωτότυπο προλογικό σημείωμα του ποιητή Γιώργου Ρούσκα. Τα ποιήματα του βιβλίου μοιάζουν να έρχονται, σαν παραπόταμοι, από διαφορετικές πηγές και κατευθύνσεις, συγκλίνοντας όμως σε ένα κεντρικό νόημα, που ίσως δεν σχετίζεται τόσο με την επιφανειακή θεματολογία και με το περιεχόμενο όσο με την ίδια την ιδέα της ποίησης. Αλλά και με άλλες ιδέες, αφού παρά την πραγματολογική σαφήνεια και το πλήθος των αναφορών στη φύση και στα πράγματα, τα ποιήματα του Δ. Π. κρύβουν στον πυρήνα τους αέναη εσωτερική αναζήτηση και μακρά περισυλλογή. Τα συμπεράσματα στα οποία καταλήγει είναι γενικώς απαισιόδοξα, χωρίς να λείπουν και οι εξαιρέσεις: «Η ανάσταση φτάνει / τα καρφιά σας δε σκιάζομαι» (σ. 21). Οι εικόνες του παρελθόντος, οι μνήμες της αθωότητας, επανέρχονται για να μας πληγώνουν. Η ζωή προχωρά σε έναν κατήφορο αποδόμησης με μόνη παρηγοριά τον λόγο. Η ποίηση παραμένει η μόνη ελπίδα – μπορεί όμως και η μεγάλη ψευδαίσθηση – προκειμένου να ισορροπήσουν παρελθόν και παρόν. Τα επιμέρους θέματα και νοήματα, οι ποικίλες εικόνες, οι αναφορές σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν σταδιακά παραμερίζουν, ώστε να αναδειχθεί ένα μεγάλο, διαρκές ερωτηματικό, που μετατρέπει τα λόγια σε ποίηση, τον πόνο, την απογοήτευση, την κατάθλιψη και τον φόβο του θανάτου σε στίχους με φιλοσοφικό βάθος. Πρόκειται για μια θαυμαστή «μεταστοιχείωση», η οποία σε κάθε περίπτωση προϋποθέτει ταλέντο, μελέτη, στοχασμό, επίμονη επεξεργασία των ποιημάτων, θετική στάση ζωής και θέαση του κόσμου στην ολότητά του. Και όλα αυτά μέσω μιας ευρείας αντίληψης της ποίησης, του μέτρου, του εσωτερικού ρυθμού και της ισορροπίας των στίχων.
Ο Γιώργος Δελιόπουλος συνεχίζει με την Αλιρρόη τη συνεπή του πορεία στην ποίηση. Είναι μια ποιητική συλλογή με προσεγμένη και ισορροπημένη δομή: είσοδος, πέντε μέρη ίσης έκτασης, έξοδος. Κατανοώντας τη δομή του βιβλίου, που είναι σχετική με τα στάδια του πένθους, κατανοούμε καλύτερα τις επιμέρους ενότητες και το κάθε ποίημα ξεχωριστά. Πρόκειται για επίπεδα περιεχομένου που διαδέχονται το ένα το άλλο και ξεδιπλώνονται ποιητικά σε συνάρτηση και με τον χρόνο. Ωστόσο, η αισθητική και η νοηματική αυτονομία του κάθε ποιήματος δεν αναιρούνται από την ένταξη σε ευρύτερες ενότητες. Η αφηγήτρια των ποιημάτων γνωρίζει πώς νιώθει, γνωρίζει αυτό που θέλει να πει, και ετοιμάζεται να το διατυπώσει με λέξεις. Οι λέξεις όμως έχουν μια διαφορετική λογική. Φωτίζουν την προηγηθείσα εμπειρία με έναν δικό τους τρόπο και με ένα δικό τους φως, που αποκαλύπτει λεπτές αποχρώσεις των συναισθημάτων. Έτσι – ή κάπως έτσι – γεννιέται η ποίηση. Ο Γ. Δ., έχοντας πλήρη έλεγχο των εκφραστικών του μέσων, δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον ρυθμό και στη μουσικότητα των στίχων, ενώ, σε ό,τι αφορά το περιεχόμενο, δίνει φωνή στα συναισθήματα και λόγο στη σιωπή. Η Αλιρρόη είναι ποίημα αγωνίας, μοναξιάς, απώλειας και εσωτερικής αναζήτησης, στο οποίο περιγράφονται με πειστικό τρόπο οι φόβοι, οι ανασφάλειες, τα αδιέξοδα, τα όνειρα, οι στιγμές χαράς και λύπης – κυρίως λύπης – των ευαίσθητων ανθρώπων. Η εικονογράφηση της Γλύκας Διονυσοπούλου, με σχέδια που εν μέρει μοιάζουν μεταξύ τους και εν μέρει διαφοροποιούνται (όπως δηλαδή και τα ποιήματα), εμπεδώνει τον «κυματισμό» της συλλογής και δένει, ως συνεκτικός ιστός, το σύνολο προσδίδοντάς του ακόμη μεγαλύτερη αντοχή και αισθητική σταθερότητα.