Συγκριτικές, θεματικές αναγνώσεις
Χρησιμοποιώντας τους όρους Δόκιμοι, Δοκιμασμένοι και Δοκιμαζόμενοι, ελπίζω ότι δεν αυθαιρετώ περισσότερο από εκείνους που κατηγοριοποιούν τους ποιητές σε «γενιές». Το κάνω αυτό χάριν ευκολίας κι εγώ, καθώς προβαίνω επίσης σε κάποιου είδους «κατηγοριοποίηση» – παρόλο που πιστεύω πως κάθε ποιητής είναι ή οφείλει να είναι μια κατηγορία από μόνος του…
Η στήλη αυτή, θαρρώ πως μπορεί να έχει κάποιο ενδιαφέρον: θα εστιάζει στους διαφορετικούς τρόπους με τους οποίους πραγματεύονται ποιητές διαφορετικών εποχών τις ίδιες έννοιες.
Αναφέρομαι στις έννοιες π.χ. θεός, διάβολος, ψυχή, φύση, έρωτας, χρόνος, υπαρξιακή αγωνία, θλίψη, απογοήτευση, δυστοπία, ελευθερία, θάνατος κ.τ.τ., που είναι διαχρονικές σταθερές – σε αντίθεση με τους ποιητές, τα αθύρματα του χρόνου.
Εγκαινιάζοντας λοιπόν αυτή τη στήλη αρχίζω, όπως είναι φυσικό, με την ίδια την έννοια της Ποίησης (και τα παράγωγά της: ποιητής, ποιητική, ποιήματα), την έννοια δηλ. με την οποία έχουν ασχοληθεί και ασχολούνται ΟΛΟΙ οι ποιητές, ανεξαιρέτως.
Οι Δόκιμοι είναι από παρελθούσες γενιές, οι Δοκιμασμένοι από νεότερες και οι Δοκιμαζόμενοι, ημιάγνωστοι ή νεότατοι. Υπάρχουν, βεβαίως και «ξένοι» ποιητές – δηλ. εκπρόσωποι ποίησης γραμμένης σε άλλη μητρική γλώσσα.
Ι ΔΟΚΙΜΟΙ
Ο ΟΔΥΣΣΕΑΣ ΕΛΥΤΗΣ απευθύνεται νηφάλιος στην Ποίηση με σεβασμό – αλλά ισότιμα. Της ζητά συγνώμη, καθώς παρεκκλίνει σ’ ένα σταυροδρόμι του επικολυρικού κόσμου του, και ακολουθεί την αγοραία οδό που σφύζει από ζωή. Γράφει:
Ποίηση ω Αγία μου – συγχώρεσέ με
αλλ’ ανάγκη να μείνω ζωντανός
να περάσω από την άλλην όχθη·
οτιδήποτε θα ‘ναι προτιμότερο
παρά η αργή δολοφονία μου από το παρελθόν.
Κι αν απάνω μου μείνει ανεξάλειπτη
κάθε λαίλαπα σαν εγκαυστική
θα’ ρθει το πλήρωμα των ημερών
βουστροφηδόν θα εξαφανίσω τον εαυτό μου. (…)
(Από το ΜΑΡΙΑ ΝΕΦΕΛΗ)
Ο ΜΙΛΤΟΣ ΣΑΧΤΟΥΡΗΣ, πιο βασανισμένος, σχεδόν διά ποίησιν σαλός, καταθέτει με πάθος, ως αυτόπτης και μάλιστα εκ των έσω, περί του τόπου όπου λαμβάνουν χώρα τα τρομοκρατικά επεισόδια που φωταγωγούν ερήμην τους το σύμπαν.
ΤΟ ΚΕΦΑΛΙ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ
Έκοψα το κεφάλι μου
το’ βαλα σ’ ένα πιάτο
και το πήγα στο γιατρό μου
-Δεν έχει τίποτα, μου είπε
είναι απλώς πυρακτωμένο
ρίξε το μέσα στο ποτάμι και θα δούμε
Το ’ριξα στο ποτάμι μαζί με τους βατράχους
τότε είναι που χάλασε τον κόσμο
άρχισε κάτι παράξενα τραγούδια
να τρίζει φοβερά και να ουρλιάζει
Το πήρα και το φόρεσα πάλι στο λαιμό μου
γύριζα έξαλλος στους δρόμους
με πράσινο εξαγωνομετρικό κεφάλι ποιητή.
Ο ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΑΓΝΩΣΤΑΚΗΣ τα βάζει με την «ποιητική τέχνη». Κι αυτός αληθινός είναι, και απολύτως ειλικρινής…
Ποιητική
-Προδίδετε πάλι την Ποίηση, θα μου πεις,
Την ιερότερη εκδήλωση του Ανθρώπου
Τη χρησιμοποιείτε πάλι ως μέσον, υποζύγιον
Των σκοτεινών επιδιώξεών σας
Εν πλήρει γνώσει της ζημιάς που προκαλείτε
Με το παράδειγμά σας στους νεωτέρους.
-Το τι δεν πρόδωσες εσύ να μου πεις
Εσύ κι οι όμοιοί σου, χρόνια και χρόνια,
Ένα προς ένα τα υπάρχοντά σας ξεπουλώντας
Στις διεθνείς αγορές και τα λαϊκά παζάρια
Και μείνατε χωρίς μάτια για να βλέπετε, χωρίς αφτιά
Ν᾿ ακούτε, με σφραγισμένα στόματα και δε μιλάτε.
Για ποια ανθρώπινα ιερά μας εγκαλείτε;
Ξέρω: κηρύγματα και ρητορείες πάλι, θα πεις.
Ε, ναι λοιπόν! Κηρύγματα και ρητορείες.
Σαν πρόκες πρέπει να καρφώνονται οι λέξεις
Να μην τις παίρνει ο άνεμος.
ΙΙ ΔΟΚΙΜΑΣΜΕΝΟΙ
Ο ΓΙΩΡΓΟΣ ΓΕΩΡΓΟΥΣΗΣ, πρόσφατα απελθών, προσεγγίζει ευπροσήγορος, με μειλιχιότητα την Ποίηση – και «μεταφράζει» με απλά λόγια τις σύνθετες εικόνες, τη θέαση των οποίων εκείνη του επιτρέπει.
Σαν ερωτικό
Ό, τι έβλεπε ο κήπος, το ‘δειχνε της πηγής·
ό, τι άγγιζε η πηγή, το ‘δινε των πουλιών·
ότι έπαιρναν τα πουλιά, το ’λεγαν του ανέμου.
(…)
Ω αλληγορίες των ποιητών,
που κλείνετε γυρνώντας στο ίδιο σημείο·
κι ω ποίηση, δεν είναι τόσο με την ελπίδα
που με νανουρίζεις, όσο με τη συγχώρεση.
Ο ΜΑΡΚΟΣ ΜΕΣΚΟΣ, κάνοντας ότι δήθεν εκείνον δεν τον αφορά, αποστασιοποιείται και αντιμετωπίζει με συμπόνια, συμπάθεια αλλά και σκεπτικισμό τη βάσανο των ποιητών.
XXVII
Αν και οι καταραμένοι ποιητές, στο βάθος των γκρεμών τους,
είναι υπέρ της ζωής,
φαντάζομαι την επίκλησή τους για λίγη χαρά – μπορεί, άραγε, να ισχυριστεί κανείς πόσο κοστίζει η Χαρά;
Στα αιτήματα, λοιπόν, της Ποίησης και το παιδί – χαρά· η σύμπτωση του πάθους, η τρελή επιμονή των γραφών σαν χρέος περίεργα υπαρξιακό (με ανατροπές και προσδοκίες εναντίον του θανάτου), λίγη χαρά ισορροπούσα τ’ αντίθετα είναι, θαρρώ, δικαιολογημένη. Τους χρωστάει η ζωή μα δεν θα συμβεί – τουλάχιστον όσο ζούνε.
(Από το ΣΤΟΝ ΕΝΙΚΟ ΚΑΙ ΠΛΗΘΥΝΤΙΚΟ ΨΙΘΥΡΟ)
Ο ΔΙΟΝΥΣΗΣ ΚΑΡΑΤΖΑΣ μιλάει με τρυφερότητα για τις λέξεις, τα ιερά σκεύη της ποίησης, τα κοινά με τα δομικά υλικά της ανθρώπινης επικοινωνίας κάθε μορφής.
ΟΙ ΛΕΞΕΙΣ
Τις λέξεις, όταν παλιώνουν
να τις ρίχνετε στα ποιήματα.
Μέσα σ’ αυτά θα ξαναβρούν την αλήθεια
και τη λάμψη τους.
Αν όμως σας πέφτει μακριά η ποίηση,
να τις κρατάτε σε βαθιά σιωπή
και σε υγρασία σώματος.
Να προσέχετε να βρίσκονται διαρκώς
κοντά σε παιδιά, σε φωτιά και σε έρωτα.
Προπάντων να τις συντηρείτε σε κατάσταση γραφής.
(Από το Ταξίδια εσωτερικού)
ΙΙΙ ΟΙ ΔΟΚΙΜΑΖΟΜΕΝΟΙ
Η ΜΑΡΓΑΡΙΤΑ ΡΑΝΤΕΒΑ, πεισματωμένη, αποκαλεί δαιμόνιο πνεύμα το ακατάληπτο, που παλεύει μαζί του και προσπαθεί να το κατακτήσει.
Εκσπερματίζω μέσα σου, δαιμόνιο πνεύμα
Μπλοκάρει η ανάσα μου
-αν υψωθώ θα είμαι κύμα.
Θα σου πω κι άλλο παραμύθι
θα σου χαρίσω την πιο αρσενικοθήλυκη καρδιά μου
θα σε μάθω να πετάς
-πάρε με πάλι.
*
Αχ
βροχή,
γέμισε τα πλήκτρα μου
μάθε με να σταματάω…
Έχω γκαστρώσει το χαρτί
με μούλικα.
(Από το ΣΥΝΝΕΦΙΑΣΕ ΤΟ ΑΣΠΡΟ ΜΟΥ)
Ο ΠΕΤΡΟΣ ΓΚΟΛΙΤΣΗΣ επιχειρεί πιο λόγιες προσεγγίσεις στο αναρχοαυτόνομο άβατο της Ποίησης.
ΚΥΚΛΟΙ
Κύκλοι που ορίζονται
και δεν ορίζουν
Σφαίρα παλιά
που αρχίζει να γωνιάζει
Κύκλος που γίνεται έλλειψη
και πάλι κύκλος
Εσύ εντός άνοψη
Κύκλοι που κυκλώνονται
μα δεν κυκλώνουν
Τόπος μικρός τόπος λευκός
ξεφτίζει
Κύκλοι ο ένας δίπλα στον άλλον
μετασχηματιζόμενοι αναπνέουν
Κύκλοι συγκλίνουν σε κλείνουν
έξω
αγνοώντας τη μη κυκλική
ελλειπτική σου υπόσταση
(Από το: Η μνήμη του χαρτιού)
Ο ΙΟΡΔΑΝΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ πάλι, επιθετικός και οργισμένος, αναφέρεται εμμονικά στην Ποίηση, με την οποία έχει μια σαρκοφάγο ερωτική σχέση.
(…) δεν το βλέπεις;
σε φτύνω, ποίηση
γιατί δεν παίρνεις δρόμο;
γαμήσου, ποίηση
με στοιχειώνεις
με πλακώνεις
με λυγίζεις
με γονατίζεις
σε προσκυνάω, ποίηση… (…)
(Από το ΤΟ ΒΟΥΝΟ ΚΙ Ο ΠΟΙΗΤΗΣ ΔΕΝ ΠΗΡΑΝ ΕΙΔΗΣΗ)
Και οι ξένοι ποιητές:
Ο Έντγκαρ Λη Μάστερς μιλά με ευλάβεια για τα ποιήματα και τη φύση – δύο έννοιες που (δικαίως) ταυτοποιεί.
Ψηλά σε μια βουνοκορφή πάνω απ’ τα σύννεφα
Που κυματίζουν από κάτω μου σαν θάλασσα
Είπα: εκείνη η κορφή είναι ο στοχασμός του Βούδα
Κι αυτή, είναι η προσευχή του Ιησού
Κι αυτή, είναι η φαντασία του Πλάτωνα
Κι αυτή εκεί πέρα, το ποίημα του Ντάντε
Κι αυτή ο Καντ, κι αυτή ο Σαίξπηρ
Κι αυτή, η ελπίδα της Μητέρας Εκκλησίας
Κι αυτή – γιατί είναι ποιήματα όλες ετούτες οι κορφές
Ποιήματα και προσευχές που διαπερνούν τα νέφη.
Κι είπα: Τι άλλο κάνει ο Θεός με τα βουνά
Που φτάνουνε σχεδόν στον ουρανό;
(Από το ΣΠΟΥΝ ΡΙΒΕΡ, Τζάντσον Στόνταρντ, μτφ. Ιάσων Δεπούντης)
Τέλος, ο αιρετικός Τσαρλς Μπουκόφσκι μιλάει για τα ποιήματα εξισώνοντάς τα (δικαίως και αυτός) με τα υπόλοιπα, καθημερινά είδη πρώτης ανάγκης.
ΠΟΤΕ
Ξεζούμισε αυτό το επιπλέον ποίημα
εκτός κι αν έρθει από μόνο του.
αυτό είναι αυτό το επιπλέον ποίημα
και δεν έρχεται μόνο του
κι έτσι δεν περιμένω να λειτουργήσει.
Χρησιμοποιώ αυτό το ποίημα
για να γεμίσω τον χώρο
καθώς πίνω το τελευταίο μου
ποτήρι από κρασί
απόψε.
Ήταν μια ικανοποιητική νύχτα:
Είδα έναν εκπληκτικό αγώνα μποξ πριν
πουδράρισα τις γάτες για τους ψύλλους
απάντησα σε δύο γράμματα
έγραψα τέσσερα ποιήματα.
κάποιες νύχτες γράφω δέκα ποιήματα
απαντώ σε έξι γράμματα
πίνω περισσότερο
αλλά σε όλα τα πράγματα
το ιδανικό είναι μια ήπια
συνέπεια.
τώρα αυτό το ποτήρι του κρασιού
είναι σχεδόν άδειο.
Παρακολουθώ τα αυτοκίνητα
που ξεκολλιούνται απ’ τον αυτοκινητόδρομο
εκεί έξω.
η ικανοποίηση μεταξύ των αγωνιών
είναι το ελιξίριο της ύπαρξης.
το ποτήρι του κρασιού είναι τώρα άδειο.
καλή
νύχτα.
(μτφ. Κατερίνα Καντσού)
Μπράβο Παυλίνα. Μου θύμισες ωραίους ποιητές και ωραία ποιήματα.
Ευχαριστώ Ηλία μου! Έρρωσο!
Πολύ ωραία και ευαίσθητη σταχυολόγηση.
Παυλίνα πολύ μου άρεσε η ποιητική σου ανθοδέσμη!! Κια ταιριάζει τόσο στις μέρες τούτες!!!