Ας ξεκινήσουμε από τον τίτλο, που είναι πάντα η πρώτη νοητική εικόνα ενός βιβλίου: «Ιερεμιάδα» Κυριολεκτικά, το θρηνητικό και καταδικαστικό για τους Ισραηλίτες τραγούδι του προφήτη Ιερεμία που προέβλεψε την άλωση της Ιερουσαλήμ από τους Βαβυλώνιους. Μεταφορικά, η παρουσίαση μιας κατάστασης με μεμψίμοιρο και απαισιόδοξο τρόπο. Επίσης, ο τίτλος παραπέμπει στον Ιερεμία, έναν από τους πρωταγωνιστές, παιδί – έφηβο, το κέντρο της ζωής και η μέριμνα μιας κοινότητας απελπισμένων, στο πρόσωπο του οποίου ανθίζει η ελπίδα της επιβίωσης του είδους. Θρηνητικό και αποκαλυπτικό τραγούδι, λοιπόν, η Ιερεμιάδα – ας χρησιμοποιήσουμε τη λέξη ως συνώνυμη του δημιουργικού λόγου, όπως αυτός ξεδιπλώνεται στο μυθιστόρημα της Χλόης Κουτσουμπέλη – και μάλιστα πολυφωνικό, γιατί η οπτική γωνία αφήγησης αλλάζει συνεχώς.
Το βιβλίο, όπως μας πληροφορεί το οπισθόφυλλο, γράφτηκε κατά τη διάρκεια της καραντίνας της πανδημίας του ιού SARS-CoV-2, από την οποία όμως, αν και καταλυτική σε πολλούς τομείς, πήρε μόνο το ερέθισμα. Με τα υλικά του παρόντος, λοιπόν, η συγγραφέας σκιαγραφεί στο έργο της ένα δυστοπικό μέλλον. Εδώ ένας νέος ιός, ο Κέρβερος, με ελληνικό όνομα που παραπέμπει στο βασίλειο της απόλυτης σιγής, έχει σπείρει τον θάνατο σε όλη την υφήλιο, όχι επιλεκτικά αλλά απόλυτα και καταλυτικά. Στις 300 περίπου σελίδες του βιβλίου παρακολουθούμε την επιβίωση δύο ομάδων από τους ελάχιστους, όπως φαίνεται, επιζώντες. Η μία μάλιστα ομάδα, αποτελούμενη από πρωτοπόρους επιστήμονες, είναι επιλογή πρώτης γραμμής σε παγκόσμιο επίπεδο, έγκλειστη στο Καταφύγιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας. Πρόκειται για μια δυσοίωνη συνθήκη, που σήμερα με πολλές αφορμές διαγράφεται ως ισχυρού κύρους μελλοντική εκδοχή: μια πανδημία, ένας πυρηνικός πόλεμος, η απόλυτη καταστροφή της χλωρίδας και της πανίδας, η λιμοκτονία, η κατάρρευση δηλαδή του υπάρχοντος κόσμου.
Έχουμε, λοιπόν, μια προφητεία, μια μελλοντολογία από αυτές που τόσο πολύ μας αρέσει να παρακολουθούμε από την ασφάλεια του ασυχώρετα αμέριμνου παρόντος μας; Είναι η συγγραφέας ένας εμπνευσμένος Ιερεμίας; Έχουμε, με άλλα λόγια, στα χέρια μας ένα μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας; Ο τίτλος μας καλεί να παίξουμε με τις λέξεις και τα νοήματα αλλά αν δούμε το σύνολο της λογοτεχνίας της φαντασίας πιο κριτικά, θα διαπιστώσουμε ότι αυτού του είδους η λογοτεχνία δεν είναι ένα οιστρήλατο άλμα στο μέλλον, ένα φαντασιοκόπημα. Το μυθιστόρημα φαντασίας επιλέγει να επιμηκύνει στο διηνεκές τις υπάρχουσες συνθήκες, όπως μας αναφέρει μια πρωτεργάτης του είδους η Ούρσουλα λε Γκεν. Ο συγγραφέας διεισδύει στο παρόν, στις φανερές και κρυφές πλευρές του και με τους μίτους αυτούς στη φαρέτρα του επεκτείνει το λογοτεχνικό του σύμπαν στο μέλλον, δίνοντας ζωή και λόγο σ’ αυτό που οι υπόλοιποι δεν μπορούμε να συλλάβουμε. Δεν προφητεύει αλλά περιγράφει το μέλλον μέσα από την οπτική του κυοφορούντος παρόντος. Επομένως, όταν η Κουτσουμπέλη αναφέρεται στο έτος 2035, περιγράφει έναν κόσμο συνιστάμενο από τα δεδομένα της εμπειρίας μας τεντωμένα στην ακραία συνθήκη τους.
Μια άλλη πλευρά της λογοτεχνίας της φαντασίας που οφείλουμε να συζητήσουμε και που την εντοπίζουμε στο ανά χείρας βιβλίο είναι η κυρίαρχη θέαση που δίνεται στην ψυχολογική και κοινωνιολογική πλευρά του δυστοπικού μέλλοντος και που αρμόζει στον όρο «ήπια επιστημονική φαντασία: αυτή τείνει να επικεντρώνεται πιο πολύ στους ανθρώπινους χαρακτήρες, στις σχέσεις μεταξύ τους και στα αισθήματά τους, παρά στις τεχνολογικές λεπτομέρειες και στους νόμους της Φυσικής και αντλεί ιδέες από τη φιλοσοφία, την ψυχολογία, την πολιτική επιστήμη, την ανθρωπολογία και την κοινωνιολογία.» Αυτό ακριβώς κάνει εδώ η συγγραφέας, που περίτεχνα μέσα στην πλοκή ενσωματώνει την προσωπική της κοσμοαντίληψη, ενσκήπτοντας κριτικά πάνω στα υψηλά του ανθρώπου ζητήματα. Έτσι το μυθιστόρημα κινείται μέσα στο ήδη γνωστό και δεδομένο για μας κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο, που οι νέες όμως συνθήκες το έχουν αποδομήσει.
Θα τολμούσαμε, επίσης, να αποδώσουμε και μια καθαρά γυναικεία ευαισθησία στην παραπάνω θέαση. Δεν είναι, άλλωστε, τυχαίο που στο μυθιστόρημα γυναίκες είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία οι ηρωίδες που αναλαμβάνουν να υποστηρίξουν τα απομεινάρια της επίγειας ζωής, με την υπομονή, την ενσυναίσθηση, τη διορατικότητα, την αλληλεγγύη, την ψυχική δύναμη απέναντι στον έρωτα, στον θάνατο και στην έρπουσα ζωή. Και την Κουτσουμπέλη την ενδιαφέρουν πρωτίστως οι ανθρώπινες σχέσεις, έτσι όπως αναπόφευκτα διαταράσσονται και εξ ανάγκης ισορροπούν στις οριακές καταστάσεις ζωής και θανάτου. Σε γενικότερα υπαρξιακά ερωτήματα στοχεύει η συγγραφέας, που τα αναδεικνύει μέσω μιας σφιχτοδεμένης πλοκής, η οποία σπονδυλωτά προχωρά μαζί με τη εναλλαγή των αφηγητών, που ενώ αποδίδει τις ξεχωριστές οπτικές του καθενός, συνθέτει τον ανθρώπινο ψυχισμό, το ανθρώπινο πρόσωπο που θα χρίσει ξανά από την αρχή έναν άλλο κόσμο. Ποιος θα είναι ο άνθρωπος της επόμενης μέρας; Πόσο θα έχει επηρεαστεί από τον τρόμο του θανάτου και της μοναξιάς, από την απελπισία των λαθών και την ακύρωση κάθε μορφής προόδου; “Τι κινητοποιείται μέσα μας όταν τα χείλη μας γευτούν το μαύρο αίμα;”
Γιατί έχει αξία η ερώτηση που θα κάνουμε για το αύριο. Το ποια θα είναι αυτή η ερώτηση δείχνει όχι βέβαια τον βαθμό της πιθανότητας της επιτυχούς εκτίμησής του αύριο αλλά τον βαθμό επίγνωσης του σήμερα. Το ίδιο συμβαίνει με το μυθιστόρημα φαντασίας: η αρχική συνθήκη που εμπίπτει στην ευαισθητοποιημένη αντίληψη του συγγραφέα ενσωματώνει τον πυρήνα της αλήθειας, που οι σύγχρονοι πρέπει να αποδεχτούν και όπου πρέπει να μετατοπίσουν το ενδιαφέρον τους. Στο τέλος του βιβλίου θα έχουν γίνει πιο υποψιασμένοι γνώστες του παρόντος που διανύουν. «Ο μόνος λόγος για τον οποίο υπάρχουν όλα αυτά είναι για να μπορέσουν να αποκαλυφθούν. Δεν διαθέτουμε άλλη επιλογή από το να κρατήσουμε τα μάτια μας ανοιχτά ως το τέλος.»
Στο σημείο αυτό οφείλουμε να αναφερθούμε στην αριστοτεχνική πένα της συγγραφέως, που χειρίζεται το υλικό της χωρίς να εμπίπτει στην παγίδα του οριακού, χωρίς μελοδραματισμό και υπερβολή, χωρίς άκαιρους συναισθηματισμούς αλλά με μια περιγραφική γλώσσα που κρύβει και υπονοεί. Αυτό το πετυχαίνει, κατά τη γνώμη μας, με το στέρεο υπόβαθρο της ποιητικής ματιάς, που υποτάσσει το ειδικό στο γενικό, χωρίς να προδίδει τη μορφή και την πλοκή. Η αφήγηση αρθρώνεται σε εσωτερικό μονόλογο ενώ παράλληλα τρέχει η εξέλιξη. Αυτή προχωρά μέσα από την καταγραφή του ημερολογίου των μελών των δύο κοινοτήτων. Αυτά τα ημερολόγια δεν είναι μόνο ένα χρονικό πορείας προς τον θάνατο, μια παράδοση υλικού για όποιον επιζήσει, μια διασφάλιση συνέχειας, η διατήρηση της ελπίδας. Είναι κυρίως μια διαφυγή επικοινωνίας. Αντικειμενικά, γιατί ο ιός εκδηλώνεται αρχικά ως αφωνία και κατόπιν ως επιλεκτική αμνησία. Αλλά και συμβολικά η εξομολόγηση είναι τελικά μια πράξη επικοινωνίας πρώτα με το απολεσθέν εγώ και κατόπιν με τον υποθετικό αναγνώστη. Άλλωστε η κοινωνία προϋποθέτει το άτομο και η κοινωνικότητα είναι το άθροισμα των ατομικοτήτων. Η κοινωνία εδώ είναι το μοναστήρι – νοσοκομείο, όπου μαθητεύει ο μόνος υγιής, ο Ιερεμίας. Και ποιος άλλος ο πρωταγωνιστής από τον άνθρωπο συλλήβδην; Τα ζητούμενα της λογοτεχνίας το ιδιοσυγκρασιακό ύφος και ο δυνατός ρυθμός υπηρετούνται στο έπακρο.
Πολλά είναι τα θέματα που διαπραγματεύεται η Κουτσουμπέλη στο πλαίσιο της πλοκής: Η ηθική της επιστήμης με την εκδοχή της διαρροής του θανατηφόρου ιού από ερευνητικό ιατρικό εργαστήριο και των πειραμάτων, που θυμίζουν άλλες ζοφερές εποχές. Η φύση που καταστρέφεται από την ανθρώπινη πολιτισμική επιδρομή. Η απόλυτη καταστροφή θα μας ξανακάνει φυσικούς ανθρώπους; Ο νόστος. Η ζωή στο περιθώριο της κοινωνίας, οι αποδιοπομπαίοι τράγοι. Ο έρωτας ως αντίδοτο στην πορεία προς τον θάνατο, μια υπέρβαση της ανθρώπινης φύσης.
Από τα κυριότερα, κατά τη δική μας ανάγνωση, είναι η επανασημασιοδότηση της έννοιας του χρόνου. Ως συμβατό ανθρώπινο μέγεθος σταματά μαζί με τη ζωή της ανθρωπότητας όμως ως εξέλιξη και μετατόπιση άδηλα συνεχίζεται μέσα από την ανεμπόδιστη έξαρση της φυσικής ζωής, της πανίδας και της χλωρίδας. Ο χρόνος, επίσης, μετριέται με την εξέλιξη των συμπτωμάτων της αρρώστιας, ως καθαρά προσωπικός όμως, διαφορετικός στον καθένα, συνώνυμος άλλοτε της ηττοπαθούς αναμονής και άλλοτε της βουλιμικής κατάκτησης του παρόντος. Επίσης, η ονοματοδοσία των επιμέρους πρωταγωνιστριών με τις ημέρες της εβδομάδας: Δευτέρα, Τρίτη, κοκ, σαν μια απότιση τιμής στην πιο αξιομνημόνευτη κατάτμηση του ανθρώπινου χρόνου. Ακόμα, το ασυνείδητο ως αιώνιο και άχρονο παρόν που, παρά την απώλεια της μνήμης, παραμένει ενεργό. Η αμνησία δεν σημαίνει απώλεια χαρακτήρα. Έτσι η κοινωνία των άφωνων και αμνημόνων μπορεί να συγκλονίζεται ακόμα από ανθρώπινα πάθη παρόλο που αγωνίζεται για την επιβίωση υπό συνθήκες κόπου και μεγίστου πόνου, πάθη που κινητοποιούν την ένωση ή τη σύγκρουση, που με τη σειρά τους ορίζουν εκ νέου τον χρόνο. Η ανθρώπινη συνθήκη οδηγεί τις δύο επιβιούσες κοινότητες στην κατάληξη που μας επιφυλάσσει το μυθιστόρημα.
Ένα δεύτερο θέμα συζήτησης που αναδύεται μέσα από τις σελίδες του βιβλίου είναι η μνήμη. Η μνήμη ως έλλειμμα αλλά και ως τιμωρία, η αμνησία ως απώλεια προσώπου αλλά εκάστοτε και ως λύτρωση, ως «απολυμαντικό». Η αμνησία ως άγνοια του παρελθόντος και ως αδυναμία στοιχειώδους πρόβλεψης του μέλλοντος και ως ακύρωση μιας όποιας αυτοπροστασίας απέναντι στο άδηλό που το μέλλον εγκυμονεί.
Απέναντι στη λήθη, ως κάψουλα χρόνου, ορθώνεται ο λόγος και η γραφή: Η φωνή εξισώνεται με την υγεία, είναι έκφραση της ατομικότητας, του έναρθρου λόγου, της άμεσης και φυσικής επικοινωνίας. Από την άλλη, η ημερολογιακή γραφή, οι επιστολές, το καταστατικό του νέου οικισμού, οι σημειώσεις, όλα ως εγκιβωτισμένες αφηγήσεις μιας πολλαπλής εστίασης ισότιμων αφηγητών, κονταροχτυπιούνται με την απώλεια και την απεγνωσμένη αντίσταση. Η δυνατότητα της γραφής ως εκφραστική παρηγοριά επικοινωνίας. Η λογοτεχνία ως ίαση.
Σε σχέση με τη μνήμη – αμνησία εγείρεται η σημασία του ανθρώπινου προσώπου: η εναγώνια ερώτηση του ποιος είμαι όταν χάνω τη μνήμη και το παρελθόν μου. Αλλά και τι επίδραση έχει πάνω μας όχι η γειτνίαση αλλά ο αρραβώνας με τον θάνατο, που αδειάζει την ψυχή και την ακινητοποιεί με τον πανάρχαιο τρόμο του ανυπεράσπιστου ανθρώπου. Αυτός ο αταβιστικός φόβος γυμνώνει την ψυχή και αναγκάζει τον άνθρωπο να δει την αλήθεια του. Ποιον δρόμο θα ακολουθήσει μετά, της προσφοράς, της προσευχής, της αναχώρησης, του μίσους εξαρτάται από τα καθοριστικά πρώτα βήματα που κάναμε στη ζωή μέσα στο πρώτο οικογενειακό μας περιβάλλον. «Εμπειρία δεν είναι αυτό που σου συμβαίνει. Είναι αυτό που κάνεις σε σχέση με αυτό που σου συμβαίνει.»
Αυτά και άλλα ερωτήματα μαζί με το τέλος στην περιπέτεια των τελευταίων ανθρώπων πάνω στη γη θα τα διαβάσετε στις σελίδες αυτού του συναρπαστικού μυθιστορήματος της αγαπητής Χλόης, που τιμά το είδος του και τη Λογοτεχνία.