You are currently viewing Δρ Φανή Μπαλαμώτη: Ευάγγελου Αυδίκου «Δρολάπι»  Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Δρ Φανή Μπαλαμώτη: Ευάγγελου Αυδίκου «Δρολάπι» Εκδ. Βιβλιοπωλείο της Εστίας

Η ομορφιά των λέξεων και των ήχων

 

Τέσσερα χρόνια μετά την Οδό Οφθαλμιατρείου, o Ομότιμος Καθηγητής Βαγγέλης Αυδίκος επανέρχεται με το νέο του μυθιστόρημα «Δρολάπι», επίσης από τις εκδόσεις του Βιβλιοπωλείου της Εστίας. Κοιτάζοντας την εργογραφία του συγγραφέα στον χώρο της λογοτεχνίας, εκτός δηλαδή από τα πονήματα τα σχετικά με τις ακαδημαϊκές του ενασχολησεις, διαπιστώνουμε οτι στο διάστημα των τελευταίων 20 χρόνων μας έχει δώσει 7 πολύ ενδιαφέροντα ως προς την θεματική  και συναρπαστικά ως προς την γραφή τους μυθιστορήματα. Προσωπικά, έχω την αίσθηση ότι κάθε νέα δημιουργία του  Αυδίκου ξεπερνά κατά τι τις προηγούμενες, αναδεικνύoντας έτσι πως και οι έμπειροι και ταλαντούχοι συγγραφείς δεν παύουν να ωριμάζουν και να μας δίνουν συνεχώς ν;eες αναγνωστικές απολαύσεις. Γιατί η ανάγνωση του ανα χείρας βιβλίου, με τον ιδιωματικό τίτλο «Δρολάπι» είναι ακριβώς αυτό: μια απόλαυση που δε θέλεις να τελειώσει! Ακόμη κι αν η λέξη ίσως είναι άγνωστη, καθότι ιδιωματική, το εξώφυλλο του βιβλίου προϊδεάζει  κάπως για τη σημασία της και τον ρόλο της στην πλοκή των γεγονότων. Ένα τζάμι με σταγόνες βροχής και υδρατμούς που περιορίζουν την ορατότητα, βάζει στο κλίμα του ανεμόδαρτου ψιλόβροχου, καθώς η λέξη προέρχεται από τον «υδρολαίλαπα», δηλ. ψιλή βροχή με δυνατό άνεμο και ιδιωματικά απαντά και στα δύο γένη, δρόλαπας και δρολάπι. Ποιά είναι η αίσθησή μας όταν μας χτυπάει μανιασμένα η βροχή, ακόμη κι αν είμαστε σε κλειστό χώρο και την ακούμε; Πώς νιώθουμε όταν το ψιλόβροχο μας περονιάζει ως το κόκαλο και ο αέρας μειώνει την θερμοκρασία του και μας κάνει να τρέμουμε; Και πως χρησιμοποιούνται μεταφορικά ένα σωρό λέξεις που έχουν να κάνουν με τη βροχή ή το νερό; Καταιγίδα, μουσκεύω και μούσκεμα, μπόρα, κατακλυσμός, πλημμύρα κλπ. Στο Δρολάπι, που δεν έχει άρθρο μπροστά του για να το περιορίζει σε ένα συμβάν υπάρχει από τις πρώτες σελίδες η αόριστη αίσθηση μιας υποβόσκουσας απειλής ή μιας επικείμενης συμφοράς από την οποία οι πρωταγωνιστές, σαν ήρωες αρχαίας τραγωδίας, αδυνατούν να ξεφύγουν, καθώς η μοίρα και οι συγκυρίες παίζουν παιχνίδια ερήμην τους. Το μυθιστόρημα οργανώνεται με άξονα το ανεμόβροχο, που εμφανίζεται στην αφήγηση τόσο με την κυριολεκτική όσο και με τη μεταφορική του σημασία.

Η υπόθεση του έργου, που διαρθρώνεται σε δέκα κεφάλαια με ξεχωριστούς τίτλους το καθένα, κάτι που συνήθως συμβαίνει στα διηγήματα, δηλ. στις μικρές αυτοτελείς ιστορίες, θυμίζει τα κομματάκια ενός παζλ που πρέπει να τα ενώσεις σωστά για να δεις την μεγάλη εικόνα – γιατί αυτό ακριβώς συμβαίνει κι εδώ. Για δύο από τους τίτλους των κεφαλαίων, «καντόνκα» και «η μπίμτσα» χρειάστηκε να αναζητήσω την σημασία τους: η πρώτη είναι πομάκικη λέξη για το «φλυτζάνι», ενώ η δεύτερη σημαίνει «υπόγειο».

Πρωταγωνιστές στο βιβλίο είναι τρία ζευγάρια, που παρουσιάζονται ξεχωριστά, καθώς πολύ ξεχωριστές είναι οι ιστορίες τους, οι πόλεις που κινούνται και ζούν, αλλά και η απαρχή των μεταξύ των (του κάθε ζευγαριού εννοώ) σχέσεων. Όπως αναγράφεται και στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, τρία ζευγάρια αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους, χωρίς τη σκόνη της συμβατικότητας. Το δρολάπι και η γέφυρα (αληθινό συμβάν) που πέφτουν, παρασύρουν και τις δικές τους ψευδαισθήσεις. Ένας κόσμος καταρρέει. Οι βεβαιότητες παρασύρονται από το ανεμόβροχο, από το ποτάμι ή απ’ όσες οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές βρίσκονται σε εξέλιξη, απορρυθμίζοντας τη ζωή.

Τα τρία πρωταγωνιστικά ζευγάρια στο κέντρο της ιστορίας, η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος-Μάχος, η Ιρένε-Ρήνα και ο Κωστας, η Μίκα και ο Κριστ, αλλά και κάποιοι δευτερεύοντες χαρακτήρες που εμφανίζονται για λίγο όπως ο Αποστόλης και η καθηλωμένη σε αμαξίδιο Θάλεια που σκαρφαλώνουν βουνά, και ο Γερμανός βοτανολόγος Μπερτ που ταξιδεύει για να μελετά τα φυτά του, κινούνται διαρκώς, σαν το ασύχαστο νερό. Ταξιδεύουν, αλλάζουν τόπο κατοικίας ή μετακινούνται ανέστιοι, ανίκανοι και αδύναμοι να ριζώσουν κάπου.

Η Αρσινόη και ο Λυσίμαχος, που μ’ αυτούς ξεκινά το βιβλίο, είναι τα νέα ονόματα του ζευγαριού που επέζησε ενός φοβερού τροχαίου ατυχήματος έξω από την Ασπροβάλτα, στο οποίο έχασαν τα πάντα, κυριολεκτικά, που τους συνέδεε με το παρελθόν τους, τουτέστιν ταυτότητες αλλά και μνήμη! Η πορεία της μέχρι τοτέ ζωής τους μηδενίστηκε ξαφνικά, και η επανεκκίνηση ήταν μια οδυνηρή δοκιμασία στην οποία αναμετριόντουσαν καθημερινά με το λευκό κενό του μυαλού που αρνιόταν ν’ ανοίξει χαραμάδες στο παρελθόν, αλλά και την καθήλωση του Μίχου σε αναπηρικό καροτσάκι. Οι δυό τους «ξαναγνωρίζονται» απ’ την αρχή, ψάχνουν τρόπους επικοινωνίας (ακόμη και στη νοηματική) και μετά από προτροπή του ψυχολόγου που τους παρακολουθεί μετακομίζουν από τη Θεσαλονίκη, όπου αρχικά κατοικούν μετά το ατύχημα, στο Κανάλι Πρεβέζης όπου οι γονείς του είχαν ένα μικρό ξενοδοχείο.

Η Ιρένε/Ρήνα, δημοσιογράφος και κόρη πολιτικού πρόσφυγα στη Σόφια της Βουλγαρίας, έρχεται στην Ελλάδα στα χρόνια της κρίσης και κάποια στιγμή ταξιδεύει προς τον Έβρο, για ένα ρεπορτάζ για τους μετανάστες και τον φράχτη. Μαζί της ταξιδεύει και η Μίκα, ελληνοαμερικανίδα τρίτης γενιάς. Το όνομα της Μίκας δεν είναι καινούριο στα έργα του συγγραφέα μας, καθώς ένα απ’ τα προηγούμενα μυθστορήματά του, ακριβώς δέκα χρόνια πριν το παρόν, είχε τον τίτλο «Η σκιά της Μίκας». Ανέτρεξα στο βιβλίο εκείνο, και έχω την αίσθηση ότι η τωρινή Μίκα είναι εγγονή της πρώτης- όχι ότι έχει καμιά σημασία στην εξέλιξη της πλοκής (πέρα από τον πόθο των ξενιτεμένων να επιστρέφουν στις γενέτειρες των προγόνων τους). Ενδιαφέρον όμως έχει η «συνομιλία» αυτού του βιβλίου με ένα προηγούμενο, του συγγραφέα με τον προγενέστερο εαυτό του, αλλά και με άλλους ομοτέχνους στους οποίους γίνονται αναφορές, ειδικά στο πρώτο μέρος του βιβλίου. Αναφέρω εδώ ενδεικτικά κάποιους συγγραφείς και έργα τους, που υφαίνονται στο παρόν βιβλίο σε μια έντεχνη διακειμενικότητα:. Ο James Joyce,  η Σαπφώ, ο Οιδίπους επί Κολωνώ, ο Ερωτόκριτος, ο μύθος με την Αφροδίτη, τον Άρη και τον Ήφαιστο. Ο Τάσος και η Γκόλφω. Ο Οδυσσέας και οι Σειρήνες. Ο Αίσωπος και το κοράκι του, αλλά και ο Έντγκαρ Αλαν Πόε με το δικό του, οι Κονδύλης, Σεφέρης,  Γκόρπας, Βιζυηνός, Μητσάκης, Αλεξάνδρα Παπαδοπούλου, Θεοτόκης, Καβάφης. Ο Οκτάβιο Παζ, ο Τέλλος Άγρας, ο Σαχτούρης και η Χατζημανωλάκη. Ο Επίκτητος και Ο Μόμπι Ντικ.

Επιστρέφοντας στη Μίκα, λοιπόν, με μάνα ελληνο-ιρλανδέζα και πατέρα Βραζιλιάνο, τη βλέπουμε να ταξιδεύει στο πλαίσο των σπουδών της στη Βραζιλία αλλά και στην Ελλάδα, για έρευνα  με  ΜΚΟ. Εδώ είναι που γνωρίζεται με την Ιρένε/Ρήνα και έξω απ’την Ασπροβάλτα καθ’οδόν προς τη Θράκη, πετυχαίνουν σε ένα τρομακτικό τροχαίο ατύχημα, που όπως αποκαλύπτεται στη συνέχεια είναι κομβικής σημασίας για την εξέλιξη τη ιστορίας ή τη συμπλήρωση του παζλ που ανέφερα νωρίτερα. Αργότερα, η κοσμογυρισμένη Μίκα έρχεται και πάλι στην Ελλάδα με τον σύντροφό της αμερικάνο Κριστ.

Η Ιρένε/ Ρήνα, επιστρέφοντας στην Αθήνα την εποχή που αυτή καιγόταν κυριολεκτικά και μεταφορικά (Μαρφίν και διαδηλώσεις) γνωρίζει -μέσα σε ταραγμένες συνθήκες και έχοντας απολυθεί από την εφημερίδα που εργαζόταν- τον Κώστα, έκπτωτο δικηγόρο που κατέληξε άστεγος, και μαζί εγκαταλείπουν την Αθήνα για να ζήσουν στα Τζουμέρκα. Απ’ οσα έχω αναφέρει ως τώρα, νομίζω πως έχει γίνει σαφές ότι μαζί με τους ανθρώπους, πρωταγωνιστές γίνονται και οι τόποι. Πόλεις (Θεσσαλονίκη, Αθήνα, Κομοτηνή, Πρέβεζα, Γιάννενα, Μηλιές Πηλίου), περιοχές ευρύτερες (Έβρος, Ήπειρος, Μακεδονία, Θράκη, Πρέσπες), αλλά και χώρες (Αμερική, Γερμανία, Βραζιλία, Βουλγαρία, Ιρλανδία). Για όσους ξέρουν τον συγγραφέα, θα γνωρίζουν ότι οι πόλεις και οι τόποι στους οποίους κινούνται οι ήρωές του, του είναι πολύ οικείοι, ακριβώς γιατί είναι εκεί που έζησε και κινήθηκε και ο ίδιος, λόγω καταγωγής αλλά και αργότερα στην πανεπιστημιακή του καριέρα. Η περιπλάνηση των ηρώων ξεπερνάει τα όρια των πόλεων και στο σχεδόν κινηματογραφικό σκηνικό της δράσης πρωταγωνιστούν επίσης η θάλασσα του Ιονίου, τα ορμητικά και βουερά ποτάμια της Ηπείρου  Άραχθος και Λούρος, -αλλά και ο Αμαζόνιος, τα Τζουμέρκα με τα χωριά τους, βρύσες, βουνοκορφές και γεφύρια, που όλα μαζί γίνονται το στημόνι όπου οι ήρωες προσπαθούν να υφάνουν τις ζωές τους που συνεχώς ράβονται και ξηλώνονται…

Ο χρόνος κατά τον οποίο συμβαίνουν τα γεγονότα είναι η τελευταία δεκαετία, καθώς σε όλο το βιβλίο πάρχουν αναφορές σε γεγονότα που όλοι ζήσαμε ή διαβάσαμε στο διάστημα αυτό. Το Δρολάπι δεν είναι απλά οι ιστορίες κάποιων ανθρώπων που τυχαία διασταυρώνονται, αλλά ένα βιβλίο βαθύτατου πολιτικού, κοινωνικού και υπαρξιακού προβληματισμού, και ταυτόχρονα μια κραυγή αγωνίας για σοβαρότατα θέματα όπως η κλιματική αλλαγή (ένας υδρολαίλαπας προκαλεί την κατάρρευση του μονότοξου γεφυριού της Πλάκας, που συνέβη το 2015), η ερήμωση της μεθορίου και η αστικοποίηση, το μεταναστευτικό και οι ΜΚΟ, στερεότυπα και προκαταλήψεις, άτομα με αναπηρία και τις ποικίλες ανάγκες τους, άστεγοι και άνεργοι, το ξεπούλημα των πάντων μπροστά στο εύκολο κέρδος από τον τουρισμό και την αισχροκέρδεια, η Mαρφίν, ο βιασμός του περιβάλλοντος με ανεμογεννήτριες στη θέση αιωνόβιων δασών, οι συγκρούσεις  των ΜΑΤ με διαδηλωτές,  ο άκρατος καταναλωτισμός, τα δημοσιογραφικά ρουσφέτια, όλα -όπως χαρακτηριστικά έγραψε η συγγραφέας Φανή Κεχαγιά σε μια κριτική της για το βιβλίο- «ζοφερός χάρτης και ρεαλιστική αποτύπωση μιας Ελλάδας που δεν απώλεσε τη μνήμη της ερήμην της και ακαριαία, όπως η Αρσινόη και ο Μάχος, αλλά τη χάνει σταγόνα σταγόνα κάθε μέρα εν γνώση της»,

Θα σταθώ σε δύο ακόμη πτυχές του βιβλίου, από τις πολλές που μπορεί κανείς να διακρίνει διαβάζοντάς το, αυτή της γλώσσας και της δεινής περιγραφικής ικανότητας του συγγραφέα, καθώς επίσης και της σημασίας της μνήμης, ατομικής και συλλογικής. Αναφορικά με την γλώσσα, θα πάρω ως αφόρμηση τη Μπίμτσα, που εκτός από τίτλος του 7ου κεφαλαίου, αποτελεί και ένα ελάχιστο δείγμα της γοητευτικής ηπειρώτικης ιδιόγλωσσας με την οποία διανθίζει την ιστορία του ο Ευάγγελος Αυδίκος. Σύμφωνα με την Ειρήνη Χατζοπούλου, «οι γεωγραφικές ιδιόλεκτοι έχουν μια εκφραστική δύναμη κι έναν σημασιακό πλούτο συμπυκνωμένο με σύντομη λακωνικότερη κι ευθύβολη διατύπωση. Πολλές λέξεις ηχοποιητικά φτιαγμένες αποκαλύπτουν τη στενή βιωμένη σχέση του ανθρώπου με τη φύση, με τα έμβια αλλά και άψυχα στοιχεία της, δίνουν ακριβείς γλωσσικές αναπαραστάσεις και σημασιακούς χυμούς που δεν μπορεί να αποτυπώσει η επίσημη εκδοχή της τυποποιημένης γλώσσας». Κανούτα, βετούλι, μαντανία, τσέργα, στρέχα, λόζιο, όχτος, γρέκι, αγκούσα, κεμέρια, ντελβές,  λέξεις ηχοποιητικές διάσπαρτες, κρατούν σφιχτοδεμένο τον εσωτερικό παλμό του βιβλίου. Εκτός από τις λέξεις όμως, στο βιβλίο μιλάει και η φύση,  η βοή των αφηνιασμένων θαλασσινών κυμάτων και του αφρισμένου Άραχθου, το τιτίβισμα του σπουργιτιού και το κρώξιμο του κορακιού,  αλλά και οι άγριοι και τρομαχτικοί ήχοι από τις φαγάνες που ξηλώνουν δέντρα στα βουνά για να φυτέψουν ανεμογεννήτριες, καθώς και αυτοί από τα μουγκρητά, τους αναστεναγμούς και τις οργισμένες φωνές των ηρώων.

Τέλος, αλλά όχι τελευταίο, το θέμα της μνήμης και ταυτότητας διατρέχει όλο το βιβλίο. Η Αρσινόη βασανίζεται από όνειρα, μεσα απ’ τα οποία προσπαθεί να αναστήσει το παρελθόν της. Αυτό που έγινε με το σώμα της μπορεί να το παλεψει, να βρει άλλους τρόπους. Αδυνατεί, ωστόσο, να συμβιβαστεί με τον ακρωτηριασμό του μυαλού και της ψυχής. «Νιώθουμε σαν δέντρα δίχως ρίζες», λέει κάπου, «σα να’χουμε ορφανέψει από μνήμη. Τι είναι ένας υπολογιστής χωρίς μνήμη; Ένα κουτί. Αυτή ειν’ η μαύρη αλήθεια…»

Το Δρολάπι είναι ένα πολυεπίπεδο βιβλίο, που δεν μένει στην αφήγηση μιας σύνθετης ιστορίας, αλλά κεντάει στα μάτια μας και τραγουδάει στ’ αυτιά μας με την ομορφιά των λέξεων και των ήχων, αλλά και  ανατριχιάζει τη σκέψη μας σαν το αμείλικτο ανεμόβροχο, με τους προβληματισμούς και τα καίρια θέματα που έντεχνα παρουσιάζει. Δεν είναι τυχαίο, λοιπόν, το γεγονός ότι έχει ήδη ταξιδέψει και αγαπηθεί από πολλούς καλούς αναγνώστες.

 

 

Η Δρ Φανή Μπαλαμώτη είναι Φιλόλογος – Κοινωνική Ανθρωπολόγος

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.